Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου, επειδή πιστεύουν ότι ευθύνονται. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ασχολείται με την υπόθεση, ανακαλύπτει ότι στον κύκλο της νεκρής δεν υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών», αλλά κι ένα ρεμάλι που ζει από στοιχήματα και κόντρες με αυτοκίνητα. Ο Γιώργος βρίσκει τον Θάνο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα. Φεύγει και ζητά βοήθεια από την πρώην του, Άννα. Η Τίνα, όμως, ξεσπά και εκτελεί τον Θάνο. Γιώργος και Άννα βοηθούν την Τίνα, ενώ η Άννα μεταμορφώνεται σε γρανάζι του κυκλώματος μέσα σε λίγα λεπτά.
Το μπάνιο ήταν καθαρό. Μόνον το σπασμένο τζάμι του ντους μαρτυρούσε ότι κάτι είχε συμβεί, πριν λίγο, σε εκείνο το χώρο. Αίματα, πτώμα, σπασμένα γυαλιά, είχαν πάρει δρόμο. Η Τίνα είχε καθαρίσει τα πάντα καλύτερα κι από οικιακή βοηθό. Ο Γιώργος με την Άννα είχαν αναλάβει τη βρόμικη δουλειά: Να εξαφανίσουν το πτώμα. Το είχαν τυλίξει με το κάλυμμα του αυτοκινήτου και το είχαν τοποθετήσει, σε εμβρυακή στάση, στο πορτ μπαγκάζ. Στέκονταν από πάνω του, κοιτώντας το άνοιγμα. Τη σιωπή έσπασε η Άννα:
«Ποτέ δε θα πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να καθίσει έτσι, λες και είναι έμβρυο. Πάντα πίστευα ότι δεν υπήρξε ποτέ νεογέννητο, ούτε καν παιδί».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοσοφίες, λέω εγώ… Ώρα να του δίνουμε».
«Τι έγινε, Γιωργάκη; Προσπαθείς να πάρεις τη θέση του; Το παίζουμε σκληρό αγόρι, τώρα;»
Στράφηκε και την κοίταξε άγρια. Η φωνή του, όμως, βγήκε σιγανή, σχεδόν ψίθυρος:
«Έχουμε μια δουλειά να τελειώσουμε».
«Μην ανησυχείς. Η Άννα θα καθαρίσει κι εδώ. Θα μιλήσει με το boss».
«Θα πρέπει, όμως, να συνεννοηθούμε για το τι θα του πει».
«Ξέρω τι θα του πω»…
«Δεν πρέπει να ξέρω κι εγώ; Μήπως και κάνω καμία μαλακία, δηλαδή»…
«Δε θα χρειαστεί. Θα είσαι μαζί μου».
Της φάνηκε ότι ο Γιώργος είχε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Μπορεί να ήταν και ιδέα της, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει φόβο.
«Δε θα είσαι καλά»…
«Εγώ είμαι μια χαρά, παλικάρι μου. Κι εσύ θα είσαι μια χαρά, όταν θα στέκεσαι δίπλα μου, στο σαλόνι του Χατζηαναγνώστου».
«Ποιού Χατζηαναγνώστου; Του προέδρου της…»
«Ναι! Καλά, δεν είχες ιδέα, τόσο καιρό, για ποιον δούλευες»;
«…»
«Α, ρε κακομοίρη… Πού να αντέξεις… Λοιπόν! Τελεία και παύλα. Θα έρθεις μαζί μου, στο boss. Κι εκεί, ό,τι κι αν ακούσεις, ό,τι κι αν δεις, θα κάτσεις σαν ήσυχο παιδάκι, σε μία γωνία, χωρίς να μιλάς. Κι αν χρειαστεί, θα συμφωνήσεις μαζί μου. Μόνο αν σε ρωτήσω. Γκέκε»;
Δεν είχε επιλογές. Ποτέ δεν είχε επιλογές.
---------------
Λουκάκος και Παντάκης καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στη μπάρα, στα σκαμπό, στο μπαρ του Παναγιώτη. Ο Παντελής Θεοδοσίου, η σκιά του Παντάκη, όρθιος, με το ένα χέρι να στηρίζει όλο του το κορμί, από την άλλη πλευρά του Λουκάκου. Ο νεαρός, ο τσικιρικιτζής, είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει άσχημα. Ποτέ στο παρελθόν δεν τον ζητούσε ο διευθυντής της Ασφάλειας.
«Πώς πάει η ζωή ρε Τάκη»;
«Καλά κύριε αστυνόμε»…
«Διευθυντής, Τάκη. Διευθυντής. Κι εγώ κι εσύ, πήραμε προαγωγή».
«Ναι, συγνώμη κύριε διευθυντά»…
«Για πες, Τάκη…»
«Τι να πω, κύριε διευθυντά… Σάμπως ξέρω κι εγώ τι με θέτε»;
«Τι σε θέμε… Τι τον θέμε ρε Παντελή»;
«Εμείς; Από ενδιαφέρον κύριε διευθυντά, περάσαμε να δούμε τι κάνει»…
«Α, μπράβο. Τι να σε θέμε ρε Τάκη; Από ενδιαφέρον, περάσαμε να δούμε τι γίνεσαι. Πώς τη βγάζεις. Πώς βιοπορίζεσαι… Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Το πώς τη βγάζω, το κατάλαβα κύριε διευθυντά. Το άλλο…»
«Καλά, άστο το άλλο. Για πες μας πώς τη βγάζεις»…
«Ε, πότε από δω, πότε από ΄κει»…
… «πότε με την κόρη κανενός βουλευτή… Έλα ρε Τάκη, έκανες και ποίημα»!
«Τι εννοείτε…»
«Τι εννοούμε, ρε Τάκη; Τίποτα… Να, κυκλοφορεί στην πιάτσα ότι μεγαλοπιάστηκες, ότι βρήκες ματσό γκόμενα που σε βγάζει έξω, σε ντύνει, σε στολίζει, σε νοικοκυρεύει. Κάτι σαν την Πειραϊκή Πατραϊκή, αν με πιάνεις»…
«Δεν την ξέρω την κυρία»…
«Πού να την ξέρεις… Πόσο χρονών είσαι, ρε Τάκη; 26; 27;»
«24….»
«Ακόμη χειρότερα. Τη Ζωζώ Σαπουντζάκη την ξέρεις»;
«Όχι… Δηλαδή, ναι. Την είδα, μια φορά, σε ένα πρωινάδικο…»
«Καλά, ρε. Παλιές ελληνικές ταινίες δε βλέπεις»;
«Όχι… Αλλά αν θες, κύριε διευθυντά, να βλέπω»…
Εκεί μπήκε στην κουβέντα ο Παναγιώτης:
«Είδες κύριε διευθυντά; Να, αυτό σημαίνει τσικιρικιτζής. Τζάμπα μάγκας…»
«Ευχαριστώ για το φροντιστήριο, Παναγιωτάκη… Λοιπόν, Τάκη. Δε μας τα λες καλά. Μια ώρα μιλάμε, μιλάμε και για την ταμπακέρα ουδέν. Κι επειδή δε θες να μας πεις, λέω να κάνουμε μια βόλτα από την Ασφάλεια. Εκεί θα μας τραγουδήσεις. Ολόκληρη τη Γιουροβίζιον θα βγάλεις».
Τον έπιασε από το πέτο και τον πέταξε στον Θεοδοσίου. Εκείνος του φόρεσε, εν ριπή οφθαλμού, χειροπέδες. Ο Λουκάκος φώναζε: «Αφήστε με», «τι με τραβάτε», «δεν έχω κάνει τίποτα», αλλά του κάκου. Και δεν πρόβαλε και καμία αντίσταση της προκοπής. Μόνον φωνές, έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Οι τρεις τους βγήκαν από το μπαρ κι έμεινε ο Παναγιώτης, να σκουπίζει τα ποτήρια.
---------------
Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της. Είχε μαζεμένα τα πόδια επάνω. Ο βουλευτής, στη διπλανή πολυθρόνα. Είχε τα χέρια ακουμπισμένα, στο ύψος του αγκώνα, στα γόνατά του κι είχε καρφώσει τα μάτια στο πάτωμα. Την άκουγε:
«Το ξέρεις, Θεόφιλε, ότι εμπλέκεται ο Χατζηαναγνώστου. Απορώ γιατί κάθεσαι»…
«Και τι να κάνω, Ελένη; Να αρπάξω ένα περίστροφο και να τον σκοτώσω; Τι θα κερδίσουμε μ αυτό»;
«Θεόφιλε, αυτός ο άνθρωπος δε θα σταματήσει εδώ»…
«Και τι άλλο μπορεί να μας κάνει, δηλαδή; Πήρε την Ντίνα μας»…
«Ώστε συμφωνείς κι εσύ, ότι αυτός είναι από πίσω»…
«Το ξέρεις και το ξέρω. Όμως δεν μπορούμε να πούμε τίποτα στην αστυνομία».
«Θα τα βρουν όλα, Θεόφιλε. Ο Παντάκης είναι έξυπνος. Θα αρχίσει από τους φίλους της, θα φθάσει σ εκείνο το ρεμάλι, τον Λουκάκο και θα καταλήξει στη Μαρία. Από εκεί στα ναρκωτικά. Κι έτσι, θα τα χάσουμε όλα».
Συνεχίζεται…
Η φωτογραφία είναι του Francois Benveniste, έχει τίτλο Despair και την έχω πάρει από εδώ.
Το μπάνιο ήταν καθαρό. Μόνον το σπασμένο τζάμι του ντους μαρτυρούσε ότι κάτι είχε συμβεί, πριν λίγο, σε εκείνο το χώρο. Αίματα, πτώμα, σπασμένα γυαλιά, είχαν πάρει δρόμο. Η Τίνα είχε καθαρίσει τα πάντα καλύτερα κι από οικιακή βοηθό. Ο Γιώργος με την Άννα είχαν αναλάβει τη βρόμικη δουλειά: Να εξαφανίσουν το πτώμα. Το είχαν τυλίξει με το κάλυμμα του αυτοκινήτου και το είχαν τοποθετήσει, σε εμβρυακή στάση, στο πορτ μπαγκάζ. Στέκονταν από πάνω του, κοιτώντας το άνοιγμα. Τη σιωπή έσπασε η Άννα:
«Ποτέ δε θα πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να καθίσει έτσι, λες και είναι έμβρυο. Πάντα πίστευα ότι δεν υπήρξε ποτέ νεογέννητο, ούτε καν παιδί».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοσοφίες, λέω εγώ… Ώρα να του δίνουμε».
«Τι έγινε, Γιωργάκη; Προσπαθείς να πάρεις τη θέση του; Το παίζουμε σκληρό αγόρι, τώρα;»
Στράφηκε και την κοίταξε άγρια. Η φωνή του, όμως, βγήκε σιγανή, σχεδόν ψίθυρος:
«Έχουμε μια δουλειά να τελειώσουμε».
«Μην ανησυχείς. Η Άννα θα καθαρίσει κι εδώ. Θα μιλήσει με το boss».
«Θα πρέπει, όμως, να συνεννοηθούμε για το τι θα του πει».
«Ξέρω τι θα του πω»…
«Δεν πρέπει να ξέρω κι εγώ; Μήπως και κάνω καμία μαλακία, δηλαδή»…
«Δε θα χρειαστεί. Θα είσαι μαζί μου».
Της φάνηκε ότι ο Γιώργος είχε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Μπορεί να ήταν και ιδέα της, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει φόβο.
«Δε θα είσαι καλά»…
«Εγώ είμαι μια χαρά, παλικάρι μου. Κι εσύ θα είσαι μια χαρά, όταν θα στέκεσαι δίπλα μου, στο σαλόνι του Χατζηαναγνώστου».
«Ποιού Χατζηαναγνώστου; Του προέδρου της…»
«Ναι! Καλά, δεν είχες ιδέα, τόσο καιρό, για ποιον δούλευες»;
«…»
«Α, ρε κακομοίρη… Πού να αντέξεις… Λοιπόν! Τελεία και παύλα. Θα έρθεις μαζί μου, στο boss. Κι εκεί, ό,τι κι αν ακούσεις, ό,τι κι αν δεις, θα κάτσεις σαν ήσυχο παιδάκι, σε μία γωνία, χωρίς να μιλάς. Κι αν χρειαστεί, θα συμφωνήσεις μαζί μου. Μόνο αν σε ρωτήσω. Γκέκε»;
Δεν είχε επιλογές. Ποτέ δεν είχε επιλογές.
---------------
Λουκάκος και Παντάκης καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στη μπάρα, στα σκαμπό, στο μπαρ του Παναγιώτη. Ο Παντελής Θεοδοσίου, η σκιά του Παντάκη, όρθιος, με το ένα χέρι να στηρίζει όλο του το κορμί, από την άλλη πλευρά του Λουκάκου. Ο νεαρός, ο τσικιρικιτζής, είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει άσχημα. Ποτέ στο παρελθόν δεν τον ζητούσε ο διευθυντής της Ασφάλειας.
«Πώς πάει η ζωή ρε Τάκη»;
«Καλά κύριε αστυνόμε»…
«Διευθυντής, Τάκη. Διευθυντής. Κι εγώ κι εσύ, πήραμε προαγωγή».
«Ναι, συγνώμη κύριε διευθυντά»…
«Για πες, Τάκη…»
«Τι να πω, κύριε διευθυντά… Σάμπως ξέρω κι εγώ τι με θέτε»;
«Τι σε θέμε… Τι τον θέμε ρε Παντελή»;
«Εμείς; Από ενδιαφέρον κύριε διευθυντά, περάσαμε να δούμε τι κάνει»…
«Α, μπράβο. Τι να σε θέμε ρε Τάκη; Από ενδιαφέρον, περάσαμε να δούμε τι γίνεσαι. Πώς τη βγάζεις. Πώς βιοπορίζεσαι… Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Το πώς τη βγάζω, το κατάλαβα κύριε διευθυντά. Το άλλο…»
«Καλά, άστο το άλλο. Για πες μας πώς τη βγάζεις»…
«Ε, πότε από δω, πότε από ΄κει»…
… «πότε με την κόρη κανενός βουλευτή… Έλα ρε Τάκη, έκανες και ποίημα»!
«Τι εννοείτε…»
«Τι εννοούμε, ρε Τάκη; Τίποτα… Να, κυκλοφορεί στην πιάτσα ότι μεγαλοπιάστηκες, ότι βρήκες ματσό γκόμενα που σε βγάζει έξω, σε ντύνει, σε στολίζει, σε νοικοκυρεύει. Κάτι σαν την Πειραϊκή Πατραϊκή, αν με πιάνεις»…
«Δεν την ξέρω την κυρία»…
«Πού να την ξέρεις… Πόσο χρονών είσαι, ρε Τάκη; 26; 27;»
«24….»
«Ακόμη χειρότερα. Τη Ζωζώ Σαπουντζάκη την ξέρεις»;
«Όχι… Δηλαδή, ναι. Την είδα, μια φορά, σε ένα πρωινάδικο…»
«Καλά, ρε. Παλιές ελληνικές ταινίες δε βλέπεις»;
«Όχι… Αλλά αν θες, κύριε διευθυντά, να βλέπω»…
Εκεί μπήκε στην κουβέντα ο Παναγιώτης:
«Είδες κύριε διευθυντά; Να, αυτό σημαίνει τσικιρικιτζής. Τζάμπα μάγκας…»
«Ευχαριστώ για το φροντιστήριο, Παναγιωτάκη… Λοιπόν, Τάκη. Δε μας τα λες καλά. Μια ώρα μιλάμε, μιλάμε και για την ταμπακέρα ουδέν. Κι επειδή δε θες να μας πεις, λέω να κάνουμε μια βόλτα από την Ασφάλεια. Εκεί θα μας τραγουδήσεις. Ολόκληρη τη Γιουροβίζιον θα βγάλεις».
Τον έπιασε από το πέτο και τον πέταξε στον Θεοδοσίου. Εκείνος του φόρεσε, εν ριπή οφθαλμού, χειροπέδες. Ο Λουκάκος φώναζε: «Αφήστε με», «τι με τραβάτε», «δεν έχω κάνει τίποτα», αλλά του κάκου. Και δεν πρόβαλε και καμία αντίσταση της προκοπής. Μόνον φωνές, έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Οι τρεις τους βγήκαν από το μπαρ κι έμεινε ο Παναγιώτης, να σκουπίζει τα ποτήρια.
---------------
Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της. Είχε μαζεμένα τα πόδια επάνω. Ο βουλευτής, στη διπλανή πολυθρόνα. Είχε τα χέρια ακουμπισμένα, στο ύψος του αγκώνα, στα γόνατά του κι είχε καρφώσει τα μάτια στο πάτωμα. Την άκουγε:
«Το ξέρεις, Θεόφιλε, ότι εμπλέκεται ο Χατζηαναγνώστου. Απορώ γιατί κάθεσαι»…
«Και τι να κάνω, Ελένη; Να αρπάξω ένα περίστροφο και να τον σκοτώσω; Τι θα κερδίσουμε μ αυτό»;
«Θεόφιλε, αυτός ο άνθρωπος δε θα σταματήσει εδώ»…
«Και τι άλλο μπορεί να μας κάνει, δηλαδή; Πήρε την Ντίνα μας»…
«Ώστε συμφωνείς κι εσύ, ότι αυτός είναι από πίσω»…
«Το ξέρεις και το ξέρω. Όμως δεν μπορούμε να πούμε τίποτα στην αστυνομία».
«Θα τα βρουν όλα, Θεόφιλε. Ο Παντάκης είναι έξυπνος. Θα αρχίσει από τους φίλους της, θα φθάσει σ εκείνο το ρεμάλι, τον Λουκάκο και θα καταλήξει στη Μαρία. Από εκεί στα ναρκωτικά. Κι έτσι, θα τα χάσουμε όλα».
Συνεχίζεται…
Η φωτογραφία είναι του Francois Benveniste, έχει τίτλο Despair και την έχω πάρει από εδώ.
2 σχόλια:
σε βρήκα από μήνυμα που άφησες σε άλλο ιστολόγιο. πρέπει να διαβάσω από την αρχή το μυθιστόρημα...
το διάβασα.
πολύ πολύ καλό.
και πότε η συνέχεια?
μη μας αφήσεις τώρα στη μέση?
Δημοσίευση σχολίου