Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ, ακριβώς απέναντι από τον Παντάκη. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν κόκκινα, σα να έκλαιγε πριν λίγο. Ο βουλευτής στεκόταν πίσω της, όρθιος. Και οι δυο κοιτούσαν τον Παντάκη σαν παρείσακτο. Πρώτος μίλησε ο Παπαθεοδώρου.
«Επιθεωρητά, απορώ. Για ποιο λόγο θέλατε να μας δείτε; Δε φθάνουν όσα τραβήξαμε»;
«Την κυρία ήθελα να δω, κύριε βουλευτά. Με ΄σας τα είπαμε…»
«Η Ελένη είναι κουρασμένη»…
Ο τόνος της φωνής της Ελένης Παπαθεοδώρου, δεν έδειχνε κούραση. Αλλά ούτε κι οδύνη:
«Εντάξει, Θεόφιλε… Δυο κουβέντες μπορώ να της πω στον επιθεωρητή».
Δεν είχε γυρίσει προς το μέρος του. Μίλησε με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να τον κοιτά. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα της στον Παντάκη και τον κοίταξε κατάματα:
«Λοιπόν»;
«Λοιπόν, προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε κάποια στοιχεία που να μας οδηγήσουν στο δράστη»…
«Δεν έχετε ιδέα, λοιπόν»…
«Ακριβώς… Το ξέρω ότι είναι άσχημο να παραδεχόμαστε κάτι τέτοιο, αλλά δε θα ήθελα να σας κοροϊδέψω».
«Ούτε κι εγώ θα το ήθελα, επιθεωρητά. Τη Ντίνα δεν τη γέννησα, αλλά ήταν το παιδί μας. Κάποιος σκότωσε το παιδί μας και θέλω να πληρώσει γι αυτό»!
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έλεγε αλήθεια. Όμως ο Παντάκης δεν είχε πεισθεί ακόμη. Πήρε βαθιά ανάσα και ρώτησε:
«Είχε εχθρούς η Ντίνα, κυρία Παπαθεοδώρου»;
«Τι εχθρούς να έχει ένα παιδί; Η Ντίνα ήταν, ακόμη, παιδί, κύριε… Αλήθεια, δε μου πάει το ‘επιθεωρητής’. Πώς να σας φωνάζω»;
«Επιθεωρητή Παντάκη»…
«Πολύ καλά… Επιθεωρητή Παντάκη… Η Ντίνα, λοιπόν, ήταν παιδί. Κι ως εκ τούτου, δεν είχε εχθρούς».
«Και φίλους»;
«Τι εννοείτε»;
«Φίλους… Σε ποιους κύκλους σύχναζε, με ποιους έβγαινε… Τέτοια πράγματα»…
«Υποψιάζεστε κάποιον από τον κύκλο μας, δηλαδή»;
«Δεν μπορώ να αποκλείσω κάποιον από τον κύκλο σας»…
«Οι φίλοι της Ντίνας είναι πρώτης τάξεως»…
«Δεν αμφιβάλω. Αλλά πάλι, θα ήθελα να ξέρω πού να βαδίσω. Κυρία μου, η κόρη σας δολοφονήθηκε άγρια. Κάποιος τη μαχαίρωσε και, έπειτα, την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που περνούσε από την περιοχή. Ή την μετέφερε κάπου και την πέταξε σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Αλλά ήταν νεκρή, όταν έγινε αυτό. Το μαχαίρι, δεν είναι όπλο που χρησιμοποιείται σε εκτελέσεις. Είναι όπλο εραστών, ή συγγενών. Επίσης, είμαστε σίγουροι ότι η κόρη σας δεν αντιστάθηκε»…
«Αρκετά»!
Είχε μπει στην κουβέντα ο Παπαθεοδώρου. Αλλά και πάλι, η σύζυγός του ήταν αυτή που, με ιδιαίτερη ψυχραιμία, έδωσε το λόγο στον Παντάκη:
«Δε χρειάζεται Θεόφιλε. Ο κύριος επιθεωρητής κάνει, απλά, τη δουλειά του. Θα το υποστούμε κι αυτό… Λοιπόν, επιθεωρητά, η Ντίνα είχε τέσσερις φίλους και δύο φίλες. Γνωστοί από τα χρόνια του γυμνασίου. Αυτή ήταν η παρέα της. Τα παιδιά, όλα πλούσιων οικογενειών, αναγκαστικά, δεν είχαν άλλες παρέες. Καταλαβαίνετε… Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν τη φιλία της, αλλά είχαμε μάθει στην Ντίνα να είναι εκλεκτική. Για να προστατευθεί. Για εκείνη»…
«Μπορώ να έχω ονόματα και διευθύνσεις»;
«Φυσικά. Αλλά θα μου κάνετε μια χάρη. Την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, θέλω να τη μάθω πρώτη, από εσάς. Μην με αφήσετε να τη διαβάσω στα ταμπλόιντ, ή να την δω στις μεσημεριάτικες εκπομπές».
«Θα σας ενημερώσω προσωπικά»…
------------------
Ο Γιώργος πάρκαρε το τζιπ έξω από το συνεργείο του Θανάση του γύφτου, στο Δενδροπόταμο. Ήταν κοινό μυστικό ότι ο Θανάσης δεν ασχολούνταν με επιδιορθώσεις, αλλά με διαλύσεις. Διέλυε σε κομμάτια τα αυτοκίνητα που του πήγαιναν τα κλεφτρόνια και, παλιότερα, τα πουλούσε έτσι, ως ανταλλακτικά, στις μάντρες των ανθρώπων του. Πλέον οι δουλειές είχαν ανοίξει. Έστελνε τα κομμάτια στο Σαντάνσκι κι εκεί, οι Βούλγαροι συνεργάτες του, έφτιαχναν ολοκαίνουργια αυτοκίνητα, με αλλαγμένους τους αριθμούς του σασί και της μηχανής. Μεταποίηση… Η αρχή της ελεύθερης οικιακής οικονομίας…
Μέσα στο συνεργείο δούλευαν, πυρετωδώς, τέσσερις νεαροί. Με τις οξυγονοκολλήσεις στα χέρια, έκοβαν πόρτες, μπάρες, ουρανούς, καπό, σασί… Το μαγαζί άστραφτε στις λάμψεις του οξυγόνου. Σπίθες πετάγονταν δεξιά-αριστερά.
Ο Γύφτος βγήκε από το γραφείο του –έναν χώρο του μαγαζιού, χωρισμένο με τζάμια. Φορούσε μια βρόμικη μπλε φόρμα εργασίας και σκούπιζε τα χέρια του με ένα στουπί. Ήταν κοντός, χοντρός και βρόμικος. Χαμογέλασε στο Γιώργο:
«Αφεντικό; Πώς από δω»;
«Γεια σου Θανάσαρε άρχοντα»!
Έδωσαν τα χέρια.
«Έμπα στο γραφείο. Έλα, να μιλήσουμε ήσυχα. Τσαμπούκαρε μέσα»!
Ο Γιώργος μπήκε πρώτος κι ο Γύφτος τον ακολούθησε. Ένας νεαρός τσιγγάνος καθόταν στον παλιό καναπέ, που ήταν καλυμμένος με ένα παλιό, κόκκινο και βρόμικο ριχτάρι.
«Γκιτ μπουρντά, Σερίφ! Έχουμε να μιλήσουμε»!
Στην προσταγή του Γύφτου, ο νεαρός σηκώθηκε, ράθυμα, έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στον Γιώργο και βγήκε στο μαγαζί. Πήγε κι έπιασε κουβέντα με έναν από τους εργάτες.
«Κάτσε»!
Ο Γιώργος, που δεν είχε, ακόμη, σκουπίσει το χέρι του, μετά τη χειραψία, κοίταξε ερευνητικά τον καναπέ. Μπορούσε να δει τη βρόμα να κόβει βόλτες στο ριχτάρι. Αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να προσβάλει τον Γύφτο, αν ήθελε να γίνει η δουλειά του. Εποίησε την ανάγκη φιλοτιμία και κάθισε.
«Για πες»…
«Θανάση, ήρθα για δουλειά»…
«Εμ, για τι θα ερχόσουνα στο Δενδροπόταμο; Για βεγγέρα; Χε χε»!
«Θέλω να ξεφορτωθώ το τζιπ»…
«Ποιο τζιπ; Αυτό που είναι απέξω»;
«Ναι»…
«Κλεμμένο το ΄χεις, μπρε»;
«Όχι, αγορασμένο, κανονικά. Με άδειες και φορολογικές ενημερώσεις».
«Σκατά! Αν ήταν κλεμμένο, πιο εύκολα θα την κάναμε τη δουλειά»…
«Ε, καλά τώρα… Αν ήταν κλεμμένο, τα ίδια θα μου έλεγες»…
Ο Γύφτος γέλασε.
«Άντε χαλάλι! Να σου δώκω πέντε χιλιάρικα, να στο πάρω, μπρε»…
«Ρε συ Θανάσαρε… Σοβαρολογείς; Πέντε χιλιάρικα; Ξέρεις πόσο κάνει»;
«Όσο και να κάνει, Γιωργάκη, εγώ κομμάτια θα το κάνω και σε κομμάτια θα το πουλήσω. Και θα στο σβήσω, κι όλας. Γιατί, για να το πουλάς εσύ, μπρε, πάει να πει ότι καίει. Σωστά»;
Έτσι ήτανε… Σωστά τα έλεγε ο Γύφτος. Κι ο Γιώργος ξανάνοιωθε φυλακισμένος, όπως όταν τον πίεζε ο Θάνος.
«Επιθεωρητά, απορώ. Για ποιο λόγο θέλατε να μας δείτε; Δε φθάνουν όσα τραβήξαμε»;
«Την κυρία ήθελα να δω, κύριε βουλευτά. Με ΄σας τα είπαμε…»
«Η Ελένη είναι κουρασμένη»…
Ο τόνος της φωνής της Ελένης Παπαθεοδώρου, δεν έδειχνε κούραση. Αλλά ούτε κι οδύνη:
«Εντάξει, Θεόφιλε… Δυο κουβέντες μπορώ να της πω στον επιθεωρητή».
Δεν είχε γυρίσει προς το μέρος του. Μίλησε με το κεφάλι σκυμμένο, χωρίς να τον κοιτά. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα της στον Παντάκη και τον κοίταξε κατάματα:
«Λοιπόν»;
«Λοιπόν, προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε κάποια στοιχεία που να μας οδηγήσουν στο δράστη»…
«Δεν έχετε ιδέα, λοιπόν»…
«Ακριβώς… Το ξέρω ότι είναι άσχημο να παραδεχόμαστε κάτι τέτοιο, αλλά δε θα ήθελα να σας κοροϊδέψω».
«Ούτε κι εγώ θα το ήθελα, επιθεωρητά. Τη Ντίνα δεν τη γέννησα, αλλά ήταν το παιδί μας. Κάποιος σκότωσε το παιδί μας και θέλω να πληρώσει γι αυτό»!
Τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι έλεγε αλήθεια. Όμως ο Παντάκης δεν είχε πεισθεί ακόμη. Πήρε βαθιά ανάσα και ρώτησε:
«Είχε εχθρούς η Ντίνα, κυρία Παπαθεοδώρου»;
«Τι εχθρούς να έχει ένα παιδί; Η Ντίνα ήταν, ακόμη, παιδί, κύριε… Αλήθεια, δε μου πάει το ‘επιθεωρητής’. Πώς να σας φωνάζω»;
«Επιθεωρητή Παντάκη»…
«Πολύ καλά… Επιθεωρητή Παντάκη… Η Ντίνα, λοιπόν, ήταν παιδί. Κι ως εκ τούτου, δεν είχε εχθρούς».
«Και φίλους»;
«Τι εννοείτε»;
«Φίλους… Σε ποιους κύκλους σύχναζε, με ποιους έβγαινε… Τέτοια πράγματα»…
«Υποψιάζεστε κάποιον από τον κύκλο μας, δηλαδή»;
«Δεν μπορώ να αποκλείσω κάποιον από τον κύκλο σας»…
«Οι φίλοι της Ντίνας είναι πρώτης τάξεως»…
«Δεν αμφιβάλω. Αλλά πάλι, θα ήθελα να ξέρω πού να βαδίσω. Κυρία μου, η κόρη σας δολοφονήθηκε άγρια. Κάποιος τη μαχαίρωσε και, έπειτα, την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου που περνούσε από την περιοχή. Ή την μετέφερε κάπου και την πέταξε σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Αλλά ήταν νεκρή, όταν έγινε αυτό. Το μαχαίρι, δεν είναι όπλο που χρησιμοποιείται σε εκτελέσεις. Είναι όπλο εραστών, ή συγγενών. Επίσης, είμαστε σίγουροι ότι η κόρη σας δεν αντιστάθηκε»…
«Αρκετά»!
Είχε μπει στην κουβέντα ο Παπαθεοδώρου. Αλλά και πάλι, η σύζυγός του ήταν αυτή που, με ιδιαίτερη ψυχραιμία, έδωσε το λόγο στον Παντάκη:
«Δε χρειάζεται Θεόφιλε. Ο κύριος επιθεωρητής κάνει, απλά, τη δουλειά του. Θα το υποστούμε κι αυτό… Λοιπόν, επιθεωρητά, η Ντίνα είχε τέσσερις φίλους και δύο φίλες. Γνωστοί από τα χρόνια του γυμνασίου. Αυτή ήταν η παρέα της. Τα παιδιά, όλα πλούσιων οικογενειών, αναγκαστικά, δεν είχαν άλλες παρέες. Καταλαβαίνετε… Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν τη φιλία της, αλλά είχαμε μάθει στην Ντίνα να είναι εκλεκτική. Για να προστατευθεί. Για εκείνη»…
«Μπορώ να έχω ονόματα και διευθύνσεις»;
«Φυσικά. Αλλά θα μου κάνετε μια χάρη. Την αλήθεια, όποια κι αν είναι αυτή, θέλω να τη μάθω πρώτη, από εσάς. Μην με αφήσετε να τη διαβάσω στα ταμπλόιντ, ή να την δω στις μεσημεριάτικες εκπομπές».
«Θα σας ενημερώσω προσωπικά»…
------------------
Ο Γιώργος πάρκαρε το τζιπ έξω από το συνεργείο του Θανάση του γύφτου, στο Δενδροπόταμο. Ήταν κοινό μυστικό ότι ο Θανάσης δεν ασχολούνταν με επιδιορθώσεις, αλλά με διαλύσεις. Διέλυε σε κομμάτια τα αυτοκίνητα που του πήγαιναν τα κλεφτρόνια και, παλιότερα, τα πουλούσε έτσι, ως ανταλλακτικά, στις μάντρες των ανθρώπων του. Πλέον οι δουλειές είχαν ανοίξει. Έστελνε τα κομμάτια στο Σαντάνσκι κι εκεί, οι Βούλγαροι συνεργάτες του, έφτιαχναν ολοκαίνουργια αυτοκίνητα, με αλλαγμένους τους αριθμούς του σασί και της μηχανής. Μεταποίηση… Η αρχή της ελεύθερης οικιακής οικονομίας…
Μέσα στο συνεργείο δούλευαν, πυρετωδώς, τέσσερις νεαροί. Με τις οξυγονοκολλήσεις στα χέρια, έκοβαν πόρτες, μπάρες, ουρανούς, καπό, σασί… Το μαγαζί άστραφτε στις λάμψεις του οξυγόνου. Σπίθες πετάγονταν δεξιά-αριστερά.
Ο Γύφτος βγήκε από το γραφείο του –έναν χώρο του μαγαζιού, χωρισμένο με τζάμια. Φορούσε μια βρόμικη μπλε φόρμα εργασίας και σκούπιζε τα χέρια του με ένα στουπί. Ήταν κοντός, χοντρός και βρόμικος. Χαμογέλασε στο Γιώργο:
«Αφεντικό; Πώς από δω»;
«Γεια σου Θανάσαρε άρχοντα»!
Έδωσαν τα χέρια.
«Έμπα στο γραφείο. Έλα, να μιλήσουμε ήσυχα. Τσαμπούκαρε μέσα»!
Ο Γιώργος μπήκε πρώτος κι ο Γύφτος τον ακολούθησε. Ένας νεαρός τσιγγάνος καθόταν στον παλιό καναπέ, που ήταν καλυμμένος με ένα παλιό, κόκκινο και βρόμικο ριχτάρι.
«Γκιτ μπουρντά, Σερίφ! Έχουμε να μιλήσουμε»!
Στην προσταγή του Γύφτου, ο νεαρός σηκώθηκε, ράθυμα, έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στον Γιώργο και βγήκε στο μαγαζί. Πήγε κι έπιασε κουβέντα με έναν από τους εργάτες.
«Κάτσε»!
Ο Γιώργος, που δεν είχε, ακόμη, σκουπίσει το χέρι του, μετά τη χειραψία, κοίταξε ερευνητικά τον καναπέ. Μπορούσε να δει τη βρόμα να κόβει βόλτες στο ριχτάρι. Αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε να προσβάλει τον Γύφτο, αν ήθελε να γίνει η δουλειά του. Εποίησε την ανάγκη φιλοτιμία και κάθισε.
«Για πες»…
«Θανάση, ήρθα για δουλειά»…
«Εμ, για τι θα ερχόσουνα στο Δενδροπόταμο; Για βεγγέρα; Χε χε»!
«Θέλω να ξεφορτωθώ το τζιπ»…
«Ποιο τζιπ; Αυτό που είναι απέξω»;
«Ναι»…
«Κλεμμένο το ΄χεις, μπρε»;
«Όχι, αγορασμένο, κανονικά. Με άδειες και φορολογικές ενημερώσεις».
«Σκατά! Αν ήταν κλεμμένο, πιο εύκολα θα την κάναμε τη δουλειά»…
«Ε, καλά τώρα… Αν ήταν κλεμμένο, τα ίδια θα μου έλεγες»…
Ο Γύφτος γέλασε.
«Άντε χαλάλι! Να σου δώκω πέντε χιλιάρικα, να στο πάρω, μπρε»…
«Ρε συ Θανάσαρε… Σοβαρολογείς; Πέντε χιλιάρικα; Ξέρεις πόσο κάνει»;
«Όσο και να κάνει, Γιωργάκη, εγώ κομμάτια θα το κάνω και σε κομμάτια θα το πουλήσω. Και θα στο σβήσω, κι όλας. Γιατί, για να το πουλάς εσύ, μπρε, πάει να πει ότι καίει. Σωστά»;
Έτσι ήτανε… Σωστά τα έλεγε ο Γύφτος. Κι ο Γιώργος ξανάνοιωθε φυλακισμένος, όπως όταν τον πίεζε ο Θάνος.
Συνεχίζεται…
Ο πίνακας Dinner Alone είναι του Fred Gibbons
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου