Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

Αλλαγή αρχηγού

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου, επειδή πιστεύουν ότι ευθύνονται. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ασχολείται με την υπόθεση, ανακαλύπτει ότι στον κύκλο της νεκρής δεν υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών», αλλά κι ένα ρεμάλι που ζει από στοιχήματα και κόντρες με αυτοκίνητα. Ο Γιώργος βρίσκει τον Θάνο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα. Φεύγει και ζητά βοήθεια από την πρώην του, Άννα. Η Τίνα, όμως, ξεσπά και εκτελεί τον Θάνο. Γιώργος και Άννα βοηθούν την Τίνα, ενώ η Άννα μεταμορφώνεται σε γρανάζι του κυκλώματος μέσα σε λίγα λεπτά.



Το μπάνιο ήταν καθαρό. Μόνον το σπασμένο τζάμι του ντους μαρτυρούσε ότι κάτι είχε συμβεί, πριν λίγο, σε εκείνο το χώρο. Αίματα, πτώμα, σπασμένα γυαλιά, είχαν πάρει δρόμο. Η Τίνα είχε καθαρίσει τα πάντα καλύτερα κι από οικιακή βοηθό. Ο Γιώργος με την Άννα είχαν αναλάβει τη βρόμικη δουλειά: Να εξαφανίσουν το πτώμα. Το είχαν τυλίξει με το κάλυμμα του αυτοκινήτου και το είχαν τοποθετήσει, σε εμβρυακή στάση, στο πορτ μπαγκάζ. Στέκονταν από πάνω του, κοιτώντας το άνοιγμα. Τη σιωπή έσπασε η Άννα:
«Ποτέ δε θα πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος μπορούσε να καθίσει έτσι, λες και είναι έμβρυο. Πάντα πίστευα ότι δεν υπήρξε ποτέ νεογέννητο, ούτε καν παιδί».
«Δεν αφήνουμε τις φιλοσοφίες, λέω εγώ… Ώρα να του δίνουμε».
«Τι έγινε, Γιωργάκη; Προσπαθείς να πάρεις τη θέση του; Το παίζουμε σκληρό αγόρι, τώρα;»
Στράφηκε και την κοίταξε άγρια. Η φωνή του, όμως, βγήκε σιγανή, σχεδόν ψίθυρος:
«Έχουμε μια δουλειά να τελειώσουμε».
«Μην ανησυχείς. Η Άννα θα καθαρίσει κι εδώ. Θα μιλήσει με το boss».
«Θα πρέπει, όμως, να συνεννοηθούμε για το τι θα του πει».
«Ξέρω τι θα του πω»…
«Δεν πρέπει να ξέρω κι εγώ; Μήπως και κάνω καμία μαλακία, δηλαδή»…
«Δε θα χρειαστεί. Θα είσαι μαζί μου».
Της φάνηκε ότι ο Γιώργος είχε κάνει ένα βήμα προς τα πίσω. Μπορεί να ήταν και ιδέα της, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει φόβο.
«Δε θα είσαι καλά»…
«Εγώ είμαι μια χαρά, παλικάρι μου. Κι εσύ θα είσαι μια χαρά, όταν θα στέκεσαι δίπλα μου, στο σαλόνι του Χατζηαναγνώστου».
«Ποιού Χατζηαναγνώστου; Του προέδρου της…»
«Ναι! Καλά, δεν είχες ιδέα, τόσο καιρό, για ποιον δούλευες»;
«…»
«Α, ρε κακομοίρη… Πού να αντέξεις… Λοιπόν! Τελεία και παύλα. Θα έρθεις μαζί μου, στο boss. Κι εκεί, ό,τι κι αν ακούσεις, ό,τι κι αν δεις, θα κάτσεις σαν ήσυχο παιδάκι, σε μία γωνία, χωρίς να μιλάς. Κι αν χρειαστεί, θα συμφωνήσεις μαζί μου. Μόνο αν σε ρωτήσω. Γκέκε»;
Δεν είχε επιλογές. Ποτέ δεν είχε επιλογές.


---------------



Λουκάκος και Παντάκης καθόντουσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, στη μπάρα, στα σκαμπό, στο μπαρ του Παναγιώτη. Ο Παντελής Θεοδοσίου, η σκιά του Παντάκη, όρθιος, με το ένα χέρι να στηρίζει όλο του το κορμί, από την άλλη πλευρά του Λουκάκου. Ο νεαρός, ο τσικιρικιτζής, είχε καταλάβει πως είχε μπλέξει άσχημα. Ποτέ στο παρελθόν δεν τον ζητούσε ο διευθυντής της Ασφάλειας.
«Πώς πάει η ζωή ρε Τάκη»;
«Καλά κύριε αστυνόμε»…
«Διευθυντής, Τάκη. Διευθυντής. Κι εγώ κι εσύ, πήραμε προαγωγή».
«Ναι, συγνώμη κύριε διευθυντά»…
«Για πες, Τάκη…»
«Τι να πω, κύριε διευθυντά… Σάμπως ξέρω κι εγώ τι με θέτε»;
«Τι σε θέμε… Τι τον θέμε ρε Παντελή»;
«Εμείς; Από ενδιαφέρον κύριε διευθυντά, περάσαμε να δούμε τι κάνει»…
«Α, μπράβο. Τι να σε θέμε ρε Τάκη; Από ενδιαφέρον, περάσαμε να δούμε τι γίνεσαι. Πώς τη βγάζεις. Πώς βιοπορίζεσαι… Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ».
«Το πώς τη βγάζω, το κατάλαβα κύριε διευθυντά. Το άλλο…»
«Καλά, άστο το άλλο. Για πες μας πώς τη βγάζεις»…
«Ε, πότε από δω, πότε από ΄κει»…
… «πότε με την κόρη κανενός βουλευτή… Έλα ρε Τάκη, έκανες και ποίημα»!
«Τι εννοείτε…»
«Τι εννοούμε, ρε Τάκη; Τίποτα… Να, κυκλοφορεί στην πιάτσα ότι μεγαλοπιάστηκες, ότι βρήκες ματσό γκόμενα που σε βγάζει έξω, σε ντύνει, σε στολίζει, σε νοικοκυρεύει. Κάτι σαν την Πειραϊκή Πατραϊκή, αν με πιάνεις»…
«Δεν την ξέρω την κυρία»…
«Πού να την ξέρεις… Πόσο χρονών είσαι, ρε Τάκη; 26; 27;»
«24….»
«Ακόμη χειρότερα. Τη Ζωζώ Σαπουντζάκη την ξέρεις»;
«Όχι… Δηλαδή, ναι. Την είδα, μια φορά, σε ένα πρωινάδικο…»
«Καλά, ρε. Παλιές ελληνικές ταινίες δε βλέπεις»;
«Όχι… Αλλά αν θες, κύριε διευθυντά, να βλέπω»…
Εκεί μπήκε στην κουβέντα ο Παναγιώτης:
«Είδες κύριε διευθυντά; Να, αυτό σημαίνει τσικιρικιτζής. Τζάμπα μάγκας…»
«Ευχαριστώ για το φροντιστήριο, Παναγιωτάκη… Λοιπόν, Τάκη. Δε μας τα λες καλά. Μια ώρα μιλάμε, μιλάμε και για την ταμπακέρα ουδέν. Κι επειδή δε θες να μας πεις, λέω να κάνουμε μια βόλτα από την Ασφάλεια. Εκεί θα μας τραγουδήσεις. Ολόκληρη τη Γιουροβίζιον θα βγάλεις».
Τον έπιασε από το πέτο και τον πέταξε στον Θεοδοσίου. Εκείνος του φόρεσε, εν ριπή οφθαλμού, χειροπέδες. Ο Λουκάκος φώναζε: «Αφήστε με», «τι με τραβάτε», «δεν έχω κάνει τίποτα», αλλά του κάκου. Και δεν πρόβαλε και καμία αντίσταση της προκοπής. Μόνον φωνές, έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Οι τρεις τους βγήκαν από το μπαρ κι έμεινε ο Παναγιώτης, να σκουπίζει τα ποτήρια.

---------------




Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ του σαλονιού της. Είχε μαζεμένα τα πόδια επάνω. Ο βουλευτής, στη διπλανή πολυθρόνα. Είχε τα χέρια ακουμπισμένα, στο ύψος του αγκώνα, στα γόνατά του κι είχε καρφώσει τα μάτια στο πάτωμα. Την άκουγε:
«Το ξέρεις, Θεόφιλε, ότι εμπλέκεται ο Χατζηαναγνώστου. Απορώ γιατί κάθεσαι»…
«Και τι να κάνω, Ελένη; Να αρπάξω ένα περίστροφο και να τον σκοτώσω; Τι θα κερδίσουμε μ αυτό»;
«Θεόφιλε, αυτός ο άνθρωπος δε θα σταματήσει εδώ»…
«Και τι άλλο μπορεί να μας κάνει, δηλαδή; Πήρε την Ντίνα μας»…
«Ώστε συμφωνείς κι εσύ, ότι αυτός είναι από πίσω»…
«Το ξέρεις και το ξέρω. Όμως δεν μπορούμε να πούμε τίποτα στην αστυνομία».
«Θα τα βρουν όλα, Θεόφιλε. Ο Παντάκης είναι έξυπνος. Θα αρχίσει από τους φίλους της, θα φθάσει σ εκείνο το ρεμάλι, τον Λουκάκο και θα καταλήξει στη Μαρία. Από εκεί στα ναρκωτικά. Κι έτσι, θα τα χάσουμε όλα».

Συνεχίζεται…

Η φωτογραφία είναι του Francois Benveniste, έχει τίτλο Despair και την έχω πάρει από εδώ.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

Επιστροφή

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Στον κύκλο της νεκρής δεν υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών», αλλά κι ένα ρεμάλι που ζει από στοιχήματα και κόντρες με αυτοκίνητα. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ αλλά όταν επιστρέφει στο σπίτι του Θάνου βρίσκει τον τελευταίο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα. Φεύγει και ζητά βοήθεια από την πρώην του, Άννα.


Ο Γιώργος καθόταν στον καναπέ της Άννας. Είχε ξαπλώσει, σχεδόν. Με τα πόδια ανοικτά, το ποτό –ένα κούμπα λίμπρε- στο χέρι και το άλλο χέρι στο ζωνάρι του παντελονιού. Άνετος. Πάντα αισθανόταν άνετα δίπλα της. Μέσα στο σπίτι της, ήταν σα να βρισκόταν στο δικό του σπίτι.
Η Άννα απέναντί του, στον άλλον καναπέ. Με τα πόδια μαζεμένα, σα γάτα. Στάση που έδειχνε πως ήταν σπίτι της, αλλά, ταυτόχρονα, πως κρατούσε μια στάση αμυντική απέναντι στον Γιώργο. Δεν έπινε τίποτα. Μόνον άκουγε:
«Εσύ εντάξει… Ξέφυγες. Γλίτωσες από αυτόν το μαλάκα, από το κύκλωμα, από όλες αυτές τις μαλακίες. Ξέφυγες, μια για πάντα…»
«Αν ήθελες, θα ξέφευγες κι εσύ»…
«Δεν είναι έτσι, ρε Άννα και το ξέρεις. Δεν είχες, μόνον, τη θέληση. Είχες και τα φράγκα»…
«Δε βοηθάνε τα φράγκα, Γιώργο. Αντίθετα, σε ρίχνουν πάλι μέσα στα σκατά. Σε κυνηγάνε όλοι, από το κύκλωμα, όταν ξέρουν ότι θα στα πάρουν. Γιατί, το ξέρεις, όλη η ιστορία είναι για τα φράγκα…»
«…για το μπακίρι, ναι. Αλλά βοηθάνε, ρε Άννα. Θα μπορούσα να φύγω, να πάω αλλού, στην Αθήνα, στο Βόλο, στη Λάρισα. Ακόμη και σε κάποιο νησί»…
«Δεν ήσουν έτοιμος»…
«Ποτέ δε θα ΄μαι. Θα με κυνηγάει, για πάντα, η πρέζα. Η μαστούρα. Δε θα ξεφύγω ποτέ από την ξεφτίλα. Ειδικά όσο υπάρχει αυτός ο μπάσταρδος»…
«Εσύ του επέτρεψες να κάνει τη ζωή σου μουνί…»
«Και τι να κάνω, ρε Άννα; Να τον σκοτώσω; Ξέρεις τι έγινε πριν λίγο»;
«Τι έγινε; Σε απείλησε πάλι»;
«Μακάρι… Αλλά πού… Γύρισα στο σπίτι του και τον βρήκα να γαμάει την Τίνα»…
«Την πιτσιρίκα»;
«Ναι! Όπως τότε. Θόλωσα, το καταλαβαίνεις»;
«Άσε ρε Γιώργο. Και τι έκανες»;
«Τι θα μπορούσα να κάνω»;
«Ακριβώς αυτό, Γιώργο. Τίποτα. Ποτέ δεν έκανες τίποτα. Ούτε όταν με γαμούσε εμένα, ούτε τώρα, που γαμάει την πιτσιρίκα. Αν την αγαπάς, πρέπει να κάνεις κάτι»…
«Μη μιλάς έτσι»…
«Έτσι είναι, Γιώργο. Είτε το θες , είτε όχι, έτσι είναι. Αυτός ο άνθρωπος, μου γάμισε τα νιάτα. Μου πήδηξε την εφηβεία. Κι αυτό, επειδή δεν είχες τα αρχίδια να τον σταματήσεις. Ούτε εγώ, φυσικά, είχα τα αρχίδια…»
Ο Γιώργος είχε χαμηλώσει το βλέμμα. Όλα αυτά ήταν κάτι που ήθελε να ξεχάσει. Άκουσε με ανακούφιση τον ήχο του κινητού του. Το έβγαλε από την τσέπη του και είδε ποιος τον καλούσε. Έκανε έναν μορφασμό, σα να ήθελε να δείξει πως, τέτοια ώρα, δεν ήθελε να τον διακόψει κανείς.
«Η Τίνα»…
Το σήκωσε:
«Έλα…»

«Τι»!

«Πού είσαι τώρα»;

«Έρχομαι»!
Έκλεισε το τηλέφωνό του. Ήταν άσπρος. Η Άννα τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Ένας σταρχιδιστής σαν τον Γιώργο, σπάνια τρόμαζε.
«Τι έγινε»;
«Η Τίνα»…
«Ε, τι»;
«Σκότωσε τον Θάνο»…
Έμεινε αποσβολωμένη. Ήθελε να ρωτήσει ένα σωρό πράγματα. Πώς; Πότε; Γιατί; Αν και στην τελευταία ερώτηση, γνώριζε την απάντηση. Τελικά, το μόνο που είπε, ήταν μια διαπίστωση:
«Τελικά, τα αρχίδια τα είχε η πιτσιρίκα»…
«Πρέπει να πάω να τη βρω».
«Φυσικά. Και θα έρθω κι εγώ μαζί σου».


-----------------


Ο Παντάκης είχε μπροστά του τον Τάκη Λουκάκο. Ένα ρεμάλι και μισό. Ένας κάγκουρας, που το μόνο που ήξερε ήταν να οδηγεί φτιαγμένα αυτοκίνητα. Να κάνει κόντρες για να βγάζει κανένα φράγκο, από τα στοιχήματα. Είχε μάθει για τον πιτσιρικά, από την πιάτσα. Ακόμη και εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, δεν είχαν να πουν ούτε μία καλή κουβέντα. Από τους χαρακτηρισμούς, όμως, του είχαν μείνει δύο, που είχε ακούσει στο μπαρ όπου σύχναζε ο Λουκάκος. Τους είχε πει ο μπάρμαν: «χέστης και τσικιρικιτζής».
«Τι εννοείς»;
«Τι σκατά μπάτσος είσαι εσύ που δεν ξέρεις τι είναι χέστης και τι τσικιρικιτζής»…
«Παναγιώτη, για το χέστης ξέρω. Για το τσικιρικιτζής, έχω μια αμφιβολία»…
Πετάχτηκε ο Θεοδοσίου, που είχε γίνει σκιά του Παντάκη, τις τελευταίες μέρες:
«Μικροαπατεώνας, κύριε διοικητά»…
«Εντάξει Παντελή… Θα πας μπροστά. Θύμισέ μου να σε προτείνω για προαγωγή»…
Ο ασφαλίτης ψιλοχαμογέλασε. Ο μπάρμαν δεν έκρυψε κι αυτός ένα χαμόγελο. Προσπάθησε να κάνει χιούμορ:
«Ρε Παντελή, φέρε τον έλεγχο να σου βάλω άριστα»…
Ο Παντάκης τους επανέφερε:
«Παναγιωτάκη, πες μου παιδί μου, κάθε πότε έρχεται ο Λουκάκος εδώ»;
«Κάθε μέρα. Λες και δεν πληρώνει νοίκιο στο σπίτι του… Α, κατά φωνήν…»
Στην πόρτα ήταν ο Λουκάκος. Κι έτσι ήρθε, πρόσωπο με πρόσωπο, με τον Παντάκη. Κι ο διοικητής της Ασφάλειας κατάλαβε, αμέσως, τι σήμαινε «τσικιρικιτζής»…

----------------


Η Τάνια είχε ντυθεί άρον-άρον. Έκλαιγε, με λυγμούς, συνέχεια. Το κορμί του Θάνου ήταν, σχεδόν κομμένο στα δύο, μπρούμυτα στο μπάνιο. Αίματα και γυαλιά, ήταν σκορπισμένα παντού.
Η Τάνια ήταν χάλια. Τα μαλλιά της ανακατεμένα, η σκιά ακολουθούσε την πορεία που χάραζαν τα δάκρυά της στα μάγουλά της. Είχε φάει το μισό κραγιόν. Ένα νύχι της είχε σπάσει και δεν έβρισκε πουθενά το στριγκ της. Η μύτη της έτρεχε κι όλα είχαν γίνει ένα με τα δάκρυά της. Σκούπισε το πρόσωπό της με την ανάποδη του χεριού της και ξανάβαλε τα κλάμματα.
Τη διέκοψε το κουδούνι της πόρτας. Σχεδόν πετάχτηκε πάνω. Κοίταξε, όπως το κυνηγημένο ζώο, δεξιά κι αριστερά. Έπειτα, άρπαξε το πιστόλι. Το ίδιο όπλο με το οποίο είχε πυροβολήσει το Θάνο και τον είχε κάνει να χάσει την ισορροπία του και να γίνει σουβλάκι στα τζάμια της ντουζιέρας. Προχώρησε αργά προς την πόρτα.
«Γιώργο»;
«Εγώ είμαι! Άνοιξε»!
Άνοιξε ανακουφισμένη. Έπεσε στην αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει. Έτρεμε. Πίσω από τον Γιώργο μπήκε η Άννα. Κοίταξε, από πάνω μέχρι κάτω την Τϊνα κι έπειτα άρχισε να περιεργάζεται το σπίτι. Στο τέλος, μουρμούρισε:
«Δεν άλλαξαν και πολλά πράματα εδώ»…
Τότε η Τίνα κατάλαβε πως ο Γιώργος δεν είχε έρθει μόνος. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, περιεργάστηκε την Άννα και, με μια φωνή που πνιγόταν στους λυγμούς, ρώτησε;
«Ποια… ποια είναι αυτή»;
Ο Γιώργος ανέλαβε τις συστάσεις:
«Άννα… Άννα, η Τίνα, που σου έχω πει»…
«Κατάλαβα… Θα έπρεπε να ήμουν ηλίθια για να μην καταλάβω».
Η Τίνα πετάχτηκε στη μέση:
«Ποια Άννα; Τι της έχεις πει»;
«Ηρέμησε μωρό. Κάτσε, πρώτα, να δούμε τι ζημιά έκανες»…
Ο Γιώργος μπήκε στο μπάνιο. Η Άννα έσκυψε προς το μέρος της Τίνας:
«Είμαι η πρώην… Αλλά μην ανησυχείς, χάρισμά σου ο λεβέντης. Κάτσε, τώρα, να δούμε πώς θα ξεμπλέξεις»…
Μέσα από το μπάνιο ακούστηκε ένα σφύριγμα –του Γιώργου. Κι έπειτα, φώναξε:
«Μπράβο ρε Τίνα! Πώς τα κατάφερες όλα αυτά; Θέλω κανένα τετράωρο για να τα συμμαζέψω»!
Η Τίνα φαινόταν σα χαμένη:
«Τι εννοεί; Τι θα συμμαζέψει; Ποια πρώην;»
Η Άννα ανέλαβε τις εξηγήσεις:
«Λοιπόν, μικρή μου, εσύ είσαι ακόμη στο νηπιαγωγείο. Άρθρο πρώτο: Θα συμμαζέψει τις ζουμιές και τα πτώματα, που γέμισες τον τόπο. Άρθρο δεύτερο: Η πρώην του Γιώργου. Αλλά και του Θάνου. Βλέπεις, πριν αρχίσουν τα πάρε δώσε με τον σίγουρο θάνατο, όταν καπνίζαμε κανέναν μπάφο, τα παλικάρια ήταν κολλητοί κι εγώ, γκόμενα του μεγάλου. Αλλά ο μεγάλος, Θεός σχωρέσ’ τον, ήταν ένα αρχίδι και μισό. Γούσταρε να βαράει, να πηδάει και να κονομάει. Μας έμπλεξε στα σκατά, πρώτα έφερε χαπάκια από την αλλοδαπή, μετά ηρωίνη και, τέλος, κόκα. Κι επειδή του άρεζε να μου φέρεται σα σκουπίδι, τον παράτησα για τον Γιώργο. Αυτά είναι αρκετά για αρχή…»
Η Τίνα ήταν πιο χαμένη από πριν. Εκεί που είχε βάλει σε μια σειρά το κουβαράκι που είχε στο κεφάλι της, εκεί που το πήρε απόφαση ότι είχε καθαρίσει τον Θάνο, κι είχε ζητήσει τη βοήθεια του Γιώργου, της έρχονταν τα πάνω, κάτω. Ο γκόμενός της, ήρθε να τη βοηθήσει με την πρώην γκόμενά του! Ακόμη και για ΄κείνην, ήταν too much όλα αυτά. Σκέφτηκε να τα ξεκαθαρίσει όλα.
«Γιώργο, έλα ΄δω σε παρακαλώ»!
Το ύφος της δεν έπαιρνε πολλά – πολλά. Μαλάκωσε, όμως, στη θέα του Γιώργου. Είχε ανασκουμπωθεί κι ήταν μέσα στα αίματα. Κρατούσε κι ένα ματωμένο βετέξ, το μάτι του είχε κάτι από τη λάμψη του ματιού του τυρανόσαυρου ρεξ στο τζουράσικ παρκ κι όταν την κοίταξε, αποφάσισε να το βουλώσει:
«Θες κάτι γλυκιά μου»;
«Όχι, όχι μωρό μου… Τι κάνεις»;
«Μπιντέ! Εσύ τι λες να κάνω»;
«Εντάξει Γιώργο μου… Απλά, θέλω να… δηλαδή… τι θα κάνουμε»;
«Εσύ, όχι πολλά. Εγώ έχω να σκεφτώ πού θα φυτέψω τον ερίφη. Κι η Αννούλα μας, τι θα πούμε στο boss”…
Η Άννα, που σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, περιεργαζόταν το σπίτι, μπήκε στην κουβέντα:
«Εμένα μη με μπλέκεις σ αυτά»…
«Και τι ήρθες να κάνεις, ρε Άννα; Να μας δείξεις το μπόι σου»;
«Να συμπαρασταθώ στην κοπέλλα»…
«Όπως βλέπεις, κυρία Φρόιντ, η πελάτισσα πάει πολύ καλά. Κι επειδή εσύ ξέρεις καλά το boss, άρχισε να σκέφτεσαι πώς θα του το φέρουμε, ότι το πρωτοπαλίκαρό του δεν είναι, πια, ανάμεσά μας και την αυριανή δουλειά θα την κάνουμε μόνοι μας».
«Εγώ δεν ξαναμπαίνω στα σκατά, Γιώργο»…
«Όπως μου έχεις πει πολλές φορές στο παρελθόν, Άννα, όλα είναι θέμα επιλογών. Κι εσύ επέλεξες να με ακολουθήσεις, σήμερα. Επέλεξες να επιστρέψεις»…

Συνεχίζεται
H φωτογραφία είναι δική μου. Το μοντέλλο είναι (πασί-)γνωστό

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Όλα εδώ πληρώνονται

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Στον κύκλο της νεκρής υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών». Πίσω από το εμπόριο ναρκωτικών φέρεται αναμεμιγμένος ο πολιτικός εχθρός του βουλευτή, επιχειρηματίας Κώστας Χατζηαναγνώστου, ο οποίος συνδιαλέγεται με το Θάνο. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ αλλά όταν επιστρέφει στο σπίτι του Θάνου βρίσκει τον τελευταίο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα.


Από εκεί που βρισκόταν τα έβλεπε όλα. Ο Θάνος έμπαινε και ξανάμπαινε, βίαια, στην Τίνα. Εκείνη φαινόταν πολύ αδύναμη, για να προβάλει κάποια αξιόλογη αντίσταση. Κάτι προσπαθούσε να κάνει, αλλά τα χέρια της έπεφταν στο πλάι, ξεψυχισμένα.
Ο Γιώργος έκανε ένα βήμα πίσω κι ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο. Του ερχόταν να μπει μέσα, εκείνη τη στιγμή, να βγάλει το πιστόλι και να το αδειάσει πάνω στον Θάνο. Το είχε ξανανιώσει, κάποτε, αυτό το συναίσθημα. Τότε, με την Άννα… Μόνον που η Άννα δεν αντιστέκονταν…
Βγήκε έξω. Είδε το αυτοκίνητο του Θάνου και θυμήθηκε ότι δεν είχε δικό του, αφού μόλις είχε ξεφορτωθεί το τζιπ. Μπορούσε να πάει στο γκαράζ και να πάρει ένα άλλο, από τις «κούκλες» του Θάνου, αλλά δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει το κολλητάρι του, τώρα. Περπάτησε προς το δρόμο κι από εκεί προς τον περιφερειακό. Που και που έστριβε το κορμί του, να δει αν ερχόταν κάποιο ταξί. Τελικά, ενώ περπατούσε κι είχε φθάσει κοντά στο τούνελ της Τούμπας, κάλεσε ταξί από το κινητό του τηλέφωνο.


-------



Ο Παντάκης περίμενε στο λίβινγκ ρουμ μιας βίλας, στη Θέρμη. Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγαλύτερο από το διαμέρισμά του. Στο βάθος έπαιζε, αδιάφορα, μια 40άρα πλάσμα. Ειδήσεις, στο CNN. Ήταν η εκπομπή για τα επιχειρηματικά νέα. Τι σύμπτωση, σκέφτηκε.
«Ο κύριος έρχεται»…
Η υπηρέτρια, που πέρασε από μπροστά του, του θύμισε σκηνή από τη Δυναστεία. Ή από κάποια κακή ταινία του Χόλιγουντ.
«Κλισέ», μουρμούρισε, όπως την είδε μέσα στην ασπρόμαυρη στολή της.
Ακούστηκαν βήματα στις σκάλες. Βαριεστημένος κατέβηκε ένας νεαρός. Μακρύ μαύρο μαλλί, φράντζα, σκουλαρίκι στο κάτω χείλος, βαμμένα μαύρα μάτια, ασημένια δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μαύρη μπλούζα με μια στάμπα που έμοιαζε περισσότερο με γκράφιτι.
«Με θες»;
«Ο Διονύσης Στάκας»;
«Ναι»…
«Τότε σε θέλω»!
«Ακούει»…
«Στο όρθιο»;
«Άμα θες, κάτσε»…
«Μπορεί να αργήσουμε»…
«Τότε να κάτσω κι εγώ».
Κάθισαν. Ο ένας απέναντι στον άλλον, βυθίστηκαν στις δυο πολυθρόνες, σε μικρή απόσταση από την τεράστια τηλεόραση. Ο Διονύσης πήρε το τηλεκοντρόλ κι άρχισε να κάνει ζάπινγκ.
«Είσαι φίλος της Παπαθεοδώρου»;
«Της Ντίνας; Ναι. Και λοιπόν»;
«Δεν είπα ότι σημαίνει κάτι αυτό… Απλά, επειδή η κοπέλα σου είχε ένα ατύχημα, προσπαθούμε να δούμε τι συνέβη και ποιος ευθύνεται. Δε σε ενδιαφέρει αυτό»;
«Φίλε, η Ντίνα ξέφυγε από το σώμα της. Έστω κι έτσι. Τυχερή Ντίνα… Εγώ ψάχνω τον τρόπο να ακολουθήσω»…
Ο Παντάκης κρατιόταν μετά βίας. Ο Διονύσης, απέναντί του, το έπαιζε ιδιαίτερα αδιάφορος στην ιδέα του θανάτου. Αλλά ήταν σίγουρος πως το μόνο επικίνδυνο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του, ήταν όταν έβαλε στην πρίζα το ipod του, για να φορτίσει τις μπαταρίες. Για το κινητό του, δεν ήταν σίγουρος. Μάλλον του το φόρτιζε η υπηρέτρια που είχε περάσει, νωρίτερα, μπροστά του.
«Δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτό»;
«Δεν πιστεύω στην τιμωρία. Πονάω για την κακία του, αλλά δεν μπορώ να του κάνω κάτι. Άλλοι θα τον τιμωρήσουν για ό,τι έκανε –κι όχι εσύ κι οι όμοιοί σου».
Αυτό παραπήγαινε για τον Παντάκη. Με μια κίνηση είχε βρεθεί πάνω από τον Διονύση. Του είχε πιάσει το κεφάλι, με το χέρι του, από το μάγουλο και έσφιγγε τη λαβή του, ενώ του μιλούσε. Το τηλεκοντρόλ έπεσε από τα χέρια του μικρού και στην τηλεόραση έμεινε ένα βίντεο κλιπ, στο MTV, να συνοδεύει τη χορογραφία, όπως τα σάουντρακ στις ταινίες:
«Άκου εδώ, κωλόπαιδο! Δεν το ΄χω σε τίποτα να σε χώσω μέσα, για ανθρωποκτονία! Το κατάλαβες»;
«Κάτσε ρε φίλε… Τι ανθρωποκτονία; Για ένα τροχαίο; Εντάξει, στεναχωρήθηκα για τη Ντίνα, αλλά όχι και να πέσω ανάσκελα! Εξάλλου, είχαμε χωρίσει»!
Ο Παντάκης άφησε το Διονύση και σηκώθηκε. Έσιαξε το σακάκι του, τον κόμπο της γραβάτας του και, με μειλίχιο ύφος, ρώτησε τον Διονύση:
«Μήπως ξέρεις, αγόρι μου, με ποιον έβγαινε η Παπαθεοδώρου»;
«Τι να πω, ρε… Είσαι ψυχασθενής! Με κάποιον Τάκη Λουκάκο. Ένα μαλάκα κάγκουρα, που κάνει κόντρες στην Περαία. Να μη σου πω ότι αυτός την χτύπησε με το αυτοκίνητο και την πέταξε στα σκουπίδια»…
«Και πότε χωρίσατε»;
«Έχει καιρό»…
«Και πώς δεν είπες τίποτα στη μάνα της, ή στους δικούς σου»;
«Πρώτα, δεν είναι δουλειά τους. Κι έπειτα, αυτός ο μαλάκας δεν ήταν σόι».
«Δηλαδή»;
«Κυκλοφορούσε με μαχαίρι, απειλούσε… Τέτοια… Την έπεφτε σ όλη την παρέα, ήθελε σώνει και καλά να τον βάζουμε στα σπίτια μας. Μάλλον για να αρπάζει κανένα χρυσαφικό»…
«Και πώς κόλλησε μαζί του η Παπαθεοδώρου; Εσύ εδώ μου περιγράφεις έναν άφραγκο αλητάκο»…
«Η Ντίνα μπορεί να ήταν φραγκάτη, αλλά δεν ήταν ποτέ σαν εμάς, τους υπόλοιπους. Την τραβούσε η ξεφτίλα… Το περιθώριο. Μας τραβούσε, δεξιά κι αριστερά, σε κάτι περίεργα events. Δε λέω, είμαστε σκοτεινοί τύποι, όμως άλλο ο πεσιμισμός κι άλλο η παρακμή. Ίσως γι αυτό να μπήκε στην παρέα μας και να έδιωξε τον Ντάνο».
«Τον Ντάνο»;
«Τον Μαρκάλη. Γιο του επιχειρηματία. Τα είχαν πριν δυο χρόνια. Πριν από ΄μένα».
Ο Παντάκης σημείωσε και τα δυο ονόματα στο καρνέ του. Έφυγε, χωρίς να ευχαριστήσει το Διονύση. Κάτι του έλεγε ότι θα τον ξαναέβλεπε σύντομα.

-----------------------------------


Το ταξί σταμάτησε στο στενό δρόμο των Σαράντα Εκκλησιών, μπροστά από μία πολυκατοικία του ΄70. Ο Γιώργος βγήκε, πλήρωσε και μπήκε στην είσοδο, χωρίς να περιμένει τα ρέστα. Ο ταξιτζής έκανε μια χειρονομία με το χέρι του, σα να τον ευχαριστούσε στα μουγκά κι έφυγε πατώντας μαλακά το γκάζι.
Ο Γιώργος πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Με έναν θόρυβο άναψε το φως της καμπίνας και το έμβολο της πόρτας, που δε βρήκε αντίσταση, τον ειδοποίησε πως ο θαλαμίσκος ήταν στο ισόγειο. Μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί του δεύτερου.
Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Τρεις πόρτες, καλά κλεισμένες, το μωσαϊκό στο πάτωμα και ο φουσκωμένος, από την υγρασία, τοίχος, συμπλήρωναν το ντεκόρ. Στράφηκε στην πόρτα ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι. Ένας βραχνός ήχος ακούστηκε, που θύμιζε κουδούνια άλλης δεκαετίας. Ελαφρά πατήματα ακούστηκαν πίσω από την πόρτα. Ένα ξύσιμο στο ξύλο… Τον παρατηρούσε από το ματάκι. Βαθύς αναστεναγμός. Η πόρτα άνοιξε, σιγά, απαλά. Η Άννα…


------


Ο Θάνος σηκώθηκε πάνω από το γυμνό κορμί της Τίνας. Η μικρή βογκούσε. Γυμνός ο Θάνος, περπάτησε παραπατώντας προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα κι άφησε το νερό να πέσει πάνω του. Έκλεισε τη γυάλινη πόρτα της καμπίνας.
Η Τίνα σηκώθηκε κι αυτή, με κόπο. Προσπάθησε να ισορροπήσει. Έκανε δυο βήματα κι έπεσε εκεί που είχε αφήσει τα ρούχα του ο Θάνος. Το χέρι της ακούμπησε σε κάτι κρύο. Το πιστόλι του. Το σήκωσε. Έκανε, πάλι, να πατήσει στα πόδια της, αλλά της ήταν αδύνατο. Δεν είχε συνέλθει, ακόμη, από την πρέζα.
Με το πιστόλι στα χέρια μπουσούλησε προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα, στα τέσσερα. Σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε το Θάνο, πίσω από το θαμπό τζάμι. Πυροβόλησε.
Ο Θάνος πρώτα ξαφνιάστηκε κι έπειτα ένοιωσε ένα κάψιμο στο δεξί μέρος του στομαχιού του. Τα τζάμια της καμπίνας του μπάνιου είχαν πέσει θρύψαλα στα πόδια του. Έβαλε το χέρι του, με ένα βογκητό, εκεί που αισθανόταν το κάψιμο. Αίμα. Κοίταξε απορημένος την Τίνα, που ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και πάσχιζε να ξανασηκώσει το πιστόλι. Προσπάθησε με μια δρασκελιά να φθάσει στο μέρος της. Γλίστρησε. Έπεσε με την κοιλιά πάνω στα θρύψαλα της καμπίνας. Ένα κομμάτι γυαλί, όρθιο σα σπαθί, διαπέρασε το σώμα του.
Η Ντίνα πυροβόλησε και πάλι. Πέτυχε τα πλακάκια, πάνω από το άψυχο κορμί του Θάνου.



Συνεχίζεται…

Ο πίνακας, πασίγνωστος: Η Δολοφονία του Μαρά, του Ζακ Λουί Νταβίντ

Παλιοί λογαριασμοί

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Πίσω από το εμπόριο ναρκωτικών φέρεται αναμεμιγμένος ο πολιτικός εχθρός του βουλευτή, επιχειρηματίας Κώστας Χατζηαναγνώστου, ο οποίος συνδιαλέγεται με το Θάνο. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ με το οποίο παρέσυρε την κοπέλα, την ίδια στιγμή που ο επιθεωρητής Παντάκης αναζητά στοιχεία στο περιβάλλον της και ανακαλύπτει ότι ήταν υιοθετημένη.


Αισθανόταν ανάλαφρος. Σα να περπατούσε πάνω σε σύννεφα. Είχε φύγει αυτό το βάρος από πάνω του. Είχε δώσει το τζιπ στο Γύφτο και, πλέον, οι σχέσεις του με το Θάνο θα ήταν, πάλι, μέλι και ζάχαρη. Χαμογελούσε. Περπατούσε στους δρόμους του Δενδροποτάμου και χαμογελούσε. Οι τσιγγάνοι κοιτούσαν τον μπαλαμό με το ακριβό κοστούμι και το χαμόγελο. Έσκυβαν, ο ένας στον άλλον και ψιθύριζαν.
Κάποια τσιγγανόπουλα έπαιζαν με ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο. Ένα καθόταν στη σκωροφαγωμένη σέλα και τα άλλα το έσπρωχναν. Το ποδήλατο δεν είχε πετάλια, ούτε αλυσίδα. Μόνο ρόδες και σκελετό.

Από μια παράγκα ακουγόταν τσιφτετέλια. Ξεχώρισε τη φωνή του Παϊτέρη, από το cd player. Θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκείνος, βέβαια, άκουγε Αγγελόπουλο. Τον μεγάλο, τον Μανώλη. Όχι το γιο. «Τα μαύρα μάτια σου», και κάτι άλλα, «ψυχοπονιάρικα», όπως τα έλεγε ο γέρος του.
Έξω από την παράγκα, δυο κορίτσια, ντυμένα με τα τσιγγάνικα, πολύχρωμα φορέματα, χόρευαν. Το ένα θα ήταν δε θα ήταν δώδεκα χρονών, αλλά κουνιόταν υπέροχα. Καθώς περπατούσε, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της.
Μια γριά τσιγγάνα, στην είσοδο της παράγκας, τον κοίταξε άγρια. Στράφηκε αλλού, του έφυγε και το χαμόγελο και τάχυνε το βήμα του.
Τότε κατάλαβε πού βρισκόταν.
Σε λίγο είχε βγει από τις παράγκες και βάδιζε στους δρόμους με τα σπίτια. Εδώ έμεναν άλλου είδους τσιγγάνοι. Σπιτωμένοι. Με δουλειές –του ποδαριού, βέβαια, αλλά δουλειές. Με παιδιά σε σχολεία. Αυτοί που ίδρυσαν συλλόγους, ομάδες, που παίρνουν μέρος στις εκλογές, που φωνάζουν για γκετοποίηση και ίσα δικαιώματα.
Σε αυτά τα σπίτια μένει κι ο Θανάσης, ο Γύφτος, που είχε ανοίξει τις δουλειές με τους Βούλγαρους, με τα αυτοκίνητα μαϊμούδες. Όμως οι ρίζες του ήταν στις σκηνές και τις παράγκες κι εκεί είχε το μαγαζί του. Εκεί που η αστυνομία έμπαινε δύσκολα. Και για να μπει, περνούσε πρώτα από χαρακώματα και φυλάκια.

Την ώρα που περνούσε από ένα φυλάκιο –μια καβάτζα δίπλα σε μια αυλή, με μια πολυθρόνα γραφείου, μαζεμένη από τα σκουπίδια, ένα τραπεζάκι και ένα τασάκι πάνω του, ο φρουρός –ένα αγόρι γύρω στα δέκα- έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο από την τσέπη και σχημάτισε έναν αριθμό. Έδωσε αναφορά στον αρχηγό της συμμορίας του, ότι ο μπαλαμός, που είχε φέρει το τζιπ, έφευγε από την περιοχή τους.

Ο Γιώργος βγήκε στον κεντρικό δρόμο. Βρήκε, αμέσως, ταξί. Μπήκε μέσα:

«Ελαιώνες»!

Σε κανένα 20λεπτο θα ήταν στο σπίτι του Θάνου. Επιτέλους, είχε ξεφορτωθεί το τζιπ και μπορούσαν να αρχίσουν την επιχείρηση.

---------------------

Ο Παντάκης στεκόταν σαστισμένος. Είχε, μπροστά του, ένα χαρτί και το κοιτούσε, ξανά και ξανά. Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο του η Πρήχα.
«Τι έγινε»;

«Δε χτυπάς ποτέ, εσύ»;

«Όταν μπαίνω στο γραφείο κάποιου ανώτερού μου… Λοιπόν»;
«Λοιπόν, μπλέξαμε…»
«Τι ενοείς»;

«Δες και μόνη σου»!
Της πρότεινε το χαρτί. Εκείνη το πήρε, με μια απότομη κίνηση κι άρχισε να διαβάζει μουρμουρίζοντας ακατάληπτα. Σε κάποια στιγμή, είπε δυνατά:
«Ωραία! Ο μισός επιχειρηματικός κόσμος της Θεσσαλονίκης και το ένα τρίτο της Βουλής και της κυβέρνησης»!
«Τι περίμενες»;
«Μα καλά, έναν φίλο εκτός πολιτικής, εκτός επιχειρήσεων, δεν είχε αυτό το κορίτσι»;
«Και να είχε, κυρία γενικe, δε μας το λένε»…
«Πιστεύεις ότι κάτι κρύβουν»;

«Ίσως ναι. Ίσως, πάλι, δε θέλουν δημοσιότητα. Να μαθευτεί ότι ένας κυβερνητικός βουλευτής, είχε μια κόρη υιοθετημένη, χωρίς να το ξέρει κανείς –ή σχεδόν κανείς- και κάποιος τη μαχαίρωσε, την έσερνε με ένα αυτοκίνητο κι έπειτα την πέταξε στη θάλασσα με τσιμενταρισμένα άκρα. Για μπες στη θέση τους»…

«Δεν ξέρω, Μίλτο. Εγώ στη θέση τους θα σκύλιαζα, για να βρω ποιος σκότωσε το παιδί μου».
«Το υιοθετημένο σου παιδί»;

«Ναι, γιατί όχι; Για να υιοθετήσει, κάποιος, Παντάκη, πάει να πει ότι θέλει να γίνει γονιός. Ότι δεν έγινε από τύχη, μια νύχτα που τους είχαν κόψει το φως, ή, επειδή δεν έβρισκε προφυλακτικά. Αλλά έγινε γονιός επειδή το ήθελε και δεν είχε άλλον τρόπο»!
«Εντάξει, εντάξει… Με έπεισες. Αλλά πες μου, τώρα, εσύ, έναν τρόπο να αρχίσω»…

«Γι αυτό πληρώνεσαι από τον δημόσιο κορβανά, Παντάκη! Για να βρεις έναν τρόπο να αρχίσεις, να συνεχίσεις και να τελειώσεις»!

«Κοίτα, Κατερίνα… Θα πρέπει να ενοχλήσω διάφορους»…

«Ενόχλησε όποιον θέλεις. Ο υπουργός είναι ενημερωμένος. Και ζήτησε…»
«…ξέρω, ξέρω… Να μπει το μαχαίρι στο κόκαλο, να χυθεί άπλετο φως, να λάμψει η αλήθεια… Έχω κι εγώ τηλεόραση στο σπίτι μου, κυρία γενικέ»…
«Δεν περίμενα ότι την ανοίγεις, Παντάκη»…

«Καμιά φορά… Όταν είμαι μόνος τις νύχτες»…

«Δηλαδή, δεν την κλείνεις και ποτέ σου»…

«Μμμμ! Μ αρέσει! Δηλητήριο! Είχα καιρό να το νοιώσω»…

«Άσε τους θεατρινισμούς! Ως το βράδυ θέλω κάτι. Ακούς»;

«Όπως διατάξατε»!
«Αδιόρθωτος… Σαν τον»…
Σταμάτησε απότομα. Σαν τον Κώστα, θα έλεγε. Αλλά αυτή ήταν μια ιστορία που την πονούσε. Μια ιστορία που πονούσε, ακόμη περισσότερο τον Μίλτο.
Σαν τον Κώστα, θα έλεγε. Ο Μίλτος είδε να περνάει από μπροστά του, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, όλη εκείνη η νύχτα: Η Ελένη, ο Κώστας, εκείνος ο ψυχασθενής που είχε μακελέψει ό,τι έβρισκε σε θηλυκό, η αυτοκτονία, η εισβολή, ο βίαιος θάνατος ενός δολοφόνου… Φωνές, φασαρία, πυροβολισμοί, ένα ταχύπλοο του λιμενικού με πάνοπλους άνδρες των ΕΚΑΜ, το πτώμα της Ελένης με τα μάτια ορθάνοιχτα στο κενό, το διάτρητο πτώμα του δολοφόνου, η τρύπα στον κρόταφο του Κώστα, το ξεραμένο αίμα…
«Παντάκη, περιμένω αποτελέσματα»…

Η φωνή της Κατερίνας δεν ήταν σκληρή. Αντίθετα. Σα να έτρεμε.
Ο Μίλτος πήρε το χαρτί και βγήκε στο διάδρομο. Στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου του, η γενική διευθύντρια της αστυνομίας τον παρακολουθούσε με το βλέμμα της. Της φώναξε:

«Σε τέσσερις ωρίτσες θα έχεις ό,τι θες! Παίρνω τον Θεοδοσίου μαζί μου»!

Άνοιξε μια πόρτα στο διάδρομο. Η επιγραφή έγραφε: Υποδιεύθυνση Εγκλημάτων Κατά της Ζωής. Ο Θεοδοσίου, ένας νεαρός, ψηλός, μελαχροινός, με μυώδες κορμί, είχε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και διάβαζε εφημερίδα. Τινάχθηκε όρθιος με το που είδε τον προϊστάμενό του. Ο Παντάκης τον κοίταξε κι έπειτα έκανε, δήθεν αυστηρά:

«Παντελή, τσακίσου! Φόρα πιστόλι, σακάκι και πίσω μου»!

«Μάλιστα»!

Ο νεαρός ασφαλίτης πήρε το πιστόλι του, που ήταν περασμένο σε μια πλαστική θήκη με σκρατς και λουριά και το φόρεσε, κάτω από τη μασχάλη του. Με γρήγορες κινήσεις άρπαξε το σακάκι του και ακολούθησε τον προϊστάμενό του στο διάδρομο.


---------------

Ο Θάνος μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι. Βρήκε την Τίνα να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού, με μια μικροσκοπική φούστα και μια μπλούζα που άφηνε να φαίνεται ο αφαλός της. Έβγαλε σακάκι και παντελόνι, με αργές κινήσεις. Ύστερα πλησίασε την μικρή. Τη γύρισε μπρούμυτα. Εκείνη ήταν πολύ μαστουρωμένη για να αντιδράσει.
Ο Θάνος κοίταξε αριστερά του, στο τραπεζάκι του σαλονιού. Υπήρχαν, ακόμη, υπολείμματα κόκας. Χαμογέλασε. Της κατέβασε το εσώρουχο. Η Τίνα καταλάβαινε, πια, τι γινόταν. Προσπάθησε να συγκρατήσει το εσώρουχό της. Δεν είχε δύναμη. Ο Θάνος της το έσχισε βίαια. Το πέταξε στο πάτωμα κι έβγαλε και το δικό της εσώρουχο.
Εκείνη προσπαθούσε, πλέον, να τον χτυπήσει. Μάταια. Δεν είχε την παραμικρή αντοχή. Δεν μπορούσε, καν, να σφίξει τις γροθιές της.

«Κάτσε ήσυχη, μωρή πουτάνα»!

Τη χτύπησε στο κεφάλι. Η Τίνα ζαλίστηκε περισσότερο. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Τα χέρια της παράλυσαν κι έπεσαν στο πλάι. Ο Θάνος της ανασήκωσε τους μηρούς. Μπήκε βίαια μέσα της, φωνάζοντας:

«Έτσι»!


--------------

Το ταξί του Γιώργου σταματούσε έξω από το σπίτι του Θάνου, στους Ελαιώνες. Ο Γιώργος κατέβηκε κι είδε την μπέμπα του Θάνου παρκαρισμένη όπως – όπως, από έξω. Ανέβηκε σιγά τα σκαλιά κι άνοιξε με τα κλειδιά του. Πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, άκουσε φασαρία από το σαλόνι:
«Κάτσε ήσυχα μωρή πουτάνα»!

Ήταν η φωνή του Θάνου. Πλησίασε αργά, προς το σαλόνι. Πάγωσε…

Συνεχίζεται…



Ο πίνακας Gypsy Lady είναι του Giuseppe Tampieri

Η κυρία

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος, βαποράκι ναρκωτικών, παρασέρνει, με το τζιπ του, την κόρη του κυβερνητικού βουλευτή Παπαθεοδώρου. Με το φίλο του Θάνο, ντίλερ ναρκωτικών, την πετούν στη θάλασσα, αλλά το πτώμα εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής διαπιστώνει ότι η κοπέλα ήταν νεκρή –από μαχαιριές- πριν το τροχαίο. Γιώργος και Θάνος, με τη βοήθεια της φίλης του πρώτου, Τίνας, σχεδιάζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι –χωρίς να έχουν ιδέα για το μαχαίρωμα. Την ίδια στιγμή, ο πατέρας της νεκρής, παραδέχεται, μιλώντας στον αστυνομικό επιθεωρητή Παντάκη ότι είχε προηγούμενα με τον επιχειρηματία –και παράγοντα ποδοσφαίρου- Κώστα Χατζηαναγνώστου. Ο Χατζηαναγνώστου είναι ο άνθρωπος πίσω από την «εταιρία» του Θάνου. Ο Παντάκης, χωρίς να το γνωρίζει, αποφασίζει να μιλήσει με τους γονείς της νεκρής – η οποία ήταν υιοθετημένη.

Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ, ακριβώς απέναντι από τον Παντάκη. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν κόκκινα, σα να έκλαιγε πριν λίγο. Ο βουλευτής στεκόταν πίσω της, όρθιος. Και οι δυο κοιτούσαν τον Παντάκη σαν παρείσακτο. Πρώτος μίλησε ο Παπαθεοδώρου.
«Επιθεωρητά, απορώ. Για ποιο λόγο θέλατε να μας δείτε; Δε φθάνουν όσα τραβήξαμε»;
«Την κυρία ήθελα να δω, κύριε βουλευτά. Με ΄σας τα είπαμε…»
«Η Ελένη είναι κουρασμένη»…
Ο τόνος της φωνής της Ελένης Παπαθεοδώρου, δεν έδειχνε κούραση. Αλλά ούτε κι οδύνη:
«Εντάξει, Θεόφιλε… Δυο κουβέντες μπορώ να της πω στον επιθεωρητή».
Δεν είχε γυρίσει προς το μέρος του. Μίλησε με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να τον κοιτά. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα της στον Παντάκη και τον κοίταξε κατάματα:
«Λοιπόν»;
«Λοιπόν, προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε κάποια στοιχεία που να μας οδηγήσουν στο δράστη»…
«Δεν έχετε ιδέα, λοιπόν»…
«Ακριβώς… Το ξέρω ότι είναι άσχημο να παραδεχόμαστε κάτι τέτοιο, αλλά δε θα ήθελα να σας κοροϊδέψω».
«Ούτε κι εγώ θα το ήθελα, επιθεωρητά. Τη Ντίνα δεν τη γέννησα, αλλά ήταν το παιδί μας. Κάποιος σκότωσε το παιδί μας και θέλω να πληρώσει γι αυτό»!
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έλεγε αλήθεια. Όμως ο Παντάκης δεν είχε πεισθεί ακόμη. Πήρε βαθιά ανάσα και ρώτησε:
«Είχε εχθρούς η Ντίνα, κυρία Παπαθεοδώρου»;
«Τι εχθρούς να έχει ένα παιδί; Η Ντίνα ήταν, ακόμη, παιδί, κύριε… Αλήθεια, δε μου πάει το ‘επιθεωρητής’. Πώς να σας φωνάζω»;
«Επιθεωρητή Παντάκη»…
«Πολύ καλά… Επιθεωρητή Παντάκη… Η Ντίνα, λοιπόν, ήταν παιδί. Κι ως εκ τούτου, δεν είχε εχθρούς».
«Και φίλους»;
«Τι εννοείτε»;
«Φίλους… Σε ποιους κύκλους σύχναζε, με ποιους έβγαινε… Τέτοια πράγματα»…
«Υποψιάζεστε κάποιον από τον κύκλο μας, δηλαδή»;
«Δεν μπορώ να αποκλείσω κάποιον από τον κύκλο σας»…
«Οι φίλοι της Ντίνας είναι πρώτης τάξεως»…
«Δεν αμφιβάλω. Αλλά πάλι, θα ήθελα να ξέρω πού να βαδίσω. Κυρία μου, η κόρη σας δολοφονήθηκε άγρια. Κάποιος τη μαχαίρωσε και, έπειτα, την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που περνούσε από την περιοχή. Ή την μετέφερε κάπου και την πέταξε σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Αλλά ήταν νεκρή, όταν έγινε αυτό. Το μαχαίρι, δεν είναι όπλο που χρησιμοποιείται σε εκτελέσεις. Είναι όπλο εραστών, ή συγγενών. Επίσης, είμαστε σίγουροι ότι η κόρη σας δεν αντιστάθηκε»…
«Αρκετά»!
Είχε μπει στην κουβέντα ο Παπαθεοδώρου. Αλλά και πάλι, η σύζυγός του ήταν αυτή που, με ιδιαίτερη ψυχραιμία, έδωσε το λόγο στον Παντάκη:
«Δε χρειάζεται Θεόφιλε. Ο κύριος επιθεωρητής κάνει, απλά, τη δουλειά του. Θα το υποστούμε κι αυτό… Λοιπόν, επιθεωρητά, η Ντίνα είχε τέσσερις φίλους και δύο φίλες. Γνωστοί από τα χρόνια του γυμνασίου. Αυτή ήταν η παρέα της. Τα παιδιά, όλα πλούσιων οικογενειών, αναγκαστικά, δεν είχαν άλλες παρέες. Καταλαβαίνετε… Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν τη φιλία της, αλλά είχαμε μάθει στην Ντίνα να είναι εκλεκτική. Για να προστατευθεί. Για εκείνη»…
«Μπορώ να έχω ονόματα και διευθύνσεις»;
«Φυσικά. Αλλά θα μου κάνετε μια χάρη. Την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, θέλω να τη μάθω πρώτη, από εσάς. Μην με αφήσετε να τη διαβάσω στα ταμπλόιντ, ή να την δω στις μεσημεριάτικες εκπομπές».
«Θα σας ενημερώσω προσωπικά»…


------------------


Ο Γιώργος πάρκαρε το τζιπ έξω από το συνεργείο του Θανάση του γύφτου, στο Δενδροπόταμο. Ήταν κοινό μυστικό ότι ο Θανάσης δεν ασχολούνταν με επιδιορθώσεις, αλλά με διαλύσεις. Διέλυε σε κομμάτια τα αυτοκίνητα που του πήγαιναν τα κλεφτρόνια και, παλιότερα, τα πουλούσε έτσι, ως ανταλλακτικά, στις μάντρες των ανθρώπων του. Πλέον οι δουλειές είχαν ανοίξει. Έστελνε τα κομμάτια στο Σαντάνσκι κι εκεί, οι Βούλγαροι συνεργάτες του, έφτιαχναν ολοκαίνουργια αυτοκίνητα, με αλλαγμένους τους αριθμούς του σασί και της μηχανής. Μεταποίηση… Η αρχή της ελεύθερης οικιακής οικονομίας…
Μέσα στο συνεργείο δούλευαν, πυρετωδώς, τέσσερις νεαροί. Με τις οξυγονοκολλήσεις στα χέρια, έκοβαν πόρτες, μπάρες, ουρανούς, καπό, σασί… Το μαγαζί άστραφτε στις λάμψεις του οξυγόνου. Σπίθες πετάγονταν δεξιά-αριστερά.
Ο Γύφτος βγήκε από το γραφείο του –έναν χώρο του μαγαζιού, χωρισμένο με τζάμια. Φορούσε μια βρόμικη μπλε φόρμα εργασίας και σκούπιζε τα χέρια του με ένα στουπί. Ήταν κοντός, χοντρός και βρόμικος. Χαμογέλασε στο Γιώργο:
«Αφεντικό; Πώς από δω»;
«Γεια σου Θανάσαρε άρχοντα»!
Έδωσαν τα χέρια.
«Έμπα στο γραφείο. Έλα, να μιλήσουμε ήσυχα. Τσαμπούκαρε μέσα»!
Ο Γιώργος μπήκε πρώτος κι ο Γύφτος τον ακολούθησε. Ένας νεαρός τσιγγάνος καθόταν στον παλιό καναπέ, που ήταν καλυμμένος με ένα παλιό, κόκκινο και βρόμικο ριχτάρι.
«Γκιτ μπουρντά, Σερίφ! Έχουμε να μιλήσουμε»!
Στην προσταγή του Γύφτου, ο νεαρός σηκώθηκε, ράθυμα, έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στον Γιώργο και βγήκε στο μαγαζί. Πήγε κι έπιασε κουβέντα με έναν από τους εργάτες.
«Κάτσε»!
Ο Γιώργος, που δεν είχε, ακόμη, σκουπίσει το χέρι του, μετά τη χειραψία, κοίταξε ερευνητικά τον καναπέ. Μπορούσε να δει τη βρόμα να κόβει βόλτες στο ριχτάρι. Αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να προσβάλει τον Γύφτο, αν ήθελε να γίνει η δουλειά του. Εποίησε την ανάγκη φιλοτιμία και κάθισε.
«Για πες»…
«Θανάση, ήρθα για δουλειά»…
«Εμ, για τι θα ερχόσουνα στο Δενδροπόταμο; Για βεγγέρα; Χε χε»!
«Θέλω να ξεφορτωθώ το τζιπ»…
«Ποιο τζιπ; Αυτό που είναι απέξω»;
«Ναι»…
«Κλεμμένο το ΄χεις, μπρε»;
«Όχι, αγορασμένο, κανονικά. Με άδειες και φορολογικές ενημερώσεις».
«Σκατά! Αν ήταν κλεμμένο, πιο εύκολα θα την κάναμε τη δουλειά»…
«Ε, καλά τώρα… Αν ήταν κλεμμένο, τα ίδια θα μου έλεγες»…
Ο Γύφτος γέλασε.
«Άντε χαλάλι! Να σου δώκω πέντε χιλιάρικα, να στο πάρω, μπρε»…
«Ρε συ Θανάσαρε… Σοβαρολογείς; Πέντε χιλιάρικα; Ξέρεις πόσο κάνει»;
«Όσο και να κάνει, Γιωργάκη, εγώ κομμάτια θα το κάνω και σε κομμάτια θα το πουλήσω. Και θα στο σβήσω, κι όλας. Γιατί, για να το πουλάς εσύ, μπρε, πάει να πει ότι καίει. Σωστά»;
Έτσι ήτανε… Σωστά τα έλεγε ο Γύφτος. Κι ο Γιώργος ξανάνοιωθε φυλακισμένος, όπως όταν τον πίεζε ο Θάνος.


Συνεχίζεται…

Ο πίνακας Dinner Alone είναι του Fred Gibbons

Ο αρχηγός

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του κυβερνητικού βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Γιώργος και Θάνος, με τη βοήθεια της φίλης του πρώτου, Τίνας, σχεδιάζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι –χωρίς να έχουν ιδέα για το μαχαίρωμα. Την ίδια στιγμή, ο πατέρας της νεκρής, παραδέχεται, μιλώντας στον αστυνομικό επιθεωρητή Παντάκη ότι είχε προηγούμενα με τον επιχειρηματία –και παράγοντα ποδοσφαίρου- Κώστα Χατζηαναγνώστου, που, ίσως, ξεπλένει χρήμα.



Η ανοιχτή BMW του Θάνου διέσχιζε την περιφερειακή της Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση τη Χαλκιδική. Πήρε το δρόμο για Νέα Μουδανιά και, με το που πέρασε την αερογέφυρα της Θέρμης, κρατήθηκε στα δεξιά, παρά την επιθυμία του οδηγού να πατήσει το γκάζι. Μετά τη στροφή του αεροδρομίου, σχεδόν σερνόταν στο δρόμο.
Σε ένα σημείο, οι προστατευτικές μπάρες ήταν ξηλωμένες. Έστριψε στον, πρόχειρα ασφαλτοστρωμένο, παράλληλο δρόμο. Οι περισσότεροι οδηγοί γνώριζαν αυτό το σημείο και το χρησιμοποιούσαν, για να φύγουν από παράλληλους αγροτικούς δρόμους, όταν ο δρόμος για τη Χαλκιδική ήταν πήχτρα τουρίστες. Αυτήν την εποχή, όμως –και τέτοια ώρα, κοντά στο δειλινό- ήταν άδειος.
Ο Θάνος οδηγούσε αργά. Δεν ήθελε να γρατζουνίσει το σασί του στον κωλόδρομο. Σε κάποια στιγμή έπεσε σε ένα νεροφάγωμα και η «μπέμπα», κοντή καθώς ήταν, σύρθηκε, με έναν άσχημο θόρυβο, στο δρόμο. Βλαστήμησε.
«Την ατυχία μου»!
Συνέχισε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας. Σε έναν αγροτικό δρόμο, που περνούσε ανάμεσα από έναν παρατημένο αμπελώνα και ένα οπωρώνα, έστριψε δεξιά. Τον ακολούθησε μέσα από βιοτεχνίες και εργοστάσια, κτήματα και περιβόλια, στριφογυριστό καθώς ανέβαινε στα υψώματα της Καρδίας. Εκεί, μπροστά από έναν τεράστιο άσπρο μαντρότοιχο, σταμάτησε. Έσβησε τη μηχανή κι έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε έναν αριθμό. Ο άλλος ήταν απότομος:
«Σου έχω πει να μην παίρνεις τέτοιες ώρες! Είναι εδώ τα παιδιά»!
«Είμαι απ’ έξω»…
«Είσαι τρελός; Τι γυρεύεις εδώ»;
«Πρέπει να μιλήσουμε…»
«Δυο μέρες πριν τη δουλειά; Για μάζεψέ τα και δίνε του»!
«Έχει προκύψει κάτι… Ξέρεις ότι δεν παίρνω τέτοια ρίσκα»…
Ο άλλος για λίγο σταμάτησε. Έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο. Σχεδόν ταυτόχρονα, η σιδερένια πόρτα του λευκού μαντρότοιχου υποχώρησε, με έναν απότομο θόρυβο. Από το εσωτερικό ξεπρόβαλε μια τριώροφη βίλα, με έναν ατέλειωτο κήπο μπροστά. Ψηλά, στο πίσω μέρος, γυάλιζαν τα νερά μιας πισίνας. Η θέα πρέπει να ήταν φανταστική, σκέφτηκε ο Θάνος κι έβαλε μπροστά. Πάτησε μαλακά το γκάζι κι ακολούθησε τον χαλικόστρωτο δρόμο ως την είσοδο της βίλας.
Εκεί τον περίμενε ένας τύπος που έδινε ουσία στον όρο «φουσκωτός». Χωρίς λαιμό, με χέρια που δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν τα πλευρά, τελευταίο νούμερο πουκάμισο, κοντά δυο μέτρα, αμίλητος, με γυαλιά ηλίου αν και είχε, σχεδόν, δύσει, σκούρο γκρι κοστούμι και γραβάτα στο ίδιο χρώμα. Χωρίς να του πει κουβέντα, στράφηκε προς το εσωτερικό της βίλας κι άρχισε να περπατά. Σε χρόνο ντε τε, ο Θάνος είχε σβήσει τη μηχανή, είχε πηδήξει έξω από τη σκούρα μπλε μπέμπα και ακολουθούσε τον χτιστό φίλο του. «Κεφάλι και σβέρκος ένα πράμα», σκέφτηκε ενώ ακολουθούσε τον αμίλητο οδηγό του.
Ο κοντολαίμης ρινόκερος τον οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί, στη μία πλευρά υπήρχε μια πόρτα με βελουδένια επένδυση. Από μέσα ακούγονταν πνιχτοί ήχοι, που θα μπορούσαν να είναι και πυροβολισμοί και κάποιος μιλούσε αγγλικά. Ο οδηγός του τον έσπρωξε στο διπλανό δωμάτιο. Έφυγε κι άφησε την πόρτα ανοιχτή και το Θάνο να χαζεύει το μπιλιάρδο στη μέση του χώρου. Στην άκρη υπήρχε ένα ποδοσφαιράκι και πέντε ηλεκτρονικά παιχνίδια της δεκαετίας του 80, σκέτες ντουλάπες. Τα τρία ήταν σβηστά, αλλά τα άλλα δύο ήταν ανοικτά. Πλησίασε. Στο ένα, αν ήθελε, μπορούσε να σώσει μια δεσποσύνη από τα χέρια του Κινγκ Κονγκ. Θα έπρεπε, πρώτα, να πηδήξει μερικά βαρέλια… Στο άλλο, μπορούσε να κινήσει μια πασχαλίτσα, ενώ θα τον κυνηγούσαν άλλα ζούδια.
«Μαλακίες…»
Από την άλλη αίθουσα ακούστηκαν δυνατοί αγγλικοί διάλογοι. Κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Άκουσε βήματα. Στην είσοδο ξεπρόβαλε ο άνθρωπός του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του…
«Ελπίζω να έχεις καλό λόγο που με ενοχλείς, ειδικά εδώ. Έβλεπα μία ταινία και τα παιδιά διαβάζουν, επάνω, με τη γυναίκα μου»!
Ο άλλος μιλούσε αυστηρά. Φαινόταν πολύ ενοχλημένος.
«Δε θα σπαταλήσω το χρόνο σας. Μπορούσα να σας τα πω κι από το τηλέφωνο, αλλά για κάποιον λόγο προτίμησα να έρθω από εδώ. Δε μου αρέσει να κάνω λάθη»…
«Λοιπόν»;
«Δεν έχουμε αυτοκίνητο για τη μεταφορά».
Ο άλλος σταμάτησε για λίγο. Έπειτα τον κοίταξε άγρια και, σχεδόν, φώναξε:
«Και τι με νοιάζει εμένα; Ήρθες στο σπίτι μου για να μου πεις ότι δεν έχεις αυτοκίνητο; Φόρτωσε τη «μπέμπα»! Κλέψε ένα! Πάρε ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ και σπρώχνε το ως την κρυψώνα που διάλεξες! Αλλά εξαφανίσου από εδώ, τώρα»!
«Βιάζεσαι…»
«Μη μου μιλάς εμένα έτσι, κωλόπαιδο! Σε μάζεψα από τους δρόμους! Σε έκανα άνθρωπο! Οδηγείς κάμπριο, ντύνεσαι σα μοντέλο από την Ιταλία, γαμάς όποια γκόμενα γουστάρεις, επειδή εγώ σε έκανα άνθρωπο! Εγώ σε έμπασα στη δουλειά! Γι αυτό πρόσεχε»!
«Τα ξέρω αυτά! Τι σημασία έχουν; Την ίδια δουλειά κάνουμε. Κι εσύ κι εγώ, πασάρουμε κόκα! Τι κι αν εσύ δε λερώνεις τα χεράκια σου; Γέρο, με έχεις ανάγκη, όσο κι εγώ! Και δεν ήρθα εδώ να σου πω, μόνο, ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο. Ήρθα για να σου πω ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο, επειδή το δικό μας πάτησε μια σκρόφα, που τυχαίνει να είναι η κόρη ενός βουλευτή»!
«Του Παπαθεοδώρου»;
«Του Παπαθεοδώρου, του Παπακωνσταντίνου, του Παπακαλιάτη! Τι σημασία έχει; Κάποιου Παπακάτι, τέλος πάντων. Και ήρθα να σου το πω, επειδή θα βάλουμε στην επιχείρηση ένα θύμα. Γι αυτό… Και… Τι έχεις»;
Ο άλλος στηρίχθηκε στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Ήταν άσπρος, σα πανί. Ο Θάνος τον πλησίασε:
«Γέρο είσαι καλά»;
«Τα ΄κανες θάλασσα μαλάκα…»
«Ε»;
«Σκάσε! Ποιος οδηγούσε»;
«Ο Γιώργος»…»
«Αυτό το πρεζόνι; Φτιαγμένος ήταν»;
«Όχι, ξενερουά ήταν…»
«Μίλα μου να καταλαβαίνω, ρε»!
«Εντάξει ήταν! Καταλάβαινε τι έκανε»!
«Και πού την πάτησε τη γκόμενα»;
«Λίγο μετά το σπίτι του, στην Περαία».
«Αυτός βρήκε να την πατήσει; Ολόκληρη Θεσσαλονίκη, ολόκληρη Μακεδονία, πήγε κι έπεσε πάνω της»;
«Γιατί τέτοιος καημός»;
«Είσαι ηλίθιος; Σκατά έχεις στο κεφάλι σου; Όλη η αστυνομία θα είναι πίσω του, τώρα»!
«Σιγά ρε φίλε! Κόψε κάτι! Έχουμε γεμίσει κόκα τη μισή Θεσσαλονίκη, έχουμε ταΐσει παραμύθα την άλλη μισή, πιο πριν φέρναμε τόννους το αλβανικό μυρωδάτο και τώρα θα μας κυνηγήσει η αστυνομία για μια γκόμενα που δεν πρόσεξε όταν περνούσε το δρόμο»;
«Αυτή είναι κόρη βουλευτή, ρε! Θα μας κυνηγάνε ώσπου να πατήσουμε μαύρο χιόνι»!
«Μαλακίες! Ξέρεις πόσα παιδιά βουλευτών και βιομηχάνων παίρνουν τις καραμελίτσες σου; Ξέρεις πόσα παιδιά της καλής της κοινωνίας, σαν τα δικά σου, που διαβάζουν επάνω, ταξίδεψαν μέσα σε σπασμούς και αφόρητους πόνους»;
«Τα παιδιά μου να μην τα πιάνεις στο στόμα σου! Ακούς»!
«Γέρο, κάποτε ήσουν σκληρός. Μα, μου φαίνεται ότι με τα χρόνια μαλάκωσες. Χέζεσαι! Φοβάσαι και τη σκιά σου»!
«Είσαι ηλίθιος! Έχεις άγνοια κινδύνου! Εμ, γιατί όχι; Ποιος είσαι εσύ; Ένας πρώην αθλητής, μια βιτρίνα. Ένας μικροέμπορος ναρκωτικών. Ενώ εγώ…»
«Εσύ… Εσύ! Εσύ! Εσύ με τα εκατομμύριά σου, εσύ με τη βίλα σου και την πισίνα σου, με τις επιχειρήσεις σου! Δε διαφέρουμε, γέρο! Καθίκι είμαι εγώ, καθίκι είσαι κι εσύ! Τι κι αν λέγεσαι Χατζηαναγνώστου»;


------------------


Ο Παντάκης είχε πάρει προσωπικά το θέμα. Είχε αρνηθεί κάθε βοήθεια από άλλους αξιωματικούς. Είχε οργανώσει, στα γρήγορα, μία ομάδα υφισταμένων του και αυτούς είχε, τώρα, μπροστά του. Πρώτα γύρισε στον Δημήτρη Σταύρου, τον ψυχολόγο της Ασφάλειας:
«Μίλησες με τη μάνα και τον βουλευτή»;
«Ναι. Υπάρχει κάτι το περίεργο. Ο Παπαθεοδώρου κρατά μια στάση ιδιαίτερα αξιοπρεπή. Απέφυγε να εμφανιστεί συντετριμμένος, όμως στην κουβέντα μας φαινόταν ένας πληγωμένος άνθρωπος. Όπως θα έπρεπε να είναι. Μου έδωσε την εικόνα κάποιου που ψάχνει αφορμή να ξεσπάσει».
«Και η κυρία»;
«Α, η κυρία… Ναι… Η κυρία, αδικείται! Θα έπρεπε να έχει αποφοιτήσει από τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου και να έχει κάνει καριέρα σα δράματα. Έκλαιγε, με λυγμούς, συνεχώς. Με το ζόρι απάντησε σε δυο- τρεις ερωτήσεις μου. Όμως δε με έπεισε ούτε λεπτό, με το ρόλο της μάνας που θρηνεί. Θα έλεγα ότι με το που έφυγα, πέταξε τα μαύρα κι άρχισε το χορό»!
«Ρε Δημήτρη… Είναι δυνατόν; Το παιδί της σκοτώθηκε…»
«Ε, όχι και το παιδί της»…
«Τι είπες»;
«Ε, όχι και το παιδί της! Η Ντίνα ήταν υιοθετημένη»!
Στην κουβέντα μπήκε ο Θανάσης Θεοφίλου. Ο «κομπιουτεράς», όπως τον αποκαλούσαν όλοι:
«Με μια σύντομη έρευνα διαπιστώσαμε ότι η Ντίνα Παπαθεοδώρου ήταν υιοθετημένο παιδί του βουλευτή Θεόφιλου Παπαθεοδώρου. Η Ελένη Παπαθεοδώρου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Την έσυρε σε ιδρύματα ο βουλευτής, που ήθελε οπωσδήποτε ένα παιδί. Κι εκεί βρήκαν και υιοθέτησαν τη Ντίνα».
Τον έκοψε ο Παντάκης:
«Ο Παπαθεοδώρου, όταν υιοθέτησε την Ντίνα, δεν ήταν βουλευτής»…
Ο Θεοφίλου συνέχισε:
«Σωστά. Νεαρός, στέλεχος της νεολαίας του κόμματος, με βλέψεις για τα ψηλά. Ήταν, ήδη, τέσσερα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Πολλοί μουρμούριζαν για τις προτιμήσεις του. Έλεγαν πως ο γάμος με την Ελένη ήταν λευκός»…
«Μου τα μπερδεύεις, Θεοφίλου»…
«Δε σας τα μπερδεύω εγώ, κύριε Διευθυντά! Είναι μπερδεμένα από μόνα τους»!
«Πρέπει να μιλήσω με το ζευγάρι»…

Συνεχίζεται...

Ο πίνακας Studio Boss είναι του Graham Knuttel και τιμάται 7.900 ευρώ

Το θύμα

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του κυβερνητικού βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής λέει στο διευθυντή Ασφαλείας, ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Γιώργος και Θάνος, χωρίς να γνωρίζουν ότι η κοπέλα ήταν νεκρή πριν το ατύχημα, αποφασίζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι. Την ίδια στιγμή, ο πατέρας της νεκρής, παραδέχεται, μιλώντας στον αστυνομικό επιθεωρητή Παντάκη ότι είχε εχθρούς, καθώς είχε καταθέσει επερώτηση για υπουργό του κόμματός του, σύμφωνα με την οποία υπήρχε το ενδεχόμενο να ξεπλένει χρήματα προερχόμενα από τον επιχειρηματία –και παράγοντα ποδοσφαίρου- Κώστα Χατζηαναγνώστου.


Μόνον αυτό του έλειπε του Παντάκη. Να έχει να κάνει με νονούς του ποδοσφαίρου, με ναρκωτικά και άλλες τέτοιες αηδίες. Γιατί για τον Χατζηαναγνώστου αυτό ακουγόταν: Ότι είχε πολύ χρήμα, που είχε μαζέψει από εμπόριο κοκαΐνης. Κι ότι είχε πολλές διασυνδέσεις. Ακόμη και μέσα στην αστυνομία.
Ο Παπαθεοδώρου είχε φύγει από το γραφείο του μάλλον απογοητευμένος. Θα ήθελε από τον επιθεωρητή κάτι παραπάνω από τον τρόπο που σκότωσαν την κόρη του. Θα ήθελε έστω να του πει πως υποψιάζονται το δράστη. Αντί γι αυτό, ο Παντάκης του είχε πει, μόνον, ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν.
Τώρα, ο Παντάκης στέκονταν μπροστά στο παράθυρο του γραφείου του. Ακριβώς από κάτω, στην αυλή του μεγάρου της Αστυνομίας, δυο νεαροί Ζητάδες έπιναν καφέ από πλαστικά ποτήρια και συζητούσαν με έναν ένστολο μπερεδοφόρο της ΥΜΕΤ. Τους κοιτούσε αδιάφορα, μηχανικά, ενώ το μυαλό του ταξίδευε στην υπόθεσή του. Θα ήθελε να μπορούσε –κι αυτός- να πιει καφέ με τους Ζητάδες. Να είναι ένας απλός ένστολος στην αρχή της καριέρας του στην αστυνομία. Να μην είχε γνωρίσει ακόμη, την Πρήχα, τον Κώστα, την Ελένη. Να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Να μπορεί να ξαναρχίσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε. Ήταν η Πρήχα.
«Λοιπόν»;
«Τι λοιπόν»;
«Πώς το πήρε»;
«Καλά. Αξιοπρεπώς»…
«Ναι, δείχνει μία υπέρμετρη αξιοπρέπεια»…
«Τι εννοείς»;
«Ούτε ένα δάκρυ; Τόσες μέρες τον βλέπουμε με σκυμμένο κεφάλι, σαν άρρωστο, αλλά δεν τον είδαμε να κλαίει ποτέ. Στο κάτω-κάτω της γραφής το παιδί του έχασε»…
«Ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Ίσως αυτός ανέλαβε να παίξει το ρόλο του ανθρώπου που αντέχει στα χτυπήματα. Ίσως τον ρόλο τον άλλον, του ευαίσθητου γονιού, να τον έχει καπαρώσει η κυρία Παπαθεοδώρου».
«Αυτή, που δεν είδαμε ποτέ»;
«Αυτή»…
«Αυτό, πάλι, πώς το εξηγείς»;
«Σου είπα: Σε μια οικογένεια, οι ρόλοι είναι δύο: Ο σκληρός κι ο στοργικός. Ο πατέρας τιμωρός και η μάνα κλώσα. Το πιο πιθανό είναι η κ. Παπαθεοδώρου να είναι η μάνα κλώσα. Αυτή που έχει κλειστεί στο σπίτι και θρηνεί για το χαμό της κόρης».
«Πότε θα τους δώσουμε το πτώμα να το κηδέψουν»;
«Σήμερα. Ήδη έδωσα την άδεια στον Παπαθεοδώρου, να το αναλάβουν».
«Θέλω να πας στην κηδεία».
«Το είχα υπόψη μου, πριν μου το ζητήσεις. Θέλω κι εγώ να δω τη θεωρία μου να επαληθεύεται».
«Για τη μάνα – κλώσα»;
«Φυσικά».
«Δεν την πιστεύεις ιδιαίτερα»…
«Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πόνος μιας μάνας, θα έσερνε τα βήματά της ως το νεκροτομείο –τουλάχιστον».
«Κι εγώ έτσι λέω, Μίλτο. Όμως εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους ανθρώπους. Εμείς το θάνατο, το βίαιο θάνατο, τη βία, γενικά, την έχουμε για επάγγελμα. Για όλους τους άλλους είναι κάτι ξένο. Έξω από αυτούς. Κάτι που το απωθούν στο υποσυνείδητό τους. Ξέρεις τι λέει ο περισσότερος κόσμος για μια απλή ληστεία; Για έναν τσαντάκια; ‘Δε θα μου συμβεί εμένα’, αυτό λένε. Μια δολοφονία, ούτε τη σκέφτονται. Τους είναι αδιανόητο. Εδώ, ρε συ Μίλτο, δεν σκέφτονται καν την περίπτωση να πέσουν θύματα τροχαίου»…
«Όλοι απωθούμε την ιδέα του θανάτου, Κατερίνα. Κι εσύ, κι εγώ. Κι όταν, κάποιος, είναι συμφιλιωμένος με το θάνατο, τον αποκαλούμε τέρας, τρελό, ψυχασθενή, απάνθρωπο».
«…»
«Έτσι δεν είναι»;
«Άσε το παρελθόν να γίνει παρελθόν, Μίλτο. Δεν μπορείς να το αλλάξεις».
«Κοινοτυπία, Κατερίνα. Κλισέ»…
«Κλισέ, ξεκλισέ, δεν ξέρω… Ζήσε το παρόν».
«Δεν υπάρχει παρόν, Κατερίνα. Υπάρχει μόνον παρελθόν κι άγνωστο μέλλον. Το παρόν είναι μια στιγμή. Ήδη, αυτό που σου είπα, ανήκει στο παρελθόν. Πατάμε στο παρελθόν, για να ζήσουμε το μέλλον. Όλοι αυτοί που μας σπρώχνουν στο να ζήσουμε τη στιγμή, είναι καιροσκόποι. Διαφημιστές κι άνθρωποι του μάρκετινγκ».
«Όπα! Δεν το ΄ξερα ότι το σώμα απέκτησε υποδιεύθυνση Φιλοσοφίας»!
Ο Παντάκης συνέλαβε τον εαυτό του να γελά. Ένα σύντομο, αλλά αυθεντικό γέλιο. Είχε πολύ καιρό να γελάσει.

------------


Η Τίνα καθόταν στον καναπέ. Είχε μαζέψει τα πόδια της πάνω και θύμιζε γάτα. Μια γάτα που, μόλις είχε κάνει τη ζημιά και μαζεύεται σε ένα μέρος, για να γλιτώσει την κατσάδα. Ο Θάνος καθόταν με τα χέρια στα γόνατα, σκυμμένος μπροστά, με τις παλάμες ενωμένες. Φορούσε το σακάκι του, μάλλον για να κρύβει το αγαπημένο του 45άρι, που φορούσε πάντα κάτω από τη μασχάλη. Εκείνο το κατάμαυρο κολτ. Ο Γιώργος ήταν όρθιος, δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Κοιτούσε, υποτίθεται αδιάφορα, την πόλη, στο φως του απογεύματος. Είχε τα χέρια στις τσέπες και τα αυτιά-ραντάρ.
Στην πολυθρόνα, άνετος, με το ένα πόδι κάτω και το άλλο μαζεμένο σε μια αρχή σταυροποδιού, το θύμα.
Ο Νίκος. Γόνος καλής οικογενείας. Η έκφραση βγήκε ειδικά γι αυτόν. Στην εγκυκλοπαίδεια, δίπλα στο λήμμα, έχει τη φωτογραφία του. Κωλοπαίδι από τα λίγα. Κακομαθημένος. Πατέρας επιχειρηματίας και, συνεχώς, απών. Μάνα τέρας αδηφάγο, που πρώτα κατάπιε το σύζυγο, μετά το γιο κι αφού τους ευνούχισε, άρπαξε τις πιστωτικές του άντρα και ξεχύθηκε στην αγορά να κορέσει την κάψα της για σεξ. Κι αφού ο σύζυγος αρνείται να της καθίσει εδώ και χρόνια, εκείνη ψωνίζει. Ψωνίζει ασταμάτητα.
Ο Νίκος έχει ό,τι ζητήσει. Στα 18 του, ζήτησε Σουμπαρού Ιμπρέσα. Και το πήρε. Το παίζει ανεξάρτητος. Δε ζητάει χρήματα, χαρτζιλίκι δηλαδή, για να μην του την πει ο γέρος κι αρχίσει το κήρυγμα, να πάει να δουλέψει στην επιχείρησή του. Ό,τι λεφτά έχει, ή τα κλέβει από το πορτοφόλι της μάνας του, ή τα κερδίζει στις κόντρες. Γιατί ο Νίκος, είναι κοντράκιας. Κοντράκιας και κάγκουρας. Έχει φορτώσει στο Ιμπρέσα την Άρτα και τα Γιάννενα. Αεροτομές, φτερά, φώτα, προβολείς, σποτάκια, σκατάκια… Τα πάντα.
Κάθεται απέναντί τους, στην πολυθρόνα, άνετος. Παίζει τα κλειδιά του Ιμπρέσα και τους κοιτάζει με ύφος «με έχετε ανάγκη, τσογλάνια. Και θα πληρώσετε».
Τη σιωπή έσπασε ο Θάνος.
«Και θες δέκα χιλιάρικα, φιλαράκι»;
«Μμμμ»!
«Μάλιστα… Για δουλειά μιας ώρας»;
«Μμμμ»!
«Δηλαδή, για να το καταλάβω, επειδή είμαι και λίγο μπούφος: Θα πάρεις το αυτοκίνητο που θα σου δώσουμε, για να πας από το λιμάνι στη Χαλκιδική, στην Καλλιθέα, να κάνεις τη βόλτα σου, να δεις ήλιο και θάλασσα –και να γυρίσεις. Και γι αυτό μας ζητάς δέκα χιλιάρικα»;
«Μμμμ»!
«Μη μου μουγκανίζεις σαν το βόδι, εμένα»!
Δεν φώναξε ο Θάνος. Ούτε έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη του. Σιγά το είπε. Θα μπορούσες να πεις, ότι μίλησε ευγενικά. Είχε κάτι το μάτι του, όμως, μια λάμψη περίεργη, που έδειχνε στον άλλον ότι αν ξαναμουγκάνιζε, σαν το βόδι, δε θα του δινόταν, ξανά, η ευκαιρία, να μιλήσει.
Ο Νίκος ανακάθισε. Πήγε να κοιτάξει τον Θάνο στα μάτια, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα. Με τα μάτια καρφιά στο πάτωμα, άρχισε να μιλάει:
«Κοίτα, ρε φίλε… Καταλαβαίνω ότι δεν είναι απλή βόλτα. Έχει τα ρίσκα της… Ε, να μην έχω μια ασφάλεια κι εγώ»;
«Μα εσύ, αδελφέ, δε θες να έχεις μια ασφάλεια… Θες να εξασφαλίσεις τα γηρατειά σου»!
«Δεν είναι πολλά τα δέκα, ρε Θάνο».
«Κύριε Θάνο»!
«…»
Ο Θάνος χαμογέλασε πλατειά:
«Είμαι μεγαλύτερός σου, αδελφέ… Να σέβεσαι τους μεγαλύτερους»…
«Κύριε Θάνο… Δεν είναι πολλά τα δέκα»…
«Αντιθέτως, τα βλέπω υπερβολικά πολλά. Δέκα δεν πιάνουν άλλοι σε έναν χρόνο. Κι εσύ θα τα πιάσεις σε μία ώρα… Τέλος πάντων»…
«…Δηλαδή»;
«Εντάξει ρε φιλαράκι… Αφού θες να γδάρεις τους κολλητούς σου… Δέκα»!
Ο άλλος ήταν έτοιμος να πεταχθεί όρθιος και να αρχίσει να ουρλιάζει. Συγκρατήθηκε, όμως. Σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας κάτι κινήσεις σα να τον είχαν πυροβολήσει με ΄κείνα τα ειδικά πιστόλια που βγάζουν ηλεκτρικό ρεύμα κι έχουν, για προστασία, οι γκόμενες. Με μια κίνηση σπαστικού, άπλωσε το χέρι του στο Θάνο.
Εκείνος κοίταξε, για λίγο, την απλωμένη παλάμη, που βρισκόταν σε απόσταση πέντε εκατοστών από τη μύτη του. Ο Γιώργος, έκανε μια κίνηση, σα να ήθελε να προλάβει κάτι. Αντίθετα, ο Θάνος σηκώθηκε κι έδωσε το χέρι του στο Νίκο.
«Έγινε φιλαράκι»!
«Εντάξει το ντιλ, λοιπόν»;
«Τζάμι»!
«Και δε σου φαίνονται πολλά τα δέκα»;
«Καθόσον σε κοζάρισα για εντάξει πέρσον»!
«Έγινε ρε Θάνο»!
«Άντε τώρα! Τηγκανόπουλος»!
«Ναι, γεια»!
Γύρισε προς την πόρτα. Με το που έφτασε εκεί, στράφηκε στην Τίνα:
«Την κάνω, θα ΄ρθεις»;
«Γεια χαράδρα, Νίκο. Θα κάτσω, λίγο, με τα παιδιά».
Άνοιξε την πόρτα, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα απαλά πίσω του.
«Θα τον καθαρίσετε, έ»;
Ο Θάνος γύρισε απότομα προς το μέρος της:
«Σκάσε, μη σου γαμίσω το ταμτιριρί»!
Ο Γιώργος τον πλησίασε:
«Ρε Θάνο, μπορεί να μας κάνει και για άλλο ντίλι»…
«Για να μας πάρει άλλα δέκα; Για μαλάκες ψάχνει ο τύπος! Με κόβεις για μαλάκα; Ε; Έχω κάνα μι, στο μέτωπο; Ε»;
Γύρισε απότομα στην Τίνα:
«Κι εσύ, αν ξαναμιλήσεις, θα γίνει της αρκούδας»!
Κι έπειτα, στράφηκε στον Γιώργο:
«Κι εσύ! Μεγαλομαλάκα! Τι θα κάνεις με το τζιπ; Τι περιμένεις; Να κερδίσεις το τζόκερ για να πάρεις άλλο»;
«Δεν κατάλαβα… Μου τη λες»;
«Ναι, ρε! Σου τη λέω! Έπρεπε να το έχεις τελειώσει το θέμα από την πρώτη στιγμή»!
Η Τίνα μπήκε στην κουβέντα:
«Γιατί; Τι έπαθε το τζιπ»;
Δεν κατάλαβε από πού της ήρθε. Ο Θάνος την είχε χτυπήσει με την ανάποδη του χεριού του. Τα μαλλιά της ανακατεύτηκαν κι από τη μύτη της έτρεξε αίμα. Άρχισε να κλαίει.
«Σκάσε μωρή ηλίθια! Σου είπα, να το βουλώσεις, μη δεις το Χριστό φαντάρο»!
Ο Γιώργος είχε κολλήσει στη θέση του. Δίστασε, αλλά τελικά, είπε:
«Πάω να το κανονίσω τώρα»!
Ο άλλος ηρέμησε. Έγινε με μιας, άλλος άνθρωπος:
«Μπράβο το αγόρι μου… Άντε, πήγαινε».
Στράφηκε στην Τίνα:
«Κι εσύ… Πήγαινε πλύσου κι ηρέμησε. Δες λίγη τηλεόραση, άκου μουσική. Θα λείψω για λίγο. Περίμενέ μας εδώ».
Έφυγαν και οι δύο.

Συνεχίζεται…

Η φωτογραφία είναι της Darlene Shiels

Κρυφά χαρτιά

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής λέει στο διευθυντή Ασφαλείας, ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Η αστυνομία δεν κοινοοποιεί το γεγονός ούτε στον πατέρα του θύματος. Γιώργος και Θάνος, χωρίς να γνωρίζουν ότι η κοπέλα ήταν νεκρή πριν το ατύχημα, αποφασίζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι. Θα τους βοηθήσει η φίλη του πρώτου, Τίνα, που κυκλοφορεί και γνωρίζει πολύ κόσμο. Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος πρέπει να βρει αυτοκίνητο για τη μεταφορά μιας νέας παρτίδας κοκαΐνης και θυμάται την παλιά του αγάπη, την Άννα.



Κατέβηκε από το ταξί. Με αυτήν την ιστορία δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει με το τζιπ. Αλλά, ακόμη, δεν είχε βρει τρόπο ούτε να το ξεφορτωθεί. Προχώρησε προς την είσοδο του κλαμπ. Οι πορτιέρηδες του άνοιξαν διάπλατα. Χαιρέτησε με ένα κλείσιμο του ματιού και μπήκε μέσα.
Κατευθύνθηκε στο τραπέζι του Θάνου. Το κολλητάρι ήταν εκεί. Δίπλα του η Τίνα. Η μικρή φαινόταν σκεφτική. Βυθίστηκε στον καναπέ.
«Τι έχουμε»;
«Φαγούρα στα αρχίδια μας»…
Ο Θάνος είχε κέφια. Καλό αυτό. Γέλασαν και οι δύο με το αστείο. Η Τίνα, μούγκα.
«Η ξανθιά δε λέει πολλά σήμερα. Θα ξέχασε κανέναν πούτσο στο στόμα της από χθες»!
Ξαναγέλασαν. Ο Γιώργος έσπρωξε την Τίνα, ελαφρά, σα να έπαιζε.
«Εεεε! Μικρή… Τι έγινε; Μίλα μας κι ας μη μας αγαπάς».
«Μου είπε ο Θάνος ότι θέλετε ένα θύμα».
«Όπα! Η σφίγξ ομίλησε»!
«Έλα ρε Θάνο! Τις ξέρω τις δουλειές σας. Θα τον θέλεις να κουβαλήσει το πράμα, χωρίς να έχει ιδέα. Και πώς θες να ΄μαι; Χαρούμενη; Αφού κανένας φούλης θα την πληρώσει. Κανένας αδέκαρος, που θα του γυαλίσουν τα ευρώπουλά σου».
«Γι αυτό, μωρό μου, βρες κανέναν ξένο. Κανέναν γκαούγκαλο, κανέναν πουθενά. Δεν είναι ανάγκη να φέρεις τον φούλη σου να μας κάνει τη δουλειά. Άλλους συγγενείς δεν έχεις; Κανέναν τριτοτέταρτο ξάδελφο»;
«Καλά σου λέει, ρε Τίνα. Τι πυροβολημένη είσαι, ώρες – ώρες. Δε χρειάζεται να είναι και κανένας παλιός γνωστός, ή οικογενειακός φίλος… Κανένας ξέμπαρκος να είναι, με ανάγκες. Δεν έχεις κανέναν κάγκουρα, από Πανόραμα μεριά, να θέλει να αλλάξει αεροτομή στο Ιμπρέσα του; Κανέναν τρελαμένο κοντράκια, που να έχει χάσει τα σώβρακά του τελευταία; Δεν είναι ανάγκη να τον ξέρεις… Αν έχεις ακούσει τίποτα να κυκλοφορεί στην πιάτσα».
«Ρε συ, Γιώργο… Θα σας φέρω το θύμα κι εσείς είστε ικανοί να τον φυτέψετε σε καμία ερημιά, αφού σας κάνει τη δουλειά…»
«Σαν πολλά δε μας τα ΄πες, κυρα-Τίνα; Για μάζεψε τη γλωσσίτσα σου, μη σου την κόψω. Κατάλαβες»;
Κάτι πήγε να πει η μικρή, αλλά ο Θάνος δεν τα σήκωνε τα πολλά-πολλά. Άνοιξε, με τρόπο, το σακάκι του κι άφησε να γυαλίσει ένα ξυράφι που είχε, πάντα, μαζί του. Η Τίνα μαζεύτηκε, σαν τη γάτα στον καναπέ. Μπήκε στη μέση ο Γιώργος:
«Εντάξει ρε Θάνο. Αφού την ξέρεις. Είναι σπασαρχίδω, αλλά θα την κάνει τη δουλειά»…
«Να μη μου τα ζαλίζει. Ακούς; Μάζεψέ τηνα, να μην τη μαζέψω εγώ. Κι αν τη μαζέψω εγώ, δε θα βρει ο παπάς να θάψει».
«Ήρεμα, ρε συ. Χαλάρωσε… Κι εσύ, μωρή, τι μαλακίες λες; Βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και, ό,τι σου ΄ρχεται από ΄κει, το λες από το στόμα! Εδώ μοιράζεις κόκα στα πιτσιρίκια και τα στέλνεις βουρ στα θυμαράκια… Τι θα πάθει ένας κάγκουρας σε πείραξε»;
«Εντάξει ρε Γιώργο… Μη μου σπάτε τα αρχίδια τώρα… Θα σας τον βρω τον μαλάκα σας…»
«Άντε μπράβο. Σπάσε, τώρα. Πάνε Πανόραμα μεριά, να βρεις το θύμα».
Η Τίνα σηκώθηκε απρόθυμα. Στράφηκε στο Γιώργο.
«Θα με πας»;
«Δεν έχω ρόδα»…
«Τι έγινε το τζιπ»;
«Λάστιχο…»
«Ναι, καλά… Το φάγαμε»…
Έφυγε. Ο Γιώργος προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του Θάνου. Είχε κάτι σκληρό. Ατσάλι σκέτο. Βυθιζόταν στο κρανίο σου και σ ανάγκαζε να τα ξεχάσεις όλα. Άσε που σου έκοβε τα γόνατα…
«Να ξεκόψεις από αυτήν»…
Με σκυμμένο κεφάλι, ο Γιώργος απάντησε:
«Είναι εντάξει παιδί»…
«Ακούς τι σου λέω; Μας έχει γίνει κολτσίδα. Θα της ξεφύγει τίποτα σε καμία από τις σπερματοσυλλέκτριες που έχει για φίλες και θα την πουτσίσουμε. Δεν είναι ώρα, τώρα, να φεύγουν πράματα»…
«Εντάξει, ρε Θάνο»…
«Τι έκανες με το τζιπ»;
«Τίποτα»…
«Τι τίποτα ρε μαλάκα; Ακόμη στην αυλή σου το ΄χεις; Γιατί δεν πας ρε, να το παρκάρεις έξω από την Αστυνομική διεύθυνση; Να μην τους κουράζεις κι όλας. Πάν’ το στο σπίτι αυτηνής της Πρήχας, πώς την λένε την καριόλα… Κόρναρέ της, να κατέβει, να σε πιάσει, δώσε και ΄μένα…»
«Δεν είμαι Αρτέμης, εγώ…»
«Αρτέμης δεν είσαι, αλλά είσαι και ο πρώτος μαλάκας… Αύριο να το ΄χεις ξεφορτωθεί το καρούλι σου. Και, δεν ξέρω τι θα κάνεις, να βρεις άλλο τετρακούνητο».
«Νταξ’»…

-----------


Ο Παντάκης είχε βουλιάξει στην πολυθρόνα του γραφείου του. Είχε κυλήσει προς τα κάτω, λες και ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Έβλεπε, έξω από τα τζάμια, ανάμεσα από τις αλουμινένιες γρίλιες, τον Θεόφιλο Παπαθεοδώρου, να περιμένει ήσυχος, αξιοπρεπής, κάποιο νέο για το θάνατο της κόρης του και ήθελε να εξατμιστεί. Να ανοίξουν την πόρτα του γραφείου του και να βρουν μόνον ένα συννεφάκι λευκού καπνού. Κι ο ίδιος να μην είναι πουθενά. Να βρίσκεται δίπλα στο φιλαράκι του, τον Θεοδώρου, που είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, επειδή δεν είχε καταφέρει να προστατέψει μια γκόμενα, από έναν ψυχασθενή.
Τέτοιες στιγμές, που άνθρωποι – καλαμιές, μοναχικοί από ένα χτύπημα της μοίρας, τον κοίταζαν κατάματα και περίμεναν να ακούσουν «τον πιάσαμε», ήθελε να κάνει άλλο επάγγελμα. Γιατί δεν μπορούσε να τους πει αυτό το «τον πιάσαμε». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός που μαχαίρωσε την Ντίνα. Που την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Ήταν τυχαίο; Προμελετημένο; Έστυβε το μυαλό του, αλλά δεν του ερχόταν τίποτα…
Το τηλέφωνο χτύπησε. Από το ένα, μακρόσυρτο, χτύπημα, κατάλαβε ότι ήταν εσωτερικό. Κοίταξε την οθόνη, πριν το σηκώσει. Η Πρήχα… Το σήκωσε…
«Κυρία γενικέ…»
«Κεριά και λιβάνια, Παντάκη! Ο Παπαθεοδώρου είναι ακόμη, έξω από το γραφείο σου. Τι περιμένεις για να του μιλήσεις; Να μπει μέσα ουρλιάζοντας; Από όσο τον ξέρω, δεν θα το κάνει»!
«Μάζευα τις σκέψεις μου»…
«Ελπίζω να τέλειωσες. Γιατί θέλω τώρα, κατάλαβες; Τώρα! Να ανοίξεις την πόρτα σου και να του πεις, παρακαλώ περάστε. Και ύστερα, να του μιλήσεις για τη δολοφονία της κόρης του».
«Κι όταν θα με ρωτήσει ποιος είναι ο δράστης, τι θα του πω Κατερίνα»;
«Ότι βρισκόμαστε στα ίχνη του κι ότι πολύ σύντομα θα έχεις νέα».
«Ωραία… Τι καλές που είστε, εσείς οι γυναίκες, στα ψέματα»…
«Κι εσείς οι άνδρες, δεν πάτε πίσω»…
«Δεν σου είχα πει ποτέ ψέματα, Κατερίνα».
«Όσο ήμασταν παντρεμένοι»…
«Φυσικά»…
«Κι ο Κώστας»;
«…»
«Λέω, κι ο Κώστας»;
«Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, Κατερίνα κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους»…
«Μάλιστα. Σήκω, τώρα κι άνοιξε στον άνθρωπο που περιμένει»…
«Μάλιστα»!
Ο Παντάκης έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Περπάτησε προς την πόρτα του γραφείου του. Διόρθωσε, χωρίς λόγο, την καρέκλα επισκέπτη. Την τράβηξε λίγο πιο μακριά από το γραφείο του. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα, κοίταξε τον Παπαθεοδώρου και του είπε:
«Περάστε σας παρακαλώ»…
Ο Παπαθεοδώρου φαινόταν δέκα χρόνια πιο γέρος, από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στη Βουλή. Ο Παντάκης προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε απασχολήσει τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών. Δεν του ερχόταν, όμως, το παραμικρό. Θα ήταν καμία ηλίθια ερώτηση προς κάποιον υπουργό, που στάθηκε αφορμή να γίνει κανένας καβγάς. Διαφορετικά, τα κανάλια δεν θα έκαναν τον κόπο να δείξουν ούτε πέντε δευτερόλεπτα από τη Βουλή… Έδειξε στον βουλευτή την καρέκλα επισκέπτη και ο ίδιος κατευθύνθηκε στην καρέκλα του γραφείου του.
Πλέον, ο Παπαθεοδώρου τον κοιτούσε κατάματα. Τη γνώριζε αυτήν την έκφραση. Ήταν αυτό που φοβόταν… Σαν να το άκουγε:
«Τι νέα έχουμε»;
«Τίποτα. Δεν έχουμε ιδέα ποιον ψάχνουμε, αν ο δολοφόνος είναι ένας, αν είναι δύο, αν άλλος τη μαχαίρωσε, άλλος την πέταξε στο δρόμο, άλλος την παρέσυρε με το αυτοκίνητο, άλλος την τσιμέντωσε και την πέταξε στη θάλασσα. Ή, αν όλα αυτά, τα έκανε ο ίδιος άνθρωπος»…
Θα μπορούσε να τα είχε πει αυτά, αν ο Παπαθεοδώρου τον είχε ρωτήσει «τι νέα έχουμε». Αλλά ο βουλευτής, δεν είχε βγάλει άχνα. Καθόταν εκεί, μικροσκοπικός μέσα σε ένα τεράστιο κοστούμι, ζαρωμένος, ανίσχυρος, με μάτια θολά και υγρά, με μύτη κόκκινη, με τα χέρια δεμένα στα γόνατα, ελαφρά σκυφτός, να τον κοιτάζει στα μάτια χωρίς να μιλάει. Έπρεπε να ανοίξει εκείνος την κουβέντα:
«Κύριε Παπαθεοδώρου, τα συλληπητήριά μου, κατ αρχήν…»
«Ευχαριστώ…»
Η φωνή του βουλευτή ίσα που ακούγονταν. Έσβηνε μετά την πρώτη συλλαβή.
«Ξέρω ότι σας είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να σας ενημερώσω κι έπειτα θα ήθελα να απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις»…
Του είπε ό,τι γνώριζε. Όσα του είχε πει ο ιατροδικαστής. Ότι αναζητούσαν ένα αυτοκίνητο, ένα μαχαίρι, το κατάστημα από όπου είχαν προμηθευτεί οι δράστες το τσιμέντο… Απέφυγε να του πει ότι δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους, αλλά δεν είπε πως, ήταν θέμα ημερών, η σύλληψη των δραστών. Προσπάθησε να είναι όσο ειλικρινής γινόταν. Όταν τελείωσε με τα λιγοστά στοιχεία που είχε να πει, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Θα ήθελα να μου πείτε τους εχθρούς σας, κύριε Παπαθεοδώρου»…
«Πιστεύετε ότι η δολοφονία της κόρης μου έχει σχέση με ΄μένα»;
«Δεν πιστεύω τίποτα. Ερευνώ… Γι αυτό, αν θέλετε… Αν μπορείτε…»
«Ναι, φυσικά… Κοιτάξτε… Όπως είναι φυσικό, ένας βουλευτής έχει και φίλους, έχει και αντιπάλους…»
«Σίγουρα, όμως, δε θα έφθαναν στο φόνο οι πολιτικοί σας αντίπαλοι… Ενώ κάποιος άλλος…»
«Ναι… Σωστά. Κοιτάξτε… Τελευταία μου είχαν γίνει καταγγελίες ότι επιχειρηματίας, φίλος υπουργού, είχε χρηματοδοτήσει την προεκλογική του εκστρατεία…»
«Ναι, αλλά είστε κυβερνητικός βουλευτής…»
«Κυβερνητικός, δε λέω… Αλλά και πρώην πρόεδρος της επιτροπής διαφάνειας του κόμματος. Δε θα δεχόμουν παράσιτα στην κυβέρνηση, κύριε Παντάκη»…
«Επιθεωρητής…»
«Ναι, συγνώμην. Επιθεωρητά… Δε θα δεχόμουν παράσιτα πουθενά…»
«Αυτή, ήταν, λοιπόν, η ερώτηση που καταθέσατε…»
«Επερώτηση…»
«Ναι, συγνώμην… Η επερώτηση που καταθέσατε; Αφορούσε τα χρήματα που δόθηκαν στον υπουργό, από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία»;
«Μάλιστα»…
«Και τι έγινε»;
«Ορίστε»;
«Λέω… Πού το μεμπτόν; Όλοι έχετε φίλους που σας δίνουν χρήματα κι έπειτα ζητούν χάρες»…
«Σας παρακαλώ! Δε σας επιτρέπω»!
«Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Και συγνώμην, αν έγινε κάτι τέτοιο. Όμως, ο κόσμος, η κοινή γνώμη, έχει τέτοια εντύπωση».
«Άλλο είναι να σου προσφέρει, κάποιος επιχειρηματίας, έναν χώρο να κάνεις μια ομιλία σου, να σου τυπώσει δωρεάν τις αφίσες σου, να σε βοηθήσει με τέτοιον τρόπο κι άλλο να ξεπλύνει χρήμα, κύριε Παντάκη. Συγνώμην… Επιθεωρητά Παντάκη»…
«Δηλαδή ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας ξέπλενε χρήμα, μέσω του υπουργού»;
«Είχα αυτές τις καταγγελίες»…
«Και ποιος είναι ο υπουργός και ποιος ο επιχειρηματίας»;
«Ο Μαρίνος Κωνσταντίνου κι ο Κώστας Χατζηαναγνώστου. Ο υπουργός Δασών και Περιβάλλοντος και ο γνωστός επιχειρηματίας».
«Ο γνωστός επιχειρηματίας, με τις άγνωστες επενδύσεις…»
«Βλέπω ότι είστε καλά πληροφορημένος»…
«Ε, δεν είναι και κάτι που το ξέρουν λίγοι… Ο Χατζηαναγνώστου είναι ιδιοκτήτης ομάδας και σε κόντρα με τους οργανωμένους φιλάθλους. Από τη μέρα που ανέλαβε τον Ανίκητο, μας απασχολεί συνεχώς»…
«Η αλήθεια είναι ότι οι φίλαθλοι του Ανίκητου τον αγαπούν και τον λατρεύουν σα Θεό…»
«Δεν είναι και λίγο για αυτούς να βλέπουν αστέρια του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου στην ομάδα τους… Ο Χατζηαναγνώστου δε λυπήθηκε τα έξοδα, για να φέρει πρώτα ονόματα στη Θεσσαλονίκη»…
«Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα»…
«Ναι, σίγουρα. Όμως, αναρωτιέμαι: Τι στοιχεία έχετε»;
«Την καταγγελία του…»
«Δε με καταλάβατε… Για να πλησιάσω αυτόν τον άνθρωπο, θέλω στοιχεία. Δεν έχω βουλευτική ασυλία εγώ, να τον κατηγορώ και να μη μου κάνουν τίποτα»…
«Κύριε Παντάκη, τι παραπάνω να κάνουν σε σας, από αυτό που έκαναν σε ΄μένα; Σκότωσαν το παιδί μου»…
Εκεί ήταν που ο Παντάκης ήθελε να ανοίξει η γη, να τον καταπιεί…


Συνεχίζεται…

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...