Η ανοιχτή BMW του Θάνου διέσχιζε την περιφερειακή της Θεσσαλονίκης, με κατεύθυνση τη Χαλκιδική. Πήρε το δρόμο για Νέα Μουδανιά και, με το που πέρασε την αερογέφυρα της Θέρμης, κρατήθηκε στα δεξιά, παρά την επιθυμία του οδηγού να πατήσει το γκάζι. Μετά τη στροφή του αεροδρομίου, σχεδόν σερνόταν στο δρόμο.
Σε ένα σημείο, οι προστατευτικές μπάρες ήταν ξηλωμένες. Έστριψε στον, πρόχειρα ασφαλτοστρωμένο, παράλληλο δρόμο. Οι περισσότεροι οδηγοί γνώριζαν αυτό το σημείο και το χρησιμοποιούσαν, για να φύγουν από παράλληλους αγροτικούς δρόμους, όταν ο δρόμος για τη Χαλκιδική ήταν πήχτρα τουρίστες. Αυτήν την εποχή, όμως –και τέτοια ώρα, κοντά στο δειλινό- ήταν άδειος.
Ο Θάνος οδηγούσε αργά. Δεν ήθελε να γρατζουνίσει το σασί του στον κωλόδρομο. Σε κάποια στιγμή έπεσε σε ένα νεροφάγωμα και η «μπέμπα», κοντή καθώς ήταν, σύρθηκε, με έναν άσχημο θόρυβο, στο δρόμο. Βλαστήμησε.
«Την ατυχία μου»!
Συνέχισε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας. Σε έναν αγροτικό δρόμο, που περνούσε ανάμεσα από έναν παρατημένο αμπελώνα και ένα οπωρώνα, έστριψε δεξιά. Τον ακολούθησε μέσα από βιοτεχνίες και εργοστάσια, κτήματα και περιβόλια, στριφογυριστό καθώς ανέβαινε στα υψώματα της Καρδίας. Εκεί, μπροστά από έναν τεράστιο άσπρο μαντρότοιχο, σταμάτησε. Έσβησε τη μηχανή κι έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε έναν αριθμό. Ο άλλος ήταν απότομος:
«Σου έχω πει να μην παίρνεις τέτοιες ώρες! Είναι εδώ τα παιδιά»!
«Είμαι απ’ έξω»…
«Είσαι τρελός; Τι γυρεύεις εδώ»;
«Πρέπει να μιλήσουμε…»
«Δυο μέρες πριν τη δουλειά; Για μάζεψέ τα και δίνε του»!
«Έχει προκύψει κάτι… Ξέρεις ότι δεν παίρνω τέτοια ρίσκα»…
Ο άλλος για λίγο σταμάτησε. Έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο. Σχεδόν ταυτόχρονα, η σιδερένια πόρτα του λευκού μαντρότοιχου υποχώρησε, με έναν απότομο θόρυβο. Από το εσωτερικό ξεπρόβαλε μια τριώροφη βίλα, με έναν ατέλειωτο κήπο μπροστά. Ψηλά, στο πίσω μέρος, γυάλιζαν τα νερά μιας πισίνας. Η θέα πρέπει να ήταν φανταστική, σκέφτηκε ο Θάνος κι έβαλε μπροστά. Πάτησε μαλακά το γκάζι κι ακολούθησε τον χαλικόστρωτο δρόμο ως την είσοδο της βίλας.
Εκεί τον περίμενε ένας τύπος που έδινε ουσία στον όρο «φουσκωτός». Χωρίς λαιμό, με χέρια που δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν τα πλευρά, τελευταίο νούμερο πουκάμισο, κοντά δυο μέτρα, αμίλητος, με γυαλιά ηλίου αν και είχε, σχεδόν, δύσει, σκούρο γκρι κοστούμι και γραβάτα στο ίδιο χρώμα. Χωρίς να του πει κουβέντα, στράφηκε προς το εσωτερικό της βίλας κι άρχισε να περπατά. Σε χρόνο ντε τε, ο Θάνος είχε σβήσει τη μηχανή, είχε πηδήξει έξω από τη σκούρα μπλε μπέμπα και ακολουθούσε τον χτιστό φίλο του. «Κεφάλι και σβέρκος ένα πράμα», σκέφτηκε ενώ ακολουθούσε τον αμίλητο οδηγό του.
Ο κοντολαίμης ρινόκερος τον οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί, στη μία πλευρά υπήρχε μια πόρτα με βελουδένια επένδυση. Από μέσα ακούγονταν πνιχτοί ήχοι, που θα μπορούσαν να είναι και πυροβολισμοί και κάποιος μιλούσε αγγλικά. Ο οδηγός του τον έσπρωξε στο διπλανό δωμάτιο. Έφυγε κι άφησε την πόρτα ανοιχτή και το Θάνο να χαζεύει το μπιλιάρδο στη μέση του χώρου. Στην άκρη υπήρχε ένα ποδοσφαιράκι και πέντε ηλεκτρονικά παιχνίδια της δεκαετίας του 80, σκέτες ντουλάπες. Τα τρία ήταν σβηστά, αλλά τα άλλα δύο ήταν ανοικτά. Πλησίασε. Στο ένα, αν ήθελε, μπορούσε να σώσει μια δεσποσύνη από τα χέρια του Κινγκ Κονγκ. Θα έπρεπε, πρώτα, να πηδήξει μερικά βαρέλια… Στο άλλο, μπορούσε να κινήσει μια πασχαλίτσα, ενώ θα τον κυνηγούσαν άλλα ζούδια.
«Μαλακίες…»
Από την άλλη αίθουσα ακούστηκαν δυνατοί αγγλικοί διάλογοι. Κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Άκουσε βήματα. Στην είσοδο ξεπρόβαλε ο άνθρωπός του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του…
«Ελπίζω να έχεις καλό λόγο που με ενοχλείς, ειδικά εδώ. Έβλεπα μία ταινία και τα παιδιά διαβάζουν, επάνω, με τη γυναίκα μου»!
Ο άλλος μιλούσε αυστηρά. Φαινόταν πολύ ενοχλημένος.
«Δε θα σπαταλήσω το χρόνο σας. Μπορούσα να σας τα πω κι από το τηλέφωνο, αλλά για κάποιον λόγο προτίμησα να έρθω από εδώ. Δε μου αρέσει να κάνω λάθη»…
«Λοιπόν»;
«Δεν έχουμε αυτοκίνητο για τη μεταφορά».
Ο άλλος σταμάτησε για λίγο. Έπειτα τον κοίταξε άγρια και, σχεδόν, φώναξε:
«Και τι με νοιάζει εμένα; Ήρθες στο σπίτι μου για να μου πεις ότι δεν έχεις αυτοκίνητο; Φόρτωσε τη «μπέμπα»! Κλέψε ένα! Πάρε ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ και σπρώχνε το ως την κρυψώνα που διάλεξες! Αλλά εξαφανίσου από εδώ, τώρα»!
«Βιάζεσαι…»
«Μη μου μιλάς εμένα έτσι, κωλόπαιδο! Σε μάζεψα από τους δρόμους! Σε έκανα άνθρωπο! Οδηγείς κάμπριο, ντύνεσαι σα μοντέλο από την Ιταλία, γαμάς όποια γκόμενα γουστάρεις, επειδή εγώ σε έκανα άνθρωπο! Εγώ σε έμπασα στη δουλειά! Γι αυτό πρόσεχε»!
«Τα ξέρω αυτά! Τι σημασία έχουν; Την ίδια δουλειά κάνουμε. Κι εσύ κι εγώ, πασάρουμε κόκα! Τι κι αν εσύ δε λερώνεις τα χεράκια σου; Γέρο, με έχεις ανάγκη, όσο κι εγώ! Και δεν ήρθα εδώ να σου πω, μόνο, ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο. Ήρθα για να σου πω ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο, επειδή το δικό μας πάτησε μια σκρόφα, που τυχαίνει να είναι η κόρη ενός βουλευτή»!
«Του Παπαθεοδώρου»;
«Του Παπαθεοδώρου, του Παπακωνσταντίνου, του Παπακαλιάτη! Τι σημασία έχει; Κάποιου Παπακάτι, τέλος πάντων. Και ήρθα να σου το πω, επειδή θα βάλουμε στην επιχείρηση ένα θύμα. Γι αυτό… Και… Τι έχεις»;
Ο άλλος στηρίχθηκε στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Ήταν άσπρος, σα πανί. Ο Θάνος τον πλησίασε:
«Γέρο είσαι καλά»;
«Τα ΄κανες θάλασσα μαλάκα…»
«Ε»;
«Σκάσε! Ποιος οδηγούσε»;
«Ο Γιώργος»…»
«Αυτό το πρεζόνι; Φτιαγμένος ήταν»;
«Όχι, ξενερουά ήταν…»
«Μίλα μου να καταλαβαίνω, ρε»!
«Εντάξει ήταν! Καταλάβαινε τι έκανε»!
«Και πού την πάτησε τη γκόμενα»;
«Λίγο μετά το σπίτι του, στην Περαία».
«Αυτός βρήκε να την πατήσει; Ολόκληρη Θεσσαλονίκη, ολόκληρη Μακεδονία, πήγε κι έπεσε πάνω της»;
«Γιατί τέτοιος καημός»;
«Είσαι ηλίθιος; Σκατά έχεις στο κεφάλι σου; Όλη η αστυνομία θα είναι πίσω του, τώρα»!
«Σιγά ρε φίλε! Κόψε κάτι! Έχουμε γεμίσει κόκα τη μισή Θεσσαλονίκη, έχουμε ταΐσει παραμύθα την άλλη μισή, πιο πριν φέρναμε τόννους το αλβανικό μυρωδάτο και τώρα θα μας κυνηγήσει η αστυνομία για μια γκόμενα που δεν πρόσεξε όταν περνούσε το δρόμο»;
«Αυτή είναι κόρη βουλευτή, ρε! Θα μας κυνηγάνε ώσπου να πατήσουμε μαύρο χιόνι»!
«Μαλακίες! Ξέρεις πόσα παιδιά βουλευτών και βιομηχάνων παίρνουν τις καραμελίτσες σου; Ξέρεις πόσα παιδιά της καλής της κοινωνίας, σαν τα δικά σου, που διαβάζουν επάνω, ταξίδεψαν μέσα σε σπασμούς και αφόρητους πόνους»;
«Τα παιδιά μου να μην τα πιάνεις στο στόμα σου! Ακούς»!
«Γέρο, κάποτε ήσουν σκληρός. Μα, μου φαίνεται ότι με τα χρόνια μαλάκωσες. Χέζεσαι! Φοβάσαι και τη σκιά σου»!
«Είσαι ηλίθιος! Έχεις άγνοια κινδύνου! Εμ, γιατί όχι; Ποιος είσαι εσύ; Ένας πρώην αθλητής, μια βιτρίνα. Ένας μικροέμπορος ναρκωτικών. Ενώ εγώ…»
«Εσύ… Εσύ! Εσύ! Εσύ με τα εκατομμύριά σου, εσύ με τη βίλα σου και την πισίνα σου, με τις επιχειρήσεις σου! Δε διαφέρουμε, γέρο! Καθίκι είμαι εγώ, καθίκι είσαι κι εσύ! Τι κι αν λέγεσαι Χατζηαναγνώστου»;
------------------
Ο Παντάκης είχε πάρει προσωπικά το θέμα. Είχε αρνηθεί κάθε βοήθεια από άλλους αξιωματικούς. Είχε οργανώσει, στα γρήγορα, μία ομάδα υφισταμένων του και αυτούς είχε, τώρα, μπροστά του. Πρώτα γύρισε στον Δημήτρη Σταύρου, τον ψυχολόγο της Ασφάλειας:
«Μίλησες με τη μάνα και τον βουλευτή»;
«Ναι. Υπάρχει κάτι το περίεργο. Ο Παπαθεοδώρου κρατά μια στάση ιδιαίτερα αξιοπρεπή. Απέφυγε να εμφανιστεί συντετριμμένος, όμως στην κουβέντα μας φαινόταν ένας πληγωμένος άνθρωπος. Όπως θα έπρεπε να είναι. Μου έδωσε την εικόνα κάποιου που ψάχνει αφορμή να ξεσπάσει».
«Και η κυρία»;
«Α, η κυρία… Ναι… Η κυρία, αδικείται! Θα έπρεπε να έχει αποφοιτήσει από τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου και να έχει κάνει καριέρα σα δράματα. Έκλαιγε, με λυγμούς, συνεχώς. Με το ζόρι απάντησε σε δυο- τρεις ερωτήσεις μου. Όμως δε με έπεισε ούτε λεπτό, με το ρόλο της μάνας που θρηνεί. Θα έλεγα ότι με το που έφυγα, πέταξε τα μαύρα κι άρχισε το χορό»!
«Ρε Δημήτρη… Είναι δυνατόν; Το παιδί της σκοτώθηκε…»
«Ε, όχι και το παιδί της»…
«Τι είπες»;
«Ε, όχι και το παιδί της! Η Ντίνα ήταν υιοθετημένη»!
Στην κουβέντα μπήκε ο Θανάσης Θεοφίλου. Ο «κομπιουτεράς», όπως τον αποκαλούσαν όλοι:
«Με μια σύντομη έρευνα διαπιστώσαμε ότι η Ντίνα Παπαθεοδώρου ήταν υιοθετημένο παιδί του βουλευτή Θεόφιλου Παπαθεοδώρου. Η Ελένη Παπαθεοδώρου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Την έσυρε σε ιδρύματα ο βουλευτής, που ήθελε οπωσδήποτε ένα παιδί. Κι εκεί βρήκαν και υιοθέτησαν τη Ντίνα».
Τον έκοψε ο Παντάκης:
«Ο Παπαθεοδώρου, όταν υιοθέτησε την Ντίνα, δεν ήταν βουλευτής»…
Ο Θεοφίλου συνέχισε:
«Σωστά. Νεαρός, στέλεχος της νεολαίας του κόμματος, με βλέψεις για τα ψηλά. Ήταν, ήδη, τέσσερα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Πολλοί μουρμούριζαν για τις προτιμήσεις του. Έλεγαν πως ο γάμος με την Ελένη ήταν λευκός»…
«Μου τα μπερδεύεις, Θεοφίλου»…
«Δε σας τα μπερδεύω εγώ, κύριε Διευθυντά! Είναι μπερδεμένα από μόνα τους»!
«Πρέπει να μιλήσω με το ζευγάρι»…
Σε ένα σημείο, οι προστατευτικές μπάρες ήταν ξηλωμένες. Έστριψε στον, πρόχειρα ασφαλτοστρωμένο, παράλληλο δρόμο. Οι περισσότεροι οδηγοί γνώριζαν αυτό το σημείο και το χρησιμοποιούσαν, για να φύγουν από παράλληλους αγροτικούς δρόμους, όταν ο δρόμος για τη Χαλκιδική ήταν πήχτρα τουρίστες. Αυτήν την εποχή, όμως –και τέτοια ώρα, κοντά στο δειλινό- ήταν άδειος.
Ο Θάνος οδηγούσε αργά. Δεν ήθελε να γρατζουνίσει το σασί του στον κωλόδρομο. Σε κάποια στιγμή έπεσε σε ένα νεροφάγωμα και η «μπέμπα», κοντή καθώς ήταν, σύρθηκε, με έναν άσχημο θόρυβο, στο δρόμο. Βλαστήμησε.
«Την ατυχία μου»!
Συνέχισε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας. Σε έναν αγροτικό δρόμο, που περνούσε ανάμεσα από έναν παρατημένο αμπελώνα και ένα οπωρώνα, έστριψε δεξιά. Τον ακολούθησε μέσα από βιοτεχνίες και εργοστάσια, κτήματα και περιβόλια, στριφογυριστό καθώς ανέβαινε στα υψώματα της Καρδίας. Εκεί, μπροστά από έναν τεράστιο άσπρο μαντρότοιχο, σταμάτησε. Έσβησε τη μηχανή κι έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε έναν αριθμό. Ο άλλος ήταν απότομος:
«Σου έχω πει να μην παίρνεις τέτοιες ώρες! Είναι εδώ τα παιδιά»!
«Είμαι απ’ έξω»…
«Είσαι τρελός; Τι γυρεύεις εδώ»;
«Πρέπει να μιλήσουμε…»
«Δυο μέρες πριν τη δουλειά; Για μάζεψέ τα και δίνε του»!
«Έχει προκύψει κάτι… Ξέρεις ότι δεν παίρνω τέτοια ρίσκα»…
Ο άλλος για λίγο σταμάτησε. Έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο. Σχεδόν ταυτόχρονα, η σιδερένια πόρτα του λευκού μαντρότοιχου υποχώρησε, με έναν απότομο θόρυβο. Από το εσωτερικό ξεπρόβαλε μια τριώροφη βίλα, με έναν ατέλειωτο κήπο μπροστά. Ψηλά, στο πίσω μέρος, γυάλιζαν τα νερά μιας πισίνας. Η θέα πρέπει να ήταν φανταστική, σκέφτηκε ο Θάνος κι έβαλε μπροστά. Πάτησε μαλακά το γκάζι κι ακολούθησε τον χαλικόστρωτο δρόμο ως την είσοδο της βίλας.
Εκεί τον περίμενε ένας τύπος που έδινε ουσία στον όρο «φουσκωτός». Χωρίς λαιμό, με χέρια που δεν μπορούσαν να ακουμπήσουν τα πλευρά, τελευταίο νούμερο πουκάμισο, κοντά δυο μέτρα, αμίλητος, με γυαλιά ηλίου αν και είχε, σχεδόν, δύσει, σκούρο γκρι κοστούμι και γραβάτα στο ίδιο χρώμα. Χωρίς να του πει κουβέντα, στράφηκε προς το εσωτερικό της βίλας κι άρχισε να περπατά. Σε χρόνο ντε τε, ο Θάνος είχε σβήσει τη μηχανή, είχε πηδήξει έξω από τη σκούρα μπλε μπέμπα και ακολουθούσε τον χτιστό φίλο του. «Κεφάλι και σβέρκος ένα πράμα», σκέφτηκε ενώ ακολουθούσε τον αμίλητο οδηγό του.
Ο κοντολαίμης ρινόκερος τον οδήγησε στο υπόγειο. Εκεί, στη μία πλευρά υπήρχε μια πόρτα με βελουδένια επένδυση. Από μέσα ακούγονταν πνιχτοί ήχοι, που θα μπορούσαν να είναι και πυροβολισμοί και κάποιος μιλούσε αγγλικά. Ο οδηγός του τον έσπρωξε στο διπλανό δωμάτιο. Έφυγε κι άφησε την πόρτα ανοιχτή και το Θάνο να χαζεύει το μπιλιάρδο στη μέση του χώρου. Στην άκρη υπήρχε ένα ποδοσφαιράκι και πέντε ηλεκτρονικά παιχνίδια της δεκαετίας του 80, σκέτες ντουλάπες. Τα τρία ήταν σβηστά, αλλά τα άλλα δύο ήταν ανοικτά. Πλησίασε. Στο ένα, αν ήθελε, μπορούσε να σώσει μια δεσποσύνη από τα χέρια του Κινγκ Κονγκ. Θα έπρεπε, πρώτα, να πηδήξει μερικά βαρέλια… Στο άλλο, μπορούσε να κινήσει μια πασχαλίτσα, ενώ θα τον κυνηγούσαν άλλα ζούδια.
«Μαλακίες…»
Από την άλλη αίθουσα ακούστηκαν δυνατοί αγγλικοί διάλογοι. Κάποιος είχε ανοίξει την πόρτα. Άκουσε βήματα. Στην είσοδο ξεπρόβαλε ο άνθρωπός του. Έκλεισε την πόρτα πίσω του…
«Ελπίζω να έχεις καλό λόγο που με ενοχλείς, ειδικά εδώ. Έβλεπα μία ταινία και τα παιδιά διαβάζουν, επάνω, με τη γυναίκα μου»!
Ο άλλος μιλούσε αυστηρά. Φαινόταν πολύ ενοχλημένος.
«Δε θα σπαταλήσω το χρόνο σας. Μπορούσα να σας τα πω κι από το τηλέφωνο, αλλά για κάποιον λόγο προτίμησα να έρθω από εδώ. Δε μου αρέσει να κάνω λάθη»…
«Λοιπόν»;
«Δεν έχουμε αυτοκίνητο για τη μεταφορά».
Ο άλλος σταμάτησε για λίγο. Έπειτα τον κοίταξε άγρια και, σχεδόν, φώναξε:
«Και τι με νοιάζει εμένα; Ήρθες στο σπίτι μου για να μου πεις ότι δεν έχεις αυτοκίνητο; Φόρτωσε τη «μπέμπα»! Κλέψε ένα! Πάρε ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ και σπρώχνε το ως την κρυψώνα που διάλεξες! Αλλά εξαφανίσου από εδώ, τώρα»!
«Βιάζεσαι…»
«Μη μου μιλάς εμένα έτσι, κωλόπαιδο! Σε μάζεψα από τους δρόμους! Σε έκανα άνθρωπο! Οδηγείς κάμπριο, ντύνεσαι σα μοντέλο από την Ιταλία, γαμάς όποια γκόμενα γουστάρεις, επειδή εγώ σε έκανα άνθρωπο! Εγώ σε έμπασα στη δουλειά! Γι αυτό πρόσεχε»!
«Τα ξέρω αυτά! Τι σημασία έχουν; Την ίδια δουλειά κάνουμε. Κι εσύ κι εγώ, πασάρουμε κόκα! Τι κι αν εσύ δε λερώνεις τα χεράκια σου; Γέρο, με έχεις ανάγκη, όσο κι εγώ! Και δεν ήρθα εδώ να σου πω, μόνο, ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο. Ήρθα για να σου πω ότι δεν έχουμε αυτοκίνητο, επειδή το δικό μας πάτησε μια σκρόφα, που τυχαίνει να είναι η κόρη ενός βουλευτή»!
«Του Παπαθεοδώρου»;
«Του Παπαθεοδώρου, του Παπακωνσταντίνου, του Παπακαλιάτη! Τι σημασία έχει; Κάποιου Παπακάτι, τέλος πάντων. Και ήρθα να σου το πω, επειδή θα βάλουμε στην επιχείρηση ένα θύμα. Γι αυτό… Και… Τι έχεις»;
Ο άλλος στηρίχθηκε στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Ήταν άσπρος, σα πανί. Ο Θάνος τον πλησίασε:
«Γέρο είσαι καλά»;
«Τα ΄κανες θάλασσα μαλάκα…»
«Ε»;
«Σκάσε! Ποιος οδηγούσε»;
«Ο Γιώργος»…»
«Αυτό το πρεζόνι; Φτιαγμένος ήταν»;
«Όχι, ξενερουά ήταν…»
«Μίλα μου να καταλαβαίνω, ρε»!
«Εντάξει ήταν! Καταλάβαινε τι έκανε»!
«Και πού την πάτησε τη γκόμενα»;
«Λίγο μετά το σπίτι του, στην Περαία».
«Αυτός βρήκε να την πατήσει; Ολόκληρη Θεσσαλονίκη, ολόκληρη Μακεδονία, πήγε κι έπεσε πάνω της»;
«Γιατί τέτοιος καημός»;
«Είσαι ηλίθιος; Σκατά έχεις στο κεφάλι σου; Όλη η αστυνομία θα είναι πίσω του, τώρα»!
«Σιγά ρε φίλε! Κόψε κάτι! Έχουμε γεμίσει κόκα τη μισή Θεσσαλονίκη, έχουμε ταΐσει παραμύθα την άλλη μισή, πιο πριν φέρναμε τόννους το αλβανικό μυρωδάτο και τώρα θα μας κυνηγήσει η αστυνομία για μια γκόμενα που δεν πρόσεξε όταν περνούσε το δρόμο»;
«Αυτή είναι κόρη βουλευτή, ρε! Θα μας κυνηγάνε ώσπου να πατήσουμε μαύρο χιόνι»!
«Μαλακίες! Ξέρεις πόσα παιδιά βουλευτών και βιομηχάνων παίρνουν τις καραμελίτσες σου; Ξέρεις πόσα παιδιά της καλής της κοινωνίας, σαν τα δικά σου, που διαβάζουν επάνω, ταξίδεψαν μέσα σε σπασμούς και αφόρητους πόνους»;
«Τα παιδιά μου να μην τα πιάνεις στο στόμα σου! Ακούς»!
«Γέρο, κάποτε ήσουν σκληρός. Μα, μου φαίνεται ότι με τα χρόνια μαλάκωσες. Χέζεσαι! Φοβάσαι και τη σκιά σου»!
«Είσαι ηλίθιος! Έχεις άγνοια κινδύνου! Εμ, γιατί όχι; Ποιος είσαι εσύ; Ένας πρώην αθλητής, μια βιτρίνα. Ένας μικροέμπορος ναρκωτικών. Ενώ εγώ…»
«Εσύ… Εσύ! Εσύ! Εσύ με τα εκατομμύριά σου, εσύ με τη βίλα σου και την πισίνα σου, με τις επιχειρήσεις σου! Δε διαφέρουμε, γέρο! Καθίκι είμαι εγώ, καθίκι είσαι κι εσύ! Τι κι αν λέγεσαι Χατζηαναγνώστου»;
------------------
Ο Παντάκης είχε πάρει προσωπικά το θέμα. Είχε αρνηθεί κάθε βοήθεια από άλλους αξιωματικούς. Είχε οργανώσει, στα γρήγορα, μία ομάδα υφισταμένων του και αυτούς είχε, τώρα, μπροστά του. Πρώτα γύρισε στον Δημήτρη Σταύρου, τον ψυχολόγο της Ασφάλειας:
«Μίλησες με τη μάνα και τον βουλευτή»;
«Ναι. Υπάρχει κάτι το περίεργο. Ο Παπαθεοδώρου κρατά μια στάση ιδιαίτερα αξιοπρεπή. Απέφυγε να εμφανιστεί συντετριμμένος, όμως στην κουβέντα μας φαινόταν ένας πληγωμένος άνθρωπος. Όπως θα έπρεπε να είναι. Μου έδωσε την εικόνα κάποιου που ψάχνει αφορμή να ξεσπάσει».
«Και η κυρία»;
«Α, η κυρία… Ναι… Η κυρία, αδικείται! Θα έπρεπε να έχει αποφοιτήσει από τη σχολή του Κρατικού Θεάτρου και να έχει κάνει καριέρα σα δράματα. Έκλαιγε, με λυγμούς, συνεχώς. Με το ζόρι απάντησε σε δυο- τρεις ερωτήσεις μου. Όμως δε με έπεισε ούτε λεπτό, με το ρόλο της μάνας που θρηνεί. Θα έλεγα ότι με το που έφυγα, πέταξε τα μαύρα κι άρχισε το χορό»!
«Ρε Δημήτρη… Είναι δυνατόν; Το παιδί της σκοτώθηκε…»
«Ε, όχι και το παιδί της»…
«Τι είπες»;
«Ε, όχι και το παιδί της! Η Ντίνα ήταν υιοθετημένη»!
Στην κουβέντα μπήκε ο Θανάσης Θεοφίλου. Ο «κομπιουτεράς», όπως τον αποκαλούσαν όλοι:
«Με μια σύντομη έρευνα διαπιστώσαμε ότι η Ντίνα Παπαθεοδώρου ήταν υιοθετημένο παιδί του βουλευτή Θεόφιλου Παπαθεοδώρου. Η Ελένη Παπαθεοδώρου δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Την έσυρε σε ιδρύματα ο βουλευτής, που ήθελε οπωσδήποτε ένα παιδί. Κι εκεί βρήκαν και υιοθέτησαν τη Ντίνα».
Τον έκοψε ο Παντάκης:
«Ο Παπαθεοδώρου, όταν υιοθέτησε την Ντίνα, δεν ήταν βουλευτής»…
Ο Θεοφίλου συνέχισε:
«Σωστά. Νεαρός, στέλεχος της νεολαίας του κόμματος, με βλέψεις για τα ψηλά. Ήταν, ήδη, τέσσερα χρόνια παντρεμένος με την Ελένη. Πολλοί μουρμούριζαν για τις προτιμήσεις του. Έλεγαν πως ο γάμος με την Ελένη ήταν λευκός»…
«Μου τα μπερδεύεις, Θεοφίλου»…
«Δε σας τα μπερδεύω εγώ, κύριε Διευθυντά! Είναι μπερδεμένα από μόνα τους»!
«Πρέπει να μιλήσω με το ζευγάρι»…
Συνεχίζεται...
Ο πίνακας Studio Boss είναι του Graham Knuttel και τιμάται 7.900 ευρώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου