Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Στο κλαμπ

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος, βαποράκι ναρκωτικών, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, φορτωμένο κόκα, παρασύρει και σκοτώνει μια κοπέλα. Με τη βοήθεια του Θάνου, του ανθρώπου που τον προμηθεύει ναρκωτικά, την τσιμεντώνουν και την πετούν στη θάλασσα, για να αποφύγουν το μπλέξιμο.

Δυνατή R and B. Αυτό ήταν ό,τι ζητούσε, αυτήν τη στιγμή, ο Γιώργος. Τσίτα τα γκάζια στα ηχεία, μερικές τρέντι γκόμενες γύρω του, να κουνιούνται κι εκείνος, με τέτοιο δόλωμα, να περάσει μερικά φιξάκια στους μαλάκες. Μόνο που θα έπρεπε να περιμένει, να την κάνει ο Θάνος.
Ο Θάνος… Άνετος στο σκούρο γκρίζο κοστούμι, με το –ίδιου χρώματος- πουκάμισο, τη γραβάτα, το ρόλεξ… Ατσαλάκωτος λες και δεν κουβαλούσε, πριν από λίγο, ένα πτώμα. Λες και δεν τσαλαβουτούσε στα νερά. Όμως, όπως ο ίδιος είχε, πάντα, έξτρα κόκα στο πορτ μπαγκάζ, έτσι ο Θάνος είχε, πάντα, έξτρα κοστούμι στο δικό του αυτοκίνητο. «Για κάθε περίπτωση», έλεγε…
«Θα με χορέψεις»;
Την Τίνα δεν την έβλεπε πρώτη φορά. Κωνσταντίνα την έλεγαν, αλλά το είχε αλλάξει και ντυνόταν σα να είχε βγει από βίντεο κλιπ της Μπιγιονσέ. Κάποιος έπρεπε να της πει ότι δε διέθετε τα απαραίτητα προσόντα και πως ο κώλος της θα παρέμενε «άσπρος και κοκαλιάρικος», όπως θα μπορούσες να ακούσεις σε ταινία του Άλβιν Λι. Ήταν, όμως, ωραία γκόμενα η Τίνα. Μακριά καστανά μαλλιά, στήθη που έβλεπαν τον ουρανό, μπλουζάκι που άφηνε σε κοινή θέα αφαλό, μέση κι ένα τατού με κινέζικα ιδεογράμματα πάνω από το στριγκ.
«Όχι τώρα μωρό μου… Είμαι κομμάτια».
Κινήθηκε σα γάτα. Ξάπλωσε, ουσιαστικά, δίπλα του, στον καναπέ. Ο Θάνος ήταν, ακόμη, απασχολημένος με τις δύο γκόμενες. Κάτι τις έλεγε κι αυτές ξελιγώνονταν στα γέλια, με τα ποτά στα χέρια. Η μία έκρυβε το στόμα της όταν γελούσε, λες και είχε να κρύψει μια σειρά σάπια δόντια. Φορούσε σκούρο κραγιόν κι είχε βαμμένα τα νύχια μαύρα. Σκέτη κατάθλιψη. Η άλλη ήταν ΟΚ. Ψηλή, κοντά μαλλιά, μπλούζα που έκρυβε μόνον το στήθος κι άφηνε όλη την πλάτη έξω, τατού νεράιδα στον δεξί ώμο, φούστα… Φούστα; Μάλλον φαρδιά ζώνη, θα την έλεγες… Πόδια ατέλειωτα. Θα γαμούσε σε λίγο ο Θάνος. Και για να γαμίσει, θα του άφηνε, επιτέλους, το πεδίο ελεύθερο, να πουλήσει κανένα φιξάκι.
Ο Θάνος δεν ήθελε να πουλάει την κόκα μπροστά του. Έπρεπε να φύγει, για να πουλήσει. Και τα πρεζάκια το ήξεραν καλά αυτό. Ήταν κάτι σα σύνθημα. Με το που σηκωνόταν με τη γκόμενα ο Θάνος από το τραπέζι και περπατούσε προς την έξοδο, μαζεύονταν σα τα σαλιγκάρια γύρω από τον καναπέ του Γιώργου. Πλησίαζαν αργά, ένας – ένας, μια ιεροτελεστία. Χαιρετούσαν. Όποιος χαιρετούσε από μακριά, ήθελε δυο δόσεις. Όποιος έκανε χειραψία, ήθελε παραπάνω.
Έπειτα, ο Γιώργος σηκωνόταν και πήγαινε στο αυτοκίνητο. Έπαιρνε ακριβώς τις δόσεις που ήταν να πουλήσει. Πήγαινε στην τουαλέτα. Περίμενε. Ένας – ένας, με την ίδια σειρά που είχαν χαιρετήσει, θα πήγαιναν από «το γραφείο». Θα πλήρωναν, θα έπαιρναν, θα έφευγαν. Κάθε φορά, με τον ίδιο τρόπο.
Μετά, πάλι στο τραπέζι, πάλι η Τίνα θα τριβόταν πάνω του, πάλι κάποιοι νέοι θα χαιρετούσαν κι η κοινωνία θα συνεχιζόταν με το ίδιο τελετουργικό. Σήμερα, όμως, ο Θάνος δεν έλεγε να φύγει. Μιλούσε και ξαναμιλούσε με τις γκόμενες, χαριεντίζονταν, αλλά εκεί… Και τα πρεζάκια βολόδερναν, με ένα ποτό στο χέρι, το βλέμμα θολό… Είχε αρχίσει να ανησυχεί ότι θα τον παρατούσαν και θα ΄βγαιναν στο πεζοδρόμιο, ή θα βολεύονταν με τα αυτοκόλλητα και τα χαπάκια που μοίραζε ο Χάρης στην είσοδο του κλαμπ.
«Τι έγινε, ρε; Χαλάρωσε»…
Ο Θάνος είχε γείρει προς το μέρος του. Είχε πιάσει την ένταση.
«Έχω και δουλειά να κάνω, ρε μαλάκα! Δεν έρχομαι εδώ για την κάβλα μου»…
«Τώρα ρε… Δεν είναι έτοιμη, ακόμα, η γκόμενα»…
«Τι δεν είναι έτοιμη. Σε λίγο θα στον πιάσει και θα σου πάρει πίπα κάτω από το τραπεζάκι. Τι μου λες τώρα…»
«Άκου με που σου λέω… Τις φτιάχνω για παρτούζα. Για σένα δουλεύω αγόρι μου… Η μία, η κοντή, είναι έτοιμη. Βάζω στοίχημα, αν τη χουφτώσω, θα είναι υγρή… Η άλλη, δεν έχει πρόβλημα να γαμηθεί, αλλά δεν μπαίνει στο ίδιο κρεβάτι. Άσε να δουλέψω λίγο ακόμα, να τις πάρω να φύγουμε και, μέχρι να κάνεις τη γύρα, να πιούμε κανένα ποτό στο σπίτι. Έλα μετά κι εσύ, να γίνει το έλα να δεις»!
«Μέχρι να τη ρίξεις εσύ, ρε μαλάκα, θα ΄χουν φτιαχτεί με τα προσωπάκια όλοι εδώ μέσα»…
Γύρισε και κοίταξε γύρω του. Λες να είχε δίκιο ο Γιώργος;
«Δώσ’ μου ένα λεπτό…»
Γύρισε στην ψηλή:
«Λοιπόν, μωρό μου, τα ποτά, εδώ, είναι σκατά. Μπόμπες μας δώσανε σήμερα. Λέω να πάμε κάπου που θα πιούμε ένα ρούμι της προκοπής. Τι λέτε»;
«Σου είπα… Παρτούζες δεν κάνω… Δε γουστάρω με την κολλητή μου, ρε γαμώ το»…
«Εντάξει, μωράκι μου. Το είπαμε. Πάμε, τώρα, να πιούμε το ποτό μας, να συζητήσουμε για το αν υπάρχει Θεός»…
Οι γκόμενες ξελιγώθηκαν, πάλι, στα γέλια. Μια μαλακία είχε πει ο Θάνος και αυτές συμπεριφέρονταν λες και είχαν ακούσει το πιο καλό ανέκδοτο της εικοσαετίας. Του έκλεισε το μάτι.
«Εμείς φεύγουμε. Τέλειωνε…»

…………….

Ο Μίλτος είχε φυτευθεί μπροστά στην τηλεόραση. Δεν παρακολουθούσε. Απλά έβλεπε εικόνες να αλλάζουν. Είχε διαλέξει ένα ντοκιμαντέρ, αλλά αν τον ρωτούσες, δεν υπήρχε περίπτωση να σου πει αν ήταν ένα ντοκιμαντέρ για την αναπαραγωγή της θαλάσσιας χελώνας, ή για τη μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα που χτίστηκε ποτέ. Η τηλεόραση έπαιζε για να παίζει. Για να έχει αφορμή για σκέψη. Για να θυμηθεί τον Κώστα, σε άλλες στιγμές, ευχάριστες –κι όχι όπως τότε που έβαζε ένα πιστόλι στον κρόταφο και τίναζε τα μυαλά του στον αέρα.
Στο μυαλό του είχαν γίνει ένα: ο Κώστας, η θάλασσα, το σκοτάδι, το ταχύπλοο, η βάρκα, η Κατερίνα, οι πυροβολισμοί. Όλα όσα είχαν συμβεί εκείνο το βράδυ.
Ξαφνικά, όλα διαλύθηκαν. Χτυπούσε το κινητό του τηλέφωνο.
Είδε τον αριθμό στην οθόνη. Από το γραφείο. Ασυναίσθητα, πριν απαντήσει, κοίταξε το ρολόι του βίντεο, απέναντί του: 4.30. Ξημέρωνε…
«Ναι…»
«Κύριε διευθυντά, ο αξιωματικός υπηρεσίας…»
«Δολοφονία ή τρομοκρατική ενέργεια;»
«Δολοφονία, μάλλον, κύριε διευθυντά…»
«Δεν το ξεκαθαρίζετε πρώτα, πριν με βγάλετε, αξημέρωτα, από το σπίτι;»
«Κύριε διευθυντά… Είναι η κόρη του Παπαθεοδώρου…»
«Ποιανού Παπαθεοδώρου;»
«Του γνωστού…»
«Του βουλευτή;»
«Μάλιστα…»
Πέρασε περίπου ένα λεπτό ώσπου να ξαναμιλήσει ο Μίλτος. Πέρασε το χέρι του μπροστά από το πρόσωπό του, σα να σκούπιζε κάποια ανύπαρκτα νερά. Έπειτα από τα μαλλιά του, λες και ήθελε να τα στρώσει:
«Πού τη βρήκατε;»
«Στην Κερασιά… Στη θάλασσα».
«Πνιγμός»;
«Τι να σας πω»…
«Για προσπάθησε… Ίσως καταλάβω»!
«Έφερε κακώσεις. Όχι, όμως, από χτυπήματα. Αλλά τα πόδια της…»
«Τι τα πόδια της»;
«Ήταν τσιμενταρισμένα, κ. διευθυντά… Λες και το είχε κάνει η μαφία».
Σιγή και πάλι. Ο Μίλτος Παντάκης, διευθυντής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, έτριψε τα μάτια του με το εσωτερικό του δεξιού του χεριού.
«Καλά. Στείλε ένα περιπολικό να με πάρει. Αν οδηγήσω τώρα, θα έχουμε να κάνουμε και με άλλο ένα πτώμα».
Έκλεισε το κινητό και σηκώθηκε πάνω. Πήρε τη μπουκάλα το Μπαλαντάινς από το τραπεζάκι, μπροστά στην τηλεόραση και το άδειο ποτήρι. Ακούμπησε το μπουκάλι στο μπαράκι, στο σαλόνι και παράτησε το ποτήρι στο νιπτήρα της κουζίνας. Μπήκε στην τουαλέτα. Κοιτάχθηκε στον καθρέπτη.
«Τα χάλια σου έχεις»…
Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Σκουπίστηκε και άλλαξε πουκάμισο. Φόρεσε χαλαρά μια γραβάτα εντελώς αταίριαστη. Κοιτάχθηκε στον καθρέπτη της ντουλάπας. Πήγε να την αλλάξει. Το μετάνοιωσε. Πήρε τσιγάρα, αναπτήρα, το κινητό και το περίστροφο στα χέρια, μέσα στη θήκη. Πάντα τον ενοχλούσε αυτή η θήκη κάτω από τη μασχάλη. Θα το φορούσε αργότερα, αν χρειαζόταν. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος και κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ο αστυνομικός φρουρός τον πλησίασε.
«Καλημέρα. Πρωινός, κύριε διοικητά»…
«Κωλοδουλειά, Ευσταθίου… Κωλοδουλειά»!
Δυο λεπτά μετά, ήταν στο πίσω κάθισμα του υπηρεσιακού αυτοκινήτου και κατευθύνονταν στην ακτή Κερασιάς. Εκεί όπου τον περίμενε ένα πτώμα κι ένας ιατροδικαστής. Ρουτίνα… Τουλάχιστον, έτσι νόμιζε.


Συνεχίζεται…


Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...