Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Τα δύο σχέδια

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής λέει στο διευθυντή Ασφαλείας, ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Ο Γιώργος μαθαίνει πως βρέθηκε το πτώμα από τις ειδήσεις, αλλά η αστυνομία δεν έχει ανακοινώσει τίποτα για το μαχαίρωμα και κάνει λόγο για τροχαίο.


Καθόταν στη μέση του δωματίου. Όρθιος. Προσπαθούσε να συνέλθει.
«Λοιπόν, βάλτα κάτω: Τι έχεις; Δυο γκόμενες τίγκα στο ποτό και στην κόκα, που θέλουν να πάνε σπίτια τους, πάνω. Έναν Θάνο που σε βοήθησε να τσιμεντάρεις ένα πτώμα, επίσης τίγκα στο ποτό και στην κόκα, επίσης πάνω. Ένα πτώμα που ήταν γκόμενα και το έκανες εσύ πτώμα, όταν το παρέσυρες με το suv, στου πούτσου το ανάθεμα, κάπου σε μια ακτή, μάλλον κοντά εκεί που το πέταξες παρέα με το φιλαράκι. Έναν βουλευτή που ψάχνει την κόρη του. Κι όλη τη μπατσαρία που ψάχνει εσένα…»
Και που τα είχε βάλει κάτω τι έγινε, δηλαδή; Ήταν στο μηδέν. Όπως άρχισε. Όπως η ζωή του. Μια ζωή πάτος.
Αυτό που έπρεπε να κάνει, πρώτα από όλα, ήταν να ξυπνήσει το Θάνο. Και να μη μάθουν οι γκόμενες πως είχαν σχέση με το πτώμα.
Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα. Ο Θάνος κοιμόταν του καλού καιρού. Οι γκόμενες, όμως, είχαν ξυπνήσει και ντύνονταν. Η ψηλή του χαμογέλασε. Η άλλη τον κοιτούσε λες και, εκτός από την ίδια και τη φίλη της, είχε γαμήσει και τη μάνα της. Ή, μάλλον, τον πατέρα της.

«Τι θες μωρή»;

«Δε μας χέζεις, ρε»;

«Άλλα τις, βίτσια…»

Μπήκε στη μέση η ψηλή:

«Έλα, μυαλό δε βάζετε εσείς… Τι φαγώνεστε»;

Της απάντησε:
«Ό,τι γουστάρουμε θα κάνουμε. Τραβάς κάνα ζόρι»;

«Ωχ μωρέ μαλάκα… Δεν πα να βγάλετε και τα μάτια σας»;

«Αυτό το κάναμε χθες. Χαμπάρι δεν πήρες»;

Τον πλησίασε, πάλι, η κοντή. Είχε βάψει, ξανά, τα χείλη της, με εκείνο το σκούρο κραγιόν και τα είχε μεταμορφώσει σε μια παλιά πληγή:

«Κοίτα… Σαν πολλά μας τα πες. Γουστάραμε να σας γαμήσουμε και σας γαμήσαμε. Η κόκα ήταν καλή, τα ποτά το ίδιο. Τέλειωσε τώρα»!

Απάντησε αμέσως:

«Αυτό λέω κι εγώ! Τέλειωσε τώρα. Σνιφάραμε, γίναμε γκολ, γίναμε πίτα, ξεσκιστήκαμε, τέλειωσε! Το βουλώνουμε όλοι και πάμε στα σπιτάκια μας…»

«Να πα να γαμηθείτε όλοι! Ούτε στο σπίτι του δεν μπορεί να κοιμηθεί κανείς»!

Ο Θάνος είχε ξυπνήσει. Απόλυτα φυσικό. Με τόση φασαρία, έπρεπε να είχε ρουφήξει τη μισή Κολομβία, για να μην καταλάβει το παραμικρό. Έπρεπε να του το πει:
«Μαλάκα, πρέπει να μιλήσουμε»…
«Καλημέρα λέει ο κόσμος»…
«Θα σου πω και καλημέρα, αν και δεν το βλέπω. Τέλος πάντων, πιες καφέ, εγώ πάω τις γκόμενες παρακάτω, να πάρουν ταξί».

«Κάλεσε ένα ταξί ρε μαλακισμένο… Πού θα τρέχεις τώρα»…

Τι να του έλεγε; Ότι δε θέλει ταξί εκεί πάνω, επειδή δε θέλει μάρτυρες; Σκέφτηκε λίγο. Βρήκε μια δικαιολογία, την ξεστόμισε:
«Ρε συ, άκου που σου λέω… Οι γκόμενες ήταν σπαθί. Τούμπανα και οι δύο. Ξηγήθηκαν καλά. Πίπα ο Θάνος; Πίπα οι μικρές. Πίσω πόρτα ο Θάνος; Πίσω πόρτα κι οι μικρές. Και τώρα θα τις παρατήσουμε στη μέση του πουθενά»;
Είχε πλησιάσει και μιλούσε στο αυτί του Θάνου, ψιθυριστά.

«Ρε συ, πολύ ψυχοπονιάρης δε μας έγινες; Και τι ψου ψου ψου είναι αυτά μέσα στο αυτί μου; Για γκόμενα με πέρασες»;

«Λοιπόν, τις πάω πιο κάτω»…

«Δεν πα να τις γαμήσεις ξανά… Ούτε με νοιάζει».

«Σε πέντε είμαι πίσω»...
«Έφτυσα»!


----------------


Ο Παντάκης παρακολουθούσε τον ιατροδικαστή Ναστούλη να τεμαχίζει το –άλλοτε- ωραίο κορμί της Ντίνας Παπαθεοδώρου με τα επιδέξια χέρια του. Άνοιξε το θώρακα με ένα ειδικό εργαλείο, που έμοιαζε με γρύλο αυτοκινήτου. Έβγαλε την καρδιά και τη ζύγισε σε μία ζυγαριά που θύμιζε μανάβικο σε λαϊκή και κρεμόταν πάνω από τον πάγκο, όπου είχαν ξαπλώσει το πτώμα. Με τον ίδιο τρόπο έβγαλε ένα – ένα τα ζωτικά όργανα της κοπέλας.
Ό,τι έκανε, το φώναζε, για να γράφει ένα παλιό μαγνητόφωνο που χρησιμοποιούσαν. Το μικρόφωνο κρεμόταν από το ταβάνι, δίπλα στη ζυγαριά.
Ο χώρος είχε πράσινο πλακάκι στον τοίχο, άσπρο πλακάκι στο πάτωμα, λερωμένο από αίμα γύρω από τον πάγκο και κάτασπρο φως φθορισμού. Μύριζε απελπιστικά φορμόλη και πτωμαϊνη.

Τα μάτια του Παντάκη τρεμόπαιζαν. Θυμόταν πώς, πάνω στον ίδιο πάγκο, είχαν ανοίξει το πτώμα του φίλου του. Ήταν το τρίτο, εκείνη τη μέρα. Πρώτα ο δολοφόνος, μετά η Ελένη κι έπειτα ο Κώστας… Τίναξε το κεφάλι του, δεξιά αριστερά, να φύγει η εικόνα από το μυαλό.

«Μια ώρα μιλάω, εις ώτα μη ακουόντων…»
Μπροστά του στεκόταν ο Ναστούλης. Είχε το ύφος του ανθρώπου που δεν του έδινε κανείς σημασία…

«Συγνώμη, γιατρέ… Σκεφτόμουν… Σκεφτόμουν πώς θα το πω στον πατέρα της. Περιμένει από έξω, ξέρεις»…

«Βάλε την Πρήχα να του το πει. Γυναίκα είναι, μπορεί καλύτερα. Οι γυναίκες λένε σκληρά πράγματα, αλλά τις συγχωρούμε. Ίσως επειδή δεν μπορούμε να της ρίξουμε μια μπουνιά στη μύτη, να γεμίσει αίματα»!

Άρχισε να γελάει. Το χιούμορ του ιατροδικαστή δεν ήταν και το καλύτερο. Ταίριαζε με το χώρο…

«Δεν είναι δουλειά της γενικής αστυνομικής διευθύντριας να αναγγέλλει θανάτους»…

«Ούτε δική σου, Παντάκη. Βάλτε τον ψυχολόγο της αστυνομίας να το πει. Ξέρει καλύτερα. Δουλειά σου είναι να με ακούς»…

«Είμαι όλος αυτιά»!

«Φίλε μου, όπως σου είπα από την πρώτη στιγμή: Ο θάνατος επήλθε από τις μαχαιριές. Η πρώτη, στην πλάτη, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλες τρεις, όμως… Ειδικά αυτή στην καρδιά, έσχισε στα δυο την κοιλία, πήρε μαζί αορτές, αρτηρίες, ένα μέρος του πνεύμονα… Δε χρειαζόταν άλλη. Όπως, όμως, φαίνεται, την κάρφωσε άλλες δύο φορές. Να μην τα ξαναλέω»…

«Και οι μώλωπες; Τα κατάγματα; Οι εκδορές; Προηγήθηκε πάλη»;
«Τίποτα απολύτως δεν προηγήθηκε. Ούτε κατάλαβε πώς και γιατί πέθανε. Όλα αυτά έγιναν μετά. Ήταν νεκρή όταν την έσερναν δεξιά κι αριστερά. Κι ακόμα πιο νεκρή, όταν την τσιμέντωσαν και την πέταξαν στη θάλασσα. Και είμαι σίγουρος ότι ήταν θύμα τροχαίου».

«Έτσι εξηγούνται τα ίχνη στην άμμο…»
«Τίποτα δεν εξηγείται έτσι… Δεν την έσυρε στην άμμο το αυτοκίνητο. Ό,τι κόκκο άμμου είχε πάνω της, ήταν μετά που την ξέβρασαν τα κύματα. Τη χτύπησαν στην άσφαλτο. Αλλά όταν τη χτύπησαν, ήταν νεκρή».

«Μου τα ΄χεις κάνει, σκατά».

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, Παντάκη. Για πες μου, τώρα: Γιατί δεν είπατε κουβέντα για τις μαχαιριές στον Τύπο; Άκουσα όλα τα κανάλια. Όλοι λένε για τροχαίο»…

«Δεν είναι ανάγκη να ξέρει ο Τύπος για το έγκλημα. Κόρη βουλευτή ήταν. Άσε να ψάξουμε, πρώτα, να βρούμε κανένα στοιχείο κι έπειτα λέμε κάτι παραπάνω».
«Τότε, καλά θα κάνεις να μιλήσεις με τον Παπαθεοδώρου»…

«Γι αυτό σου λέω… Ποια Πρήχα και ποιος ψυχολόγος… Εγώ θα βγάλω τα κάστανα από τη φωτιά».
Ο ιατροδικαστής ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Παντάκη:

«Ξέρεις ποιον έπρεπε να έχεις μαζί σου σ αυτήν την υπόθεση»;

«Ξέρω»…
«Είναι υπόθεση για δύο, Παντάκη… Για κολλητάρια»…

-----

«Είναι υπόθεση για δύο, Θάνο… Για κολλητάρια»…

Ο Θάνος είχε μείνει κάγκελο. Άκουγε τον Γιώργο να εξιστορεί τι είχε δει στην τηλεόραση και σα να του είχε κοπεί η φωνή. Ο Γιώργος είδε κι απόειδε ότι ο κολλητός δεν έλεγε κουβέντα και συνέχισε:

«Στο κάτω – κάτω της γραφής, κανείς δε μας είδε. Ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα. Σιγά μη μας βρούνε»…

Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο άλλος γύρισε και τον κοίταξε με βλέμμα – υγρό άζωτο.

«Πάρε το Γιάννη»…

«Το Γιάννη; Και τι να του πω ρε Θάνο; Σκοτώσαμε μια κοπέλα…»

«…Σκότωσες…»

«…Σκότωσα, ΟΚ. Σκότωσα. Σκότωσα μια κοπέλα με το αυτοκίνητο, δες αν είναι η κόρη του βουλευτή, του υπουργού, τι σκατά είναι αυτός; Είναι μπάτσος ο Γιάννης, ρε Θάνο»…

«Δικός μας μπάτσος»…

«Δικός μας, ξεδικός μας, είναι μπάτσος. Άλλο να κάνει τα στραβά μάτια για την κόκα και να μας λέει πότε περνάει η δίωξη από τα λημέρια μας, άλλο να μας καλύψει για φόνο»…

«Μπάτσος που τα άρπαξε μια φορά, θα τα αρπάζει για πάντα, Γιωργάκη»…

«Συμφωνώ, αλλά»…
«Πάρε τον»!

Η φωνή του Θάνου πρέπει να ακούστηκε ως το κέντρο της πόλης. Δε σήκωνε άλλο χαβαλέ. Έβγαλε το κινητό του κι έψαξε στο ευρετήριο. Βρήκε το τηλέφωνο του Γιάννη και κάλεσε:
«Τζόνι»…;


«Ναι, ρε! Ο Γιώργος! Πώς πάει»;


«Σώπα! Τόση δουλειά έπεσε»;


«Δεν είδα… Τι…;»


«Α…»

«Μάλιστα…»


«Καλά ρε συ, σ αφήνω τότε. Τα λέμε…»


«Ναι, το βράδυ θα είμαι στο κλαμπ, ΟΚ. Γεια»!

Έκλεισε το τηλέφωνο και το ΄βαλε στην τσέπη του παντελονιού. Ο Θάνος τον κοίταζε επίμονα:

«Λοιπόν»;
«Λοιπόν, όλη η αστυνομία ψάχνει ένα suv που σκότωσε την γκόμενα»…

«Γαμώ το μουνί μου, γαμώ»!

«Κάτσε, έχει κι άλλο»…

«Τι άλλο, ρε μαλάκα; Δε φτάνει αυτό»;

«Το εγκλημάτων κατά της ζωής, πώς το λένε αυτό το γαμημένο το τμήμα, δε δίνει σχεδόν κανένα στοιχείο για την κοπέλα. Μόνον ότι τη χτύπησε τζιπ. Και ψάχνουν όλα τα τζιπ».

«Ε, αυτό είναι καλό. Δεν ξέρουν τίποτα. Φουντάρουμε το τζιπ και…»

«Περίμενε.. Έχει κι άλλο. Η γκόμενα»…
«Τι…;»

«Ήταν πρεζόνι. Ο Γιάννης την ήξερε καλά. Και για να μην τα πει στον μπαμπά της, της έριχνε κι από κανέναν που και που».

«Ε, στα τέτοια μας. Ένα πρεζόνι που γαμούσε ένας μπάτσος, έπεσε στις ρόδες σου, προφανώς μαστουρωμένο… Ε, και»;

«Ήταν και καρφί της ασφάλειας»…

«Σκατά»…

«Ο Γιάννης λέει ότι την έφαγαν τα κυκλώματα»…

«Ξανά σκατά»…
«Φίλε, είμαστε μπλεγμένοι»…

«Εσύ με έμπλεξες παλιοπούστη»!
Ο Θάνος τράβηξε το πιστόλι του, που φορούσε πάντα στη θήκη κάτω από τη μασχάλη. Κόλλησε την κάνη στον κρόταφο του Γιώργου:

«Θα σε σκωτώσω, ρε καριόλη! Θα γεμίσω με τα μυαλά σου τους τοίχους! Ταπετσαρία θα τα κάνω! Μουνί! Με γάμησες!»

«Κάτσε ρε Θάνο! Κάτσε ρε συ… Μην κάνεις μαλακίες»…
Τον έπιασε από τον λαιμό. Ο Γιώργος έτρεμε. Ο Θάνος ήταν τρελός. Τον έσπρωχνε με δύναμη. Τον ανάγκασε να κάτσει ανακούρκουδα, με την πλάτη στον τοίχο. Κι ύστερα κύλησε το πιστόλι, από τον κρόταφο, στο στόμα του:
«Σκάσε! Ακούς! Βούλωσέ το! Μούγκα! Μια κουβέντα να πεις και είσαι ιστορία! Θα σε φυτέψω»!

Εκεί που ήταν σίγουρος πως ο Θάνος θα τραβούσε τη σκανδάλη, εκείνος χαλάρωσε. Τον σήκωσε όρθιο, πάντα με την πλάτη στον τοίχο. Άφησε το πιστόλι να κυλήσει, πρώτα στο μάγουλο κι έπειτα, πάλι στον κρόταφο:

«Πρέπει να καθαρίσεις τα σκατά σου»!

Κλαψούρισε:

«Ναι, ρε συ Θάνο. Αλλά πώς»;
«Σκέψου! Σε μια βδομάδα έχουμε παραλαβή. Αν οι έρευνες των μπάτσων πάνε έτσι, δε θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε το αυτοκίνητο. Χρειαζόμαστε ένα θύμα. Έναν μαλάκα»…

«Ναι, αλλά ποιόν; Κάποιο πρεζόνι; Που να μη θυμάται τι έχει κάνει»;
«Ναι! Ένα πρεζόνι»!
«Το καλύτερο θα ήταν να βρίσκαμε εμείς τι συνέβη… Αλλά πού να τρέχουμε»…
Ο Θάνος τον κοίταξε απότομα. Τα μάτια του έλαμπαν:
«Κι αυτό παίζει»!

«Τι; Να βρούμε εμείς… Έλα ρε… Πλάκα με κάνεις»…
«Δε σου κάνω καθόλου πλάκα! Ένα σπρωξιματάκι θέλουν τα μπατσικά. Κι αν δε βρούμε τίποτα αληθινό να τους πασάρουμε, περνάμε στο επίπεδο βήτα: Τους ρίχνουμε στα χέρια έναν μαλάκα»…



Συνεχίζεται…


Η φωτογραφία είναι του Κρίστιαν Φοσάτι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...