Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, υιοθετημένης κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Στον κύκλο της νεκρής υπάρχουν μόνον «γόνοι καλών οικογενειών». Πίσω από το εμπόριο ναρκωτικών φέρεται αναμεμιγμένος ο πολιτικός εχθρός του βουλευτή, επιχειρηματίας Κώστας Χατζηαναγνώστου, ο οποίος συνδιαλέγεται με το Θάνο. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ αλλά όταν επιστρέφει στο σπίτι του Θάνου βρίσκει τον τελευταίο να βιάζει την κοπέλα του, Τίνα.
Από εκεί που βρισκόταν τα έβλεπε όλα. Ο Θάνος έμπαινε και ξανάμπαινε, βίαια, στην Τίνα. Εκείνη φαινόταν πολύ αδύναμη, για να προβάλει κάποια αξιόλογη αντίσταση. Κάτι προσπαθούσε να κάνει, αλλά τα χέρια της έπεφταν στο πλάι, ξεψυχισμένα.
Ο Γιώργος έκανε ένα βήμα πίσω κι ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο. Του ερχόταν να μπει μέσα, εκείνη τη στιγμή, να βγάλει το πιστόλι και να το αδειάσει πάνω στον Θάνο. Το είχε ξανανιώσει, κάποτε, αυτό το συναίσθημα. Τότε, με την Άννα… Μόνον που η Άννα δεν αντιστέκονταν…
Βγήκε έξω. Είδε το αυτοκίνητο του Θάνου και θυμήθηκε ότι δεν είχε δικό του, αφού μόλις είχε ξεφορτωθεί το τζιπ. Μπορούσε να πάει στο γκαράζ και να πάρει ένα άλλο, από τις «κούκλες» του Θάνου, αλλά δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει το κολλητάρι του, τώρα. Περπάτησε προς το δρόμο κι από εκεί προς τον περιφερειακό. Που και που έστριβε το κορμί του, να δει αν ερχόταν κάποιο ταξί. Τελικά, ενώ περπατούσε κι είχε φθάσει κοντά στο τούνελ της Τούμπας, κάλεσε ταξί από το κινητό του τηλέφωνο.
-------
Ο Παντάκης περίμενε στο λίβινγκ ρουμ μιας βίλας, στη Θέρμη. Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγαλύτερο από το διαμέρισμά του. Στο βάθος έπαιζε, αδιάφορα, μια 40άρα πλάσμα. Ειδήσεις, στο CNN. Ήταν η εκπομπή για τα επιχειρηματικά νέα. Τι σύμπτωση, σκέφτηκε.
«Ο κύριος έρχεται»…
Η υπηρέτρια, που πέρασε από μπροστά του, του θύμισε σκηνή από τη Δυναστεία. Ή από κάποια κακή ταινία του Χόλιγουντ.
«Κλισέ», μουρμούρισε, όπως την είδε μέσα στην ασπρόμαυρη στολή της.
Ακούστηκαν βήματα στις σκάλες. Βαριεστημένος κατέβηκε ένας νεαρός. Μακρύ μαύρο μαλλί, φράντζα, σκουλαρίκι στο κάτω χείλος, βαμμένα μαύρα μάτια, ασημένια δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μαύρη μπλούζα με μια στάμπα που έμοιαζε περισσότερο με γκράφιτι.
«Με θες»;
«Ο Διονύσης Στάκας»;
«Ναι»…
«Τότε σε θέλω»!
«Ακούει»…
«Στο όρθιο»;
«Άμα θες, κάτσε»…
«Μπορεί να αργήσουμε»…
«Τότε να κάτσω κι εγώ».
Κάθισαν. Ο ένας απέναντι στον άλλον, βυθίστηκαν στις δυο πολυθρόνες, σε μικρή απόσταση από την τεράστια τηλεόραση. Ο Διονύσης πήρε το τηλεκοντρόλ κι άρχισε να κάνει ζάπινγκ.
«Είσαι φίλος της Παπαθεοδώρου»;
«Της Ντίνας; Ναι. Και λοιπόν»;
«Δεν είπα ότι σημαίνει κάτι αυτό… Απλά, επειδή η κοπέλα σου είχε ένα ατύχημα, προσπαθούμε να δούμε τι συνέβη και ποιος ευθύνεται. Δε σε ενδιαφέρει αυτό»;
«Φίλε, η Ντίνα ξέφυγε από το σώμα της. Έστω κι έτσι. Τυχερή Ντίνα… Εγώ ψάχνω τον τρόπο να ακολουθήσω»…
Ο Παντάκης κρατιόταν μετά βίας. Ο Διονύσης, απέναντί του, το έπαιζε ιδιαίτερα αδιάφορος στην ιδέα του θανάτου. Αλλά ήταν σίγουρος πως το μόνο επικίνδυνο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του, ήταν όταν έβαλε στην πρίζα το ipod του, για να φορτίσει τις μπαταρίες. Για το κινητό του, δεν ήταν σίγουρος. Μάλλον του το φόρτιζε η υπηρέτρια που είχε περάσει, νωρίτερα, μπροστά του.
«Δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτό»;
«Δεν πιστεύω στην τιμωρία. Πονάω για την κακία του, αλλά δεν μπορώ να του κάνω κάτι. Άλλοι θα τον τιμωρήσουν για ό,τι έκανε –κι όχι εσύ κι οι όμοιοί σου».
Αυτό παραπήγαινε για τον Παντάκη. Με μια κίνηση είχε βρεθεί πάνω από τον Διονύση. Του είχε πιάσει το κεφάλι, με το χέρι του, από το μάγουλο και έσφιγγε τη λαβή του, ενώ του μιλούσε. Το τηλεκοντρόλ έπεσε από τα χέρια του μικρού και στην τηλεόραση έμεινε ένα βίντεο κλιπ, στο MTV, να συνοδεύει τη χορογραφία, όπως τα σάουντρακ στις ταινίες:
«Άκου εδώ, κωλόπαιδο! Δεν το ΄χω σε τίποτα να σε χώσω μέσα, για ανθρωποκτονία! Το κατάλαβες»;
«Κάτσε ρε φίλε… Τι ανθρωποκτονία; Για ένα τροχαίο; Εντάξει, στεναχωρήθηκα για τη Ντίνα, αλλά όχι και να πέσω ανάσκελα! Εξάλλου, είχαμε χωρίσει»!
Ο Παντάκης άφησε το Διονύση και σηκώθηκε. Έσιαξε το σακάκι του, τον κόμπο της γραβάτας του και, με μειλίχιο ύφος, ρώτησε τον Διονύση:
«Μήπως ξέρεις, αγόρι μου, με ποιον έβγαινε η Παπαθεοδώρου»;
«Τι να πω, ρε… Είσαι ψυχασθενής! Με κάποιον Τάκη Λουκάκο. Ένα μαλάκα κάγκουρα, που κάνει κόντρες στην Περαία. Να μη σου πω ότι αυτός την χτύπησε με το αυτοκίνητο και την πέταξε στα σκουπίδια»…
«Και πότε χωρίσατε»;
«Έχει καιρό»…
«Και πώς δεν είπες τίποτα στη μάνα της, ή στους δικούς σου»;
«Πρώτα, δεν είναι δουλειά τους. Κι έπειτα, αυτός ο μαλάκας δεν ήταν σόι».
«Δηλαδή»;
«Κυκλοφορούσε με μαχαίρι, απειλούσε… Τέτοια… Την έπεφτε σ όλη την παρέα, ήθελε σώνει και καλά να τον βάζουμε στα σπίτια μας. Μάλλον για να αρπάζει κανένα χρυσαφικό»…
«Και πώς κόλλησε μαζί του η Παπαθεοδώρου; Εσύ εδώ μου περιγράφεις έναν άφραγκο αλητάκο»…
«Η Ντίνα μπορεί να ήταν φραγκάτη, αλλά δεν ήταν ποτέ σαν εμάς, τους υπόλοιπους. Την τραβούσε η ξεφτίλα… Το περιθώριο. Μας τραβούσε, δεξιά κι αριστερά, σε κάτι περίεργα events. Δε λέω, είμαστε σκοτεινοί τύποι, όμως άλλο ο πεσιμισμός κι άλλο η παρακμή. Ίσως γι αυτό να μπήκε στην παρέα μας και να έδιωξε τον Ντάνο».
«Τον Ντάνο»;
«Τον Μαρκάλη. Γιο του επιχειρηματία. Τα είχαν πριν δυο χρόνια. Πριν από ΄μένα».
Ο Παντάκης σημείωσε και τα δυο ονόματα στο καρνέ του. Έφυγε, χωρίς να ευχαριστήσει το Διονύση. Κάτι του έλεγε ότι θα τον ξαναέβλεπε σύντομα.
-----------------------------------
Το ταξί σταμάτησε στο στενό δρόμο των Σαράντα Εκκλησιών, μπροστά από μία πολυκατοικία του ΄70. Ο Γιώργος βγήκε, πλήρωσε και μπήκε στην είσοδο, χωρίς να περιμένει τα ρέστα. Ο ταξιτζής έκανε μια χειρονομία με το χέρι του, σα να τον ευχαριστούσε στα μουγκά κι έφυγε πατώντας μαλακά το γκάζι.
Ο Γιώργος πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Με έναν θόρυβο άναψε το φως της καμπίνας και το έμβολο της πόρτας, που δε βρήκε αντίσταση, τον ειδοποίησε πως ο θαλαμίσκος ήταν στο ισόγειο. Μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί του δεύτερου.
Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Τρεις πόρτες, καλά κλεισμένες, το μωσαϊκό στο πάτωμα και ο φουσκωμένος, από την υγρασία, τοίχος, συμπλήρωναν το ντεκόρ. Στράφηκε στην πόρτα ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι. Ένας βραχνός ήχος ακούστηκε, που θύμιζε κουδούνια άλλης δεκαετίας. Ελαφρά πατήματα ακούστηκαν πίσω από την πόρτα. Ένα ξύσιμο στο ξύλο… Τον παρατηρούσε από το ματάκι. Βαθύς αναστεναγμός. Η πόρτα άνοιξε, σιγά, απαλά. Η Άννα…
------
Ο Θάνος σηκώθηκε πάνω από το γυμνό κορμί της Τίνας. Η μικρή βογκούσε. Γυμνός ο Θάνος, περπάτησε παραπατώντας προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα κι άφησε το νερό να πέσει πάνω του. Έκλεισε τη γυάλινη πόρτα της καμπίνας.
Η Τίνα σηκώθηκε κι αυτή, με κόπο. Προσπάθησε να ισορροπήσει. Έκανε δυο βήματα κι έπεσε εκεί που είχε αφήσει τα ρούχα του ο Θάνος. Το χέρι της ακούμπησε σε κάτι κρύο. Το πιστόλι του. Το σήκωσε. Έκανε, πάλι, να πατήσει στα πόδια της, αλλά της ήταν αδύνατο. Δεν είχε συνέλθει, ακόμη, από την πρέζα.
Με το πιστόλι στα χέρια μπουσούλησε προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα, στα τέσσερα. Σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε το Θάνο, πίσω από το θαμπό τζάμι. Πυροβόλησε.
Ο Θάνος πρώτα ξαφνιάστηκε κι έπειτα ένοιωσε ένα κάψιμο στο δεξί μέρος του στομαχιού του. Τα τζάμια της καμπίνας του μπάνιου είχαν πέσει θρύψαλα στα πόδια του. Έβαλε το χέρι του, με ένα βογκητό, εκεί που αισθανόταν το κάψιμο. Αίμα. Κοίταξε απορημένος την Τίνα, που ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και πάσχιζε να ξανασηκώσει το πιστόλι. Προσπάθησε με μια δρασκελιά να φθάσει στο μέρος της. Γλίστρησε. Έπεσε με την κοιλιά πάνω στα θρύψαλα της καμπίνας. Ένα κομμάτι γυαλί, όρθιο σα σπαθί, διαπέρασε το σώμα του.
Η Ντίνα πυροβόλησε και πάλι. Πέτυχε τα πλακάκια, πάνω από το άψυχο κορμί του Θάνου.
Συνεχίζεται…
Ο πίνακας, πασίγνωστος: Η Δολοφονία του Μαρά, του Ζακ Λουί Νταβίντ
Από εκεί που βρισκόταν τα έβλεπε όλα. Ο Θάνος έμπαινε και ξανάμπαινε, βίαια, στην Τίνα. Εκείνη φαινόταν πολύ αδύναμη, για να προβάλει κάποια αξιόλογη αντίσταση. Κάτι προσπαθούσε να κάνει, αλλά τα χέρια της έπεφταν στο πλάι, ξεψυχισμένα.
Ο Γιώργος έκανε ένα βήμα πίσω κι ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο. Του ερχόταν να μπει μέσα, εκείνη τη στιγμή, να βγάλει το πιστόλι και να το αδειάσει πάνω στον Θάνο. Το είχε ξανανιώσει, κάποτε, αυτό το συναίσθημα. Τότε, με την Άννα… Μόνον που η Άννα δεν αντιστέκονταν…
Βγήκε έξω. Είδε το αυτοκίνητο του Θάνου και θυμήθηκε ότι δεν είχε δικό του, αφού μόλις είχε ξεφορτωθεί το τζιπ. Μπορούσε να πάει στο γκαράζ και να πάρει ένα άλλο, από τις «κούκλες» του Θάνου, αλλά δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει το κολλητάρι του, τώρα. Περπάτησε προς το δρόμο κι από εκεί προς τον περιφερειακό. Που και που έστριβε το κορμί του, να δει αν ερχόταν κάποιο ταξί. Τελικά, ενώ περπατούσε κι είχε φθάσει κοντά στο τούνελ της Τούμπας, κάλεσε ταξί από το κινητό του τηλέφωνο.
-------
Ο Παντάκης περίμενε στο λίβινγκ ρουμ μιας βίλας, στη Θέρμη. Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγαλύτερο από το διαμέρισμά του. Στο βάθος έπαιζε, αδιάφορα, μια 40άρα πλάσμα. Ειδήσεις, στο CNN. Ήταν η εκπομπή για τα επιχειρηματικά νέα. Τι σύμπτωση, σκέφτηκε.
«Ο κύριος έρχεται»…
Η υπηρέτρια, που πέρασε από μπροστά του, του θύμισε σκηνή από τη Δυναστεία. Ή από κάποια κακή ταινία του Χόλιγουντ.
«Κλισέ», μουρμούρισε, όπως την είδε μέσα στην ασπρόμαυρη στολή της.
Ακούστηκαν βήματα στις σκάλες. Βαριεστημένος κατέβηκε ένας νεαρός. Μακρύ μαύρο μαλλί, φράντζα, σκουλαρίκι στο κάτω χείλος, βαμμένα μαύρα μάτια, ασημένια δαχτυλίδια σε όλα τα δάχτυλα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μαύρη μπλούζα με μια στάμπα που έμοιαζε περισσότερο με γκράφιτι.
«Με θες»;
«Ο Διονύσης Στάκας»;
«Ναι»…
«Τότε σε θέλω»!
«Ακούει»…
«Στο όρθιο»;
«Άμα θες, κάτσε»…
«Μπορεί να αργήσουμε»…
«Τότε να κάτσω κι εγώ».
Κάθισαν. Ο ένας απέναντι στον άλλον, βυθίστηκαν στις δυο πολυθρόνες, σε μικρή απόσταση από την τεράστια τηλεόραση. Ο Διονύσης πήρε το τηλεκοντρόλ κι άρχισε να κάνει ζάπινγκ.
«Είσαι φίλος της Παπαθεοδώρου»;
«Της Ντίνας; Ναι. Και λοιπόν»;
«Δεν είπα ότι σημαίνει κάτι αυτό… Απλά, επειδή η κοπέλα σου είχε ένα ατύχημα, προσπαθούμε να δούμε τι συνέβη και ποιος ευθύνεται. Δε σε ενδιαφέρει αυτό»;
«Φίλε, η Ντίνα ξέφυγε από το σώμα της. Έστω κι έτσι. Τυχερή Ντίνα… Εγώ ψάχνω τον τρόπο να ακολουθήσω»…
Ο Παντάκης κρατιόταν μετά βίας. Ο Διονύσης, απέναντί του, το έπαιζε ιδιαίτερα αδιάφορος στην ιδέα του θανάτου. Αλλά ήταν σίγουρος πως το μόνο επικίνδυνο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή του, ήταν όταν έβαλε στην πρίζα το ipod του, για να φορτίσει τις μπαταρίες. Για το κινητό του, δεν ήταν σίγουρος. Μάλλον του το φόρτιζε η υπηρέτρια που είχε περάσει, νωρίτερα, μπροστά του.
«Δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις ποιος ευθύνεται για το θάνατο αυτό»;
«Δεν πιστεύω στην τιμωρία. Πονάω για την κακία του, αλλά δεν μπορώ να του κάνω κάτι. Άλλοι θα τον τιμωρήσουν για ό,τι έκανε –κι όχι εσύ κι οι όμοιοί σου».
Αυτό παραπήγαινε για τον Παντάκη. Με μια κίνηση είχε βρεθεί πάνω από τον Διονύση. Του είχε πιάσει το κεφάλι, με το χέρι του, από το μάγουλο και έσφιγγε τη λαβή του, ενώ του μιλούσε. Το τηλεκοντρόλ έπεσε από τα χέρια του μικρού και στην τηλεόραση έμεινε ένα βίντεο κλιπ, στο MTV, να συνοδεύει τη χορογραφία, όπως τα σάουντρακ στις ταινίες:
«Άκου εδώ, κωλόπαιδο! Δεν το ΄χω σε τίποτα να σε χώσω μέσα, για ανθρωποκτονία! Το κατάλαβες»;
«Κάτσε ρε φίλε… Τι ανθρωποκτονία; Για ένα τροχαίο; Εντάξει, στεναχωρήθηκα για τη Ντίνα, αλλά όχι και να πέσω ανάσκελα! Εξάλλου, είχαμε χωρίσει»!
Ο Παντάκης άφησε το Διονύση και σηκώθηκε. Έσιαξε το σακάκι του, τον κόμπο της γραβάτας του και, με μειλίχιο ύφος, ρώτησε τον Διονύση:
«Μήπως ξέρεις, αγόρι μου, με ποιον έβγαινε η Παπαθεοδώρου»;
«Τι να πω, ρε… Είσαι ψυχασθενής! Με κάποιον Τάκη Λουκάκο. Ένα μαλάκα κάγκουρα, που κάνει κόντρες στην Περαία. Να μη σου πω ότι αυτός την χτύπησε με το αυτοκίνητο και την πέταξε στα σκουπίδια»…
«Και πότε χωρίσατε»;
«Έχει καιρό»…
«Και πώς δεν είπες τίποτα στη μάνα της, ή στους δικούς σου»;
«Πρώτα, δεν είναι δουλειά τους. Κι έπειτα, αυτός ο μαλάκας δεν ήταν σόι».
«Δηλαδή»;
«Κυκλοφορούσε με μαχαίρι, απειλούσε… Τέτοια… Την έπεφτε σ όλη την παρέα, ήθελε σώνει και καλά να τον βάζουμε στα σπίτια μας. Μάλλον για να αρπάζει κανένα χρυσαφικό»…
«Και πώς κόλλησε μαζί του η Παπαθεοδώρου; Εσύ εδώ μου περιγράφεις έναν άφραγκο αλητάκο»…
«Η Ντίνα μπορεί να ήταν φραγκάτη, αλλά δεν ήταν ποτέ σαν εμάς, τους υπόλοιπους. Την τραβούσε η ξεφτίλα… Το περιθώριο. Μας τραβούσε, δεξιά κι αριστερά, σε κάτι περίεργα events. Δε λέω, είμαστε σκοτεινοί τύποι, όμως άλλο ο πεσιμισμός κι άλλο η παρακμή. Ίσως γι αυτό να μπήκε στην παρέα μας και να έδιωξε τον Ντάνο».
«Τον Ντάνο»;
«Τον Μαρκάλη. Γιο του επιχειρηματία. Τα είχαν πριν δυο χρόνια. Πριν από ΄μένα».
Ο Παντάκης σημείωσε και τα δυο ονόματα στο καρνέ του. Έφυγε, χωρίς να ευχαριστήσει το Διονύση. Κάτι του έλεγε ότι θα τον ξαναέβλεπε σύντομα.
-----------------------------------
Το ταξί σταμάτησε στο στενό δρόμο των Σαράντα Εκκλησιών, μπροστά από μία πολυκατοικία του ΄70. Ο Γιώργος βγήκε, πλήρωσε και μπήκε στην είσοδο, χωρίς να περιμένει τα ρέστα. Ο ταξιτζής έκανε μια χειρονομία με το χέρι του, σα να τον ευχαριστούσε στα μουγκά κι έφυγε πατώντας μαλακά το γκάζι.
Ο Γιώργος πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Με έναν θόρυβο άναψε το φως της καμπίνας και το έμβολο της πόρτας, που δε βρήκε αντίσταση, τον ειδοποίησε πως ο θαλαμίσκος ήταν στο ισόγειο. Μπήκε μέσα και πάτησε το κουμπί του δεύτερου.
Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Τρεις πόρτες, καλά κλεισμένες, το μωσαϊκό στο πάτωμα και ο φουσκωμένος, από την υγρασία, τοίχος, συμπλήρωναν το ντεκόρ. Στράφηκε στην πόρτα ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι. Ένας βραχνός ήχος ακούστηκε, που θύμιζε κουδούνια άλλης δεκαετίας. Ελαφρά πατήματα ακούστηκαν πίσω από την πόρτα. Ένα ξύσιμο στο ξύλο… Τον παρατηρούσε από το ματάκι. Βαθύς αναστεναγμός. Η πόρτα άνοιξε, σιγά, απαλά. Η Άννα…
------
Ο Θάνος σηκώθηκε πάνω από το γυμνό κορμί της Τίνας. Η μικρή βογκούσε. Γυμνός ο Θάνος, περπάτησε παραπατώντας προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα κι άφησε το νερό να πέσει πάνω του. Έκλεισε τη γυάλινη πόρτα της καμπίνας.
Η Τίνα σηκώθηκε κι αυτή, με κόπο. Προσπάθησε να ισορροπήσει. Έκανε δυο βήματα κι έπεσε εκεί που είχε αφήσει τα ρούχα του ο Θάνος. Το χέρι της ακούμπησε σε κάτι κρύο. Το πιστόλι του. Το σήκωσε. Έκανε, πάλι, να πατήσει στα πόδια της, αλλά της ήταν αδύνατο. Δεν είχε συνέλθει, ακόμη, από την πρέζα.
Με το πιστόλι στα χέρια μπουσούλησε προς το μπάνιο. Μπήκε μέσα, στα τέσσερα. Σήκωσε το πιστόλι και σημάδεψε το Θάνο, πίσω από το θαμπό τζάμι. Πυροβόλησε.
Ο Θάνος πρώτα ξαφνιάστηκε κι έπειτα ένοιωσε ένα κάψιμο στο δεξί μέρος του στομαχιού του. Τα τζάμια της καμπίνας του μπάνιου είχαν πέσει θρύψαλα στα πόδια του. Έβαλε το χέρι του, με ένα βογκητό, εκεί που αισθανόταν το κάψιμο. Αίμα. Κοίταξε απορημένος την Τίνα, που ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα και πάσχιζε να ξανασηκώσει το πιστόλι. Προσπάθησε με μια δρασκελιά να φθάσει στο μέρος της. Γλίστρησε. Έπεσε με την κοιλιά πάνω στα θρύψαλα της καμπίνας. Ένα κομμάτι γυαλί, όρθιο σα σπαθί, διαπέρασε το σώμα του.
Η Ντίνα πυροβόλησε και πάλι. Πέτυχε τα πλακάκια, πάνω από το άψυχο κορμί του Θάνου.
Συνεχίζεται…
Ο πίνακας, πασίγνωστος: Η Δολοφονία του Μαρά, του Ζακ Λουί Νταβίντ
1 σχόλιο:
μπράβο, καλά του έκανε!
Δημοσίευση σχολίου