Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Επιστροφή

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Στον κύκλο της νεκρής δεν υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών», αλλά κι ένα ρεμάλι που ζει από στοιχήματα και κόντρες με αυτοκίνητα. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ αλλά όταν επιστρέφει στο σπίτι του Θάνου βρίσκει τον τελευταίο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα. Φεύγει και ζητά βοήθεια από την πρώην του, Άννα.


Ο Γιώργος καθόταν στον καναπέ της Άννας. Είχε ξαπλώσει, σχεδόν. Με τα πόδια ανοικτά, το ποτό –ένα κούμπα λίμπρε- στο χέρι και το άλλο χέρι στο ζωνάρι του παντελονιού. Άνετος. Πάντα αισθανόταν άνετα δίπλα της. Μέσα στο σπίτι της, ήταν σα να βρισκόταν στο δικό του σπίτι.
Η Άννα απέναντί του, στον άλλον καναπέ. Με τα πόδια μαζεμένα, σα γάτα. Στάση που έδειχνε πως ήταν σπίτι της, αλλά, ταυτόχρονα, πως κρατούσε μια στάση αμυντική απέναντι στον Γιώργο. Δεν έπινε τίποτα. Μόνον άκουγε:
«Εσύ εντάξει… Ξέφυγες. Γλίτωσες από αυτόν το μαλάκα, από το κύκλωμα, από όλες αυτές τις μαλακίες. Ξέφυγες, μια για πάντα…»
«Αν ήθελες, θα ξέφευγες κι εσύ»…
«Δεν είναι έτσι, ρε Άννα και το ξέρεις. Δεν είχες, μόνον, τη θέληση. Είχες και τα φράγκα»…
«Δε βοηθάνε τα φράγκα, Γιώργο. Αντίθετα, σε ρίχνουν πάλι μέσα στα σκατά. Σε κυνηγάνε όλοι, από το κύκλωμα, όταν ξέρουν ότι θα στα πάρουν. Γιατί, το ξέρεις, όλη η ιστορία είναι για τα φράγκα…»
«…για το μπακίρι, ναι. Αλλά βοηθάνε, ρε Άννα. Θα μπορούσα να φύγω, να πάω αλλού, στην Αθήνα, στο Βόλο, στη Λάρισα. Ακόμη και σε κάποιο νησί»…
«Δεν ήσουν έτοιμος»…
«Ποτέ δε θα ΄μαι. Θα με κυνηγάει, για πάντα, η πρέζα. Η μαστούρα. Δε θα ξεφύγω ποτέ από την ξεφτίλα. Ειδικά όσο υπάρχει αυτός ο μπάσταρδος»…
«Εσύ του επέτρεψες να κάνει τη ζωή σου μουνί…»
«Και τι να κάνω, ρε Άννα; Να τον σκοτώσω; Ξέρεις τι έγινε πριν λίγο»;
«Τι έγινε; Σε απείλησε πάλι»;
«Μακάρι… Αλλά πού… Γύρισα στο σπίτι του και τον βρήκα να γαμάει την Τίνα»…
«Την πιτσιρίκα»;
«Ναι! Όπως τότε. Θόλωσα, το καταλαβαίνεις»;
«Άσε ρε Γιώργο. Και τι έκανες»;
«Τι θα μπορούσα να κάνω»;
«Ακριβώς αυτό, Γιώργο. Τίποτα. Ποτέ δεν έκανες τίποτα. Ούτε όταν με γαμούσε εμένα, ούτε τώρα, που γαμάει την πιτσιρίκα. Αν την αγαπάς, πρέπει να κάνεις κάτι»…
«Μη μιλάς έτσι»…
«Έτσι είναι, Γιώργο. Είτε το θες , είτε όχι, έτσι είναι. Αυτός ο άνθρωπος, μου γάμισε τα νιάτα. Μου πήδηξε την εφηβεία. Κι αυτό, επειδή δεν είχες τα αρχίδια να τον σταματήσεις. Ούτε εγώ, φυσικά, είχα τα αρχίδια…»
Ο Γιώργος είχε χαμηλώσει το βλέμμα. Όλα αυτά ήταν κάτι που ήθελε να ξεχάσει. Άκουσε με ανακούφιση τον ήχο του κινητού του. Το έβγαλε από την τσέπη του και είδε ποιος τον καλούσε. Έκανε έναν μορφασμό, σα να ήθελε να δείξει πως, τέτοια ώρα, δεν ήθελε να τον διακόψει κανείς.
«Η Τίνα»…
Το σήκωσε:
«Έλα…»

«Τι»!

«Πού είσαι τώρα»;

«Έρχομαι»!
Έκλεισε το τηλέφωνό του. Ήταν άσπρος. Η Άννα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Ένας σταρχιδιστής σαν τον Γιώργο, σπάνια τρόμαζε.
«Τι έγινε»;
«Η Τίνα»…
«Ε, τι»;
«Σκότωσε τον Θάνο»…
Έμεινε αποσβολωμένη. Ήθελε να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα. Πώς; Πότε; Γιατί; Αν και στην τελευταία ερώτηση, γνώριζε την απάντηση. Τελικά, το μόνο που είπε, ήταν μια διαπίστωση:
«Τελικά, τα αρχίδια τα είχε η πιτσιρίκα»…
«Πρέπει να πάω να τη βρω».
«Φυσικά. Και θα έρθω κι εγώ μαζί σου».


-----------------


Ο Παντάκης είχε μπροστά του τον Τάκη Λουκάκο. Ένα ρεμάλι και μισό. Ένας κάγκουρας, που το μόνο που ήξερε ήταν να οδηγεί φτιαγμένα αυτοκίνητα. Να κάνει κόντρες για να βγάζει κανένα φράγκο, από τα στοιχήματα. Είχε μάθει για τον πιτσιρικά, από την πιάτσα. Ακόμη και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, δεν είχαν να πουν ούτε μία καλή κουβέντα. Από τους χαρακτηρισμούς, όμως, του είχαν μείνει δύο, που είχε ακούσει στο μπαρ όπου σύχναζε ο Λουκάκος. Τους είχε πει ο μπάρμαν: «χέστης και τσικιρικιτζής».
«Τι εννοείς»;
«Τι σκατά μπάτσος είσαι εσύ που δεν ξέρεις τι είναι χέστης και τι τσικιρικιτζής»…
«Παναγιώτη, για το χέστης ξέρω. Για το τσικιρικιτζής, έχω μια αμφιβολία»…
Πετάχτηκε ο Θεοδοσίου, που είχε γίνει σκιά του Παντάκη, τις τελευταίες μέρες:
«Μικροαπατεώνας, κύριε διοικητά»…
«Εντάξει Παντελή… Θα πας μπροστά. Θύμισέ μου να σε προτείνω για προαγωγή»…
Ο ασφαλίτης ψιλοχαμογέλασε. Ο μπάρμαν δεν έκρυψε κι αυτός ένα χαμόγελο. Προσπάθησε να κάνει χιούμορ:
«Ρε Παντελή, φέρε τον έλεγχο να σου βάλω άριστα»…
Ο Παντάκης τους επανέφερε:
«Παναγιωτάκη, πες μου παιδί μου, κάθε πότε έρχεται ο Λουκάκος εδώ»;
«Κάθε μέρα. Λες και δεν πληρώνει νοίκιο στο σπίτι του… Α, κατά φωνήν…»
Στην πόρτα ήταν ο Λουκάκος. Κι έτσι ήρθε, πρόσωπο με πρόσωπο, με τον Παντάκη. Κι ο διοικητής της Ασφάλειας κατάλαβε, αμέσως, τι σήμαινε «τσικιρικιτζής»…

----------------


Η Τάνια είχε ντυθεί άρον-άρον. Έκλαιγε, με λυγμούς, συνέχεια. Το κορμί του Θάνου ήταν, σχεδόν κομμένο στα δύο, μπρούμυτα στο μπάνιο. Αίματα και γυαλιά, ήταν σκορπισμένα παντού.
Η Τάνια ήταν χάλια. Τα μαλλιά της ανακατεμένα, η σκιά ακολουθούσε την πορεία που χάραζαν τα δάκρυά της στα μάγουλά της. Είχε φάει το μισό κραγιόν. Ένα νύχι της είχε σπάσει και δεν έβρισκε πουθενά το στριγκ της. Η μύτη της έτρεχε κι όλα είχαν γίνει ένα με τα δάκρυά της. Σκούπισε το πρόσωπό της με την ανάποδη του χεριού της και ξανάβαλε τα κλάμματα.
Τη διέκοψε το κουδούνι της πόρτας. Σχεδόν πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε, όπως το κυνηγημένο ζώο, δεξιά κι αριστερά. Έπειτα, άρπαξε το πιστόλι. Το ίδιο όπλο με το οποίο είχε πυροβολήσει το Θάνο και τον είχε κάνει να χάσει την ισορροπία του και να γίνει σουβλάκι στα τζάμια της ντουζιέρας. Προχώρησε αργά προς την πόρτα.
«Γιώργο»;
«Εγώ είμαι! Άνοιξε»!
Άνοιξε ανακουφισμένη. Έπεσε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει. Έτρεμε. Πίσω από τον Γιώργο μπήκε η Άννα. Κοίταξε, από πάνω μέχρι κάτω την Τϊνα κι έπειτα άρχισε να περιεργάζεται το σπίτι. Στο τέλος, μουρμούρισε:
«Δεν άλλαξαν και πολλά πράματα εδώ»…
Τότε η Τίνα κατάλαβε πως ο Γιώργος δεν είχε έρθει μόνος. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, περιεργάστηκε την Άννα και, με μια φωνή που πνιγόταν στους λυγμούς, ρώτησε;
«Ποια… ποια είναι αυτή»;
Ο Γιώργος ανέλαβε τις συστάσεις:
«Άννα… Άννα, η Τίνα, που σου έχω πει»…
«Κατάλαβα… Θα έπρεπε να ήμουν ηλίθια για να μην καταλάβω».
Η Τίνα πετάχτηκε στη μέση:
«Ποια Άννα; Τι της έχεις πει»;
«Ηρέμησε μωρό. Κάτσε, πρώτα, να δούμε τι ζημιά έκανες»…
Ο Γιώργος μπήκε στο μπάνιο. Η Άννα έσκυψε προς το μέρος της Τίνας:
«Είμαι η πρώην… Αλλά μην ανησυχείς, χάρισμά σου ο λεβέντης. Κάτσε, τώρα, να δούμε πώς θα ξεμπλέξεις»…
Μέσα από το μπάνιο ακούστηκε ένα σφύριγμα –του Γιώργου. Κι έπειτα, φώναξε:
«Μπράβο ρε Τίνα! Πώς τα κατάφερες όλα αυτά; Θέλω κανένα τετράωρο για να τα συμμαζέψω»!
Η Τίνα φαινόταν σα χαμένη:
«Τι εννοεί; Τι θα συμμαζέψει; Ποια πρώην;»
Η Άννα ανέλαβε τις εξηγήσεις:
«Λοιπόν, μικρή μου, εσύ είσαι ακόμη στο νηπιαγωγείο. Άρθρο πρώτο: Θα συμμαζέψει τις ζουμιές και τα πτώματα, που γέμισες τον τόπο. Άρθρο δεύτερο: Η πρώην του Γιώργου. Αλλά και του Θάνου. Βλέπεις, πριν αρχίσουν τα πάρε δώσε με τον σίγουρο θάνατο, όταν καπνίζαμε κανέναν μπάφο, τα παλικάρια ήταν κολλητοί κι εγώ, γκόμενα του μεγάλου. Αλλά ο μεγάλος, Θεός σχωρέσ’ τον, ήταν ένα αρχίδι και μισό. Γούσταρε να βαράει, να πηδάει και να κονομάει. Μας έμπλεξε στα σκατά, πρώτα έφερε χαπάκια από την αλλοδαπή, μετά ηρωίνη και, τέλος, κόκα. Κι επειδή του άρεζε να μου φέρεται σα σκουπίδι, τον παράτησα για τον Γιώργο. Αυτά είναι αρκετά για αρχή…»
Η Τίνα ήταν πιο χαμένη από πριν. Εκεί που είχε βάλει σε μια σειρά το κουβαράκι που είχε στο κεφάλι της, εκεί που το πήρε απόφαση ότι είχε καθαρίσει τον Θάνο, κι είχε ζητήσει τη βοήθεια του Γιώργου, της έρχονταν τα πάνω, κάτω. Ο γκόμενός της, ήρθε να τη βοηθήσει με την πρώην γκόμενά του! Ακόμη και για ΄κείνην, ήταν too much όλα αυτά. Σκέφτηκε να τα ξεκαθαρίσει όλα.
«Γιώργο, έλα ΄δω σε παρακαλώ»!
Το ύφος της δεν έπαιρνε πολλά – πολλά. Μαλάκωσε, όμως, στη θέα του Γιώργου. Είχε ανασκουμπωθεί κι ήταν μέσα στα αίματα. Κρατούσε κι ένα ματωμένο βετέξ, το μάτι του είχε κάτι από τη λάμψη του ματιού του τυρανόσαυρου ρεξ στο τζουράσικ παρκ κι όταν την κοίταξε, αποφάσισε να το βουλώσει:
«Θες κάτι γλυκιά μου»;
«Όχι, όχι μωρό μου… Τι κάνεις»;
«Μπιντέ! Εσύ τι λες να κάνω»;
«Εντάξει Γιώργο μου… Απλά, θέλω να… δηλαδή… τι θα κάνουμε»;
«Εσύ, όχι πολλά. Εγώ έχω να σκεφτώ πού θα φυτέψω τον ερίφη. Κι η Αννούλα μας, τι θα πούμε στο boss”…
Η Άννα, που σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, περιεργαζόταν το σπίτι, μπήκε στην κουβέντα:
«Εμένα μη με μπλέκεις σ αυτά»…
«Και τι ήρθες να κάνεις, ρε Άννα; Να μας δείξεις το μπόι σου»;
«Να συμπαρασταθώ στην κοπέλλα»…
«Όπως βλέπεις, κυρία Φρόιντ, η πελάτισσα πάει πολύ καλά. Κι επειδή εσύ ξέρεις καλά το boss, άρχισε να σκέφτεσαι πώς θα του το φέρουμε, ότι το πρωτοπαλίκαρό του δεν είναι, πια, ανάμεσά μας και την αυριανή δουλειά θα την κάνουμε μόνοι μας».
«Εγώ δεν ξαναμπαίνω στα σκατά, Γιώργο»…
«Όπως μου έχεις πει πολλές φορές στο παρελθόν, Άννα, όλα είναι θέμα επιλογών. Κι εσύ επέλεξες να με ακολουθήσεις, σήμερα. Επέλεξες να επιστρέψεις»…

Συνεχίζεται
H φωτογραφία είναι δική μου. Το μοντέλλο είναι (πασί-)γνωστό

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...