Μόνον αυτό του έλειπε του Παντάκη. Να έχει να κάνει με νονούς του ποδοσφαίρου, με ναρκωτικά και άλλες τέτοιες αηδίες. Γιατί για τον Χατζηαναγνώστου αυτό ακουγόταν: Ότι είχε πολύ χρήμα, που είχε μαζέψει από εμπόριο κοκαΐνης. Κι ότι είχε πολλές διασυνδέσεις. Ακόμη και μέσα στην αστυνομία.
Ο Παπαθεοδώρου είχε φύγει από το γραφείο του μάλλον απογοητευμένος. Θα ήθελε από τον επιθεωρητή κάτι παραπάνω από τον τρόπο που σκότωσαν την κόρη του. Θα ήθελε έστω να του πει πως υποψιάζονται το δράστη. Αντί γι αυτό, ο Παντάκης του είχε πει, μόνον, ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν.
Τώρα, ο Παντάκης στέκονταν μπροστά στο παράθυρο του γραφείου του. Ακριβώς από κάτω, στην αυλή του μεγάρου της Αστυνομίας, δυο νεαροί Ζητάδες έπιναν καφέ από πλαστικά ποτήρια και συζητούσαν με έναν ένστολο μπερεδοφόρο της ΥΜΕΤ. Τους κοιτούσε αδιάφορα, μηχανικά, ενώ το μυαλό του ταξίδευε στην υπόθεσή του. Θα ήθελε να μπορούσε –κι αυτός- να πιει καφέ με τους Ζητάδες. Να είναι ένας απλός ένστολος στην αρχή της καριέρας του στην αστυνομία. Να μην είχε γνωρίσει ακόμη, την Πρήχα, τον Κώστα, την Ελένη. Να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Να μπορεί να ξαναρχίσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε. Ήταν η Πρήχα.
«Λοιπόν»;
«Τι λοιπόν»;
«Πώς το πήρε»;
«Καλά. Αξιοπρεπώς»…
«Ναι, δείχνει μία υπέρμετρη αξιοπρέπεια»…
«Τι εννοείς»;
«Ούτε ένα δάκρυ; Τόσες μέρες τον βλέπουμε με σκυμμένο κεφάλι, σαν άρρωστο, αλλά δεν τον είδαμε να κλαίει ποτέ. Στο κάτω-κάτω της γραφής το παιδί του έχασε»…
«Ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Ίσως αυτός ανέλαβε να παίξει το ρόλο του ανθρώπου που αντέχει στα χτυπήματα. Ίσως τον ρόλο τον άλλον, του ευαίσθητου γονιού, να τον έχει καπαρώσει η κυρία Παπαθεοδώρου».
«Αυτή, που δεν είδαμε ποτέ»;
«Αυτή»…
«Αυτό, πάλι, πώς το εξηγείς»;
«Σου είπα: Σε μια οικογένεια, οι ρόλοι είναι δύο: Ο σκληρός κι ο στοργικός. Ο πατέρας τιμωρός και η μάνα κλώσα. Το πιο πιθανό είναι η κ. Παπαθεοδώρου να είναι η μάνα κλώσα. Αυτή που έχει κλειστεί στο σπίτι και θρηνεί για το χαμό της κόρης».
«Πότε θα τους δώσουμε το πτώμα να το κηδέψουν»;
«Σήμερα. Ήδη έδωσα την άδεια στον Παπαθεοδώρου, να το αναλάβουν».
«Θέλω να πας στην κηδεία».
«Το είχα υπόψη μου, πριν μου το ζητήσεις. Θέλω κι εγώ να δω τη θεωρία μου να επαληθεύεται».
«Για τη μάνα – κλώσα»;
«Φυσικά».
«Δεν την πιστεύεις ιδιαίτερα»…
«Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πόνος μιας μάνας, θα έσερνε τα βήματά της ως το νεκροτομείο –τουλάχιστον».
«Κι εγώ έτσι λέω, Μίλτο. Όμως εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους ανθρώπους. Εμείς το θάνατο, το βίαιο θάνατο, τη βία, γενικά, την έχουμε για επάγγελμα. Για όλους τους άλλους είναι κάτι ξένο. Έξω από αυτούς. Κάτι που το απωθούν στο υποσυνείδητό τους. Ξέρεις τι λέει ο περισσότερος κόσμος για μια απλή ληστεία; Για έναν τσαντάκια; ‘Δε θα μου συμβεί εμένα’, αυτό λένε. Μια δολοφονία, ούτε τη σκέφτονται. Τους είναι αδιανόητο. Εδώ, ρε συ Μίλτο, δεν σκέφτονται καν την περίπτωση να πέσουν θύματα τροχαίου»…
«Όλοι απωθούμε την ιδέα του θανάτου, Κατερίνα. Κι εσύ, κι εγώ. Κι όταν, κάποιος, είναι συμφιλιωμένος με το θάνατο, τον αποκαλούμε τέρας, τρελό, ψυχασθενή, απάνθρωπο».
«…»
«Έτσι δεν είναι»;
«Άσε το παρελθόν να γίνει παρελθόν, Μίλτο. Δεν μπορείς να το αλλάξεις».
«Κοινοτυπία, Κατερίνα. Κλισέ»…
«Κλισέ, ξεκλισέ, δεν ξέρω… Ζήσε το παρόν».
«Δεν υπάρχει παρόν, Κατερίνα. Υπάρχει μόνον παρελθόν κι άγνωστο μέλλον. Το παρόν είναι μια στιγμή. Ήδη, αυτό που σου είπα, ανήκει στο παρελθόν. Πατάμε στο παρελθόν, για να ζήσουμε το μέλλον. Όλοι αυτοί που μας σπρώχνουν στο να ζήσουμε τη στιγμή, είναι καιροσκόποι. Διαφημιστές κι άνθρωποι του μάρκετινγκ».
«Όπα! Δεν το ΄ξερα ότι το σώμα απέκτησε υποδιεύθυνση Φιλοσοφίας»!
Ο Παντάκης συνέλαβε τον εαυτό του να γελά. Ένα σύντομο, αλλά αυθεντικό γέλιο. Είχε πολύ καιρό να γελάσει.
------------
Η Τίνα καθόταν στον καναπέ. Είχε μαζέψει τα πόδια της πάνω και θύμιζε γάτα. Μια γάτα που, μόλις είχε κάνει τη ζημιά και μαζεύεται σε ένα μέρος, για να γλιτώσει την κατσάδα. Ο Θάνος καθόταν με τα χέρια στα γόνατα, σκυμμένος μπροστά, με τις παλάμες ενωμένες. Φορούσε το σακάκι του, μάλλον για να κρύβει το αγαπημένο του 45άρι, που φορούσε πάντα κάτω από τη μασχάλη. Εκείνο το κατάμαυρο κολτ. Ο Γιώργος ήταν όρθιος, δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Κοιτούσε, υποτίθεται αδιάφορα, την πόλη, στο φως του απογεύματος. Είχε τα χέρια στις τσέπες και τα αυτιά-ραντάρ.
Στην πολυθρόνα, άνετος, με το ένα πόδι κάτω και το άλλο μαζεμένο σε μια αρχή σταυροποδιού, το θύμα.
Ο Νίκος. Γόνος καλής οικογενείας. Η έκφραση βγήκε ειδικά γι αυτόν. Στην εγκυκλοπαίδεια, δίπλα στο λήμμα, έχει τη φωτογραφία του. Κωλοπαίδι από τα λίγα. Κακομαθημένος. Πατέρας επιχειρηματίας και, συνεχώς, απών. Μάνα τέρας αδηφάγο, που πρώτα κατάπιε το σύζυγο, μετά το γιο κι αφού τους ευνούχισε, άρπαξε τις πιστωτικές του άντρα και ξεχύθηκε στην αγορά να κορέσει την κάψα της για σεξ. Κι αφού ο σύζυγος αρνείται να της καθίσει εδώ και χρόνια, εκείνη ψωνίζει. Ψωνίζει ασταμάτητα.
Ο Νίκος έχει ό,τι ζητήσει. Στα 18 του, ζήτησε Σουμπαρού Ιμπρέσα. Και το πήρε. Το παίζει ανεξάρτητος. Δε ζητάει χρήματα, χαρτζιλίκι δηλαδή, για να μην του την πει ο γέρος κι αρχίσει το κήρυγμα, να πάει να δουλέψει στην επιχείρησή του. Ό,τι λεφτά έχει, ή τα κλέβει από το πορτοφόλι της μάνας του, ή τα κερδίζει στις κόντρες. Γιατί ο Νίκος, είναι κοντράκιας. Κοντράκιας και κάγκουρας. Έχει φορτώσει στο Ιμπρέσα την Άρτα και τα Γιάννενα. Αεροτομές, φτερά, φώτα, προβολείς, σποτάκια, σκατάκια… Τα πάντα.
Κάθεται απέναντί τους, στην πολυθρόνα, άνετος. Παίζει τα κλειδιά του Ιμπρέσα και τους κοιτάζει με ύφος «με έχετε ανάγκη, τσογλάνια. Και θα πληρώσετε».
Τη σιωπή έσπασε ο Θάνος.
«Και θες δέκα χιλιάρικα, φιλαράκι»;
«Μμμμ»!
«Μάλιστα… Για δουλειά μιας ώρας»;
«Μμμμ»!
«Δηλαδή, για να το καταλάβω, επειδή είμαι και λίγο μπούφος: Θα πάρεις το αυτοκίνητο που θα σου δώσουμε, για να πας από το λιμάνι στη Χαλκιδική, στην Καλλιθέα, να κάνεις τη βόλτα σου, να δεις ήλιο και θάλασσα –και να γυρίσεις. Και γι αυτό μας ζητάς δέκα χιλιάρικα»;
«Μμμμ»!
«Μη μου μουγκανίζεις σαν το βόδι, εμένα»!
Δεν φώναξε ο Θάνος. Ούτε έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη του. Σιγά το είπε. Θα μπορούσες να πεις, ότι μίλησε ευγενικά. Είχε κάτι το μάτι του, όμως, μια λάμψη περίεργη, που έδειχνε στον άλλον ότι αν ξαναμουγκάνιζε, σαν το βόδι, δε θα του δινόταν, ξανά, η ευκαιρία, να μιλήσει.
Ο Νίκος ανακάθισε. Πήγε να κοιτάξει τον Θάνο στα μάτια, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα. Με τα μάτια καρφιά στο πάτωμα, άρχισε να μιλάει:
«Κοίτα, ρε φίλε… Καταλαβαίνω ότι δεν είναι απλή βόλτα. Έχει τα ρίσκα της… Ε, να μην έχω μια ασφάλεια κι εγώ»;
«Μα εσύ, αδελφέ, δε θες να έχεις μια ασφάλεια… Θες να εξασφαλίσεις τα γηρατειά σου»!
«Δεν είναι πολλά τα δέκα, ρε Θάνο».
«Κύριε Θάνο»!
«…»
Ο Θάνος χαμογέλασε πλατειά:
«Είμαι μεγαλύτερός σου, αδελφέ… Να σέβεσαι τους μεγαλύτερους»…
«Κύριε Θάνο… Δεν είναι πολλά τα δέκα»…
«Αντιθέτως, τα βλέπω υπερβολικά πολλά. Δέκα δεν πιάνουν άλλοι σε έναν χρόνο. Κι εσύ θα τα πιάσεις σε μία ώρα… Τέλος πάντων»…
«…Δηλαδή»;
«Εντάξει ρε φιλαράκι… Αφού θες να γδάρεις τους κολλητούς σου… Δέκα»!
Ο άλλος ήταν έτοιμος να πεταχθεί όρθιος και να αρχίσει να ουρλιάζει. Συγκρατήθηκε, όμως. Σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας κάτι κινήσεις σα να τον είχαν πυροβολήσει με ΄κείνα τα ειδικά πιστόλια που βγάζουν ηλεκτρικό ρεύμα κι έχουν, για προστασία, οι γκόμενες. Με μια κίνηση σπαστικού, άπλωσε το χέρι του στο Θάνο.
Εκείνος κοίταξε, για λίγο, την απλωμένη παλάμη, που βρισκόταν σε απόσταση πέντε εκατοστών από τη μύτη του. Ο Γιώργος, έκανε μια κίνηση, σα να ήθελε να προλάβει κάτι. Αντίθετα, ο Θάνος σηκώθηκε κι έδωσε το χέρι του στο Νίκο.
«Έγινε φιλαράκι»!
«Εντάξει το ντιλ, λοιπόν»;
«Τζάμι»!
«Και δε σου φαίνονται πολλά τα δέκα»;
«Καθόσον σε κοζάρισα για εντάξει πέρσον»!
«Έγινε ρε Θάνο»!
«Άντε τώρα! Τηγκανόπουλος»!
«Ναι, γεια»!
Γύρισε προς την πόρτα. Με το που έφτασε εκεί, στράφηκε στην Τίνα:
«Την κάνω, θα ΄ρθεις»;
«Γεια χαράδρα, Νίκο. Θα κάτσω, λίγο, με τα παιδιά».
Άνοιξε την πόρτα, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα απαλά πίσω του.
«Θα τον καθαρίσετε, έ»;
Ο Θάνος γύρισε απότομα προς το μέρος της:
«Σκάσε, μη σου γαμίσω το ταμτιριρί»!
Ο Γιώργος τον πλησίασε:
«Ρε Θάνο, μπορεί να μας κάνει και για άλλο ντίλι»…
«Για να μας πάρει άλλα δέκα; Για μαλάκες ψάχνει ο τύπος! Με κόβεις για μαλάκα; Ε; Έχω κάνα μι, στο μέτωπο; Ε»;
Γύρισε απότομα στην Τίνα:
«Κι εσύ, αν ξαναμιλήσεις, θα γίνει της αρκούδας»!
Κι έπειτα, στράφηκε στον Γιώργο:
«Κι εσύ! Μεγαλομαλάκα! Τι θα κάνεις με το τζιπ; Τι περιμένεις; Να κερδίσεις το τζόκερ για να πάρεις άλλο»;
«Δεν κατάλαβα… Μου τη λες»;
«Ναι, ρε! Σου τη λέω! Έπρεπε να το έχεις τελειώσει το θέμα από την πρώτη στιγμή»!
Η Τίνα μπήκε στην κουβέντα:
«Γιατί; Τι έπαθε το τζιπ»;
Δεν κατάλαβε από πού της ήρθε. Ο Θάνος την είχε χτυπήσει με την ανάποδη του χεριού του. Τα μαλλιά της ανακατεύτηκαν κι από τη μύτη της έτρεξε αίμα. Άρχισε να κλαίει.
«Σκάσε μωρή ηλίθια! Σου είπα, να το βουλώσεις, μη δεις το Χριστό φαντάρο»!
Ο Γιώργος είχε κολλήσει στη θέση του. Δίστασε, αλλά τελικά, είπε:
«Πάω να το κανονίσω τώρα»!
Ο άλλος ηρέμησε. Έγινε με μιας, άλλος άνθρωπος:
«Μπράβο το αγόρι μου… Άντε, πήγαινε».
Στράφηκε στην Τίνα:
«Κι εσύ… Πήγαινε πλύσου κι ηρέμησε. Δες λίγη τηλεόραση, άκου μουσική. Θα λείψω για λίγο. Περίμενέ μας εδώ».
Έφυγαν και οι δύο.
Ο Παπαθεοδώρου είχε φύγει από το γραφείο του μάλλον απογοητευμένος. Θα ήθελε από τον επιθεωρητή κάτι παραπάνω από τον τρόπο που σκότωσαν την κόρη του. Θα ήθελε έστω να του πει πως υποψιάζονται το δράστη. Αντί γι αυτό, ο Παντάκης του είχε πει, μόνον, ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν.
Τώρα, ο Παντάκης στέκονταν μπροστά στο παράθυρο του γραφείου του. Ακριβώς από κάτω, στην αυλή του μεγάρου της Αστυνομίας, δυο νεαροί Ζητάδες έπιναν καφέ από πλαστικά ποτήρια και συζητούσαν με έναν ένστολο μπερεδοφόρο της ΥΜΕΤ. Τους κοιτούσε αδιάφορα, μηχανικά, ενώ το μυαλό του ταξίδευε στην υπόθεσή του. Θα ήθελε να μπορούσε –κι αυτός- να πιει καφέ με τους Ζητάδες. Να είναι ένας απλός ένστολος στην αρχή της καριέρας του στην αστυνομία. Να μην είχε γνωρίσει ακόμη, την Πρήχα, τον Κώστα, την Ελένη. Να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Να μπορεί να ξαναρχίσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε. Ήταν η Πρήχα.
«Λοιπόν»;
«Τι λοιπόν»;
«Πώς το πήρε»;
«Καλά. Αξιοπρεπώς»…
«Ναι, δείχνει μία υπέρμετρη αξιοπρέπεια»…
«Τι εννοείς»;
«Ούτε ένα δάκρυ; Τόσες μέρες τον βλέπουμε με σκυμμένο κεφάλι, σαν άρρωστο, αλλά δεν τον είδαμε να κλαίει ποτέ. Στο κάτω-κάτω της γραφής το παιδί του έχασε»…
«Ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Ίσως αυτός ανέλαβε να παίξει το ρόλο του ανθρώπου που αντέχει στα χτυπήματα. Ίσως τον ρόλο τον άλλον, του ευαίσθητου γονιού, να τον έχει καπαρώσει η κυρία Παπαθεοδώρου».
«Αυτή, που δεν είδαμε ποτέ»;
«Αυτή»…
«Αυτό, πάλι, πώς το εξηγείς»;
«Σου είπα: Σε μια οικογένεια, οι ρόλοι είναι δύο: Ο σκληρός κι ο στοργικός. Ο πατέρας τιμωρός και η μάνα κλώσα. Το πιο πιθανό είναι η κ. Παπαθεοδώρου να είναι η μάνα κλώσα. Αυτή που έχει κλειστεί στο σπίτι και θρηνεί για το χαμό της κόρης».
«Πότε θα τους δώσουμε το πτώμα να το κηδέψουν»;
«Σήμερα. Ήδη έδωσα την άδεια στον Παπαθεοδώρου, να το αναλάβουν».
«Θέλω να πας στην κηδεία».
«Το είχα υπόψη μου, πριν μου το ζητήσεις. Θέλω κι εγώ να δω τη θεωρία μου να επαληθεύεται».
«Για τη μάνα – κλώσα»;
«Φυσικά».
«Δεν την πιστεύεις ιδιαίτερα»…
«Όσο μεγάλος κι αν είναι ο πόνος μιας μάνας, θα έσερνε τα βήματά της ως το νεκροτομείο –τουλάχιστον».
«Κι εγώ έτσι λέω, Μίλτο. Όμως εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους ανθρώπους. Εμείς το θάνατο, το βίαιο θάνατο, τη βία, γενικά, την έχουμε για επάγγελμα. Για όλους τους άλλους είναι κάτι ξένο. Έξω από αυτούς. Κάτι που το απωθούν στο υποσυνείδητό τους. Ξέρεις τι λέει ο περισσότερος κόσμος για μια απλή ληστεία; Για έναν τσαντάκια; ‘Δε θα μου συμβεί εμένα’, αυτό λένε. Μια δολοφονία, ούτε τη σκέφτονται. Τους είναι αδιανόητο. Εδώ, ρε συ Μίλτο, δεν σκέφτονται καν την περίπτωση να πέσουν θύματα τροχαίου»…
«Όλοι απωθούμε την ιδέα του θανάτου, Κατερίνα. Κι εσύ, κι εγώ. Κι όταν, κάποιος, είναι συμφιλιωμένος με το θάνατο, τον αποκαλούμε τέρας, τρελό, ψυχασθενή, απάνθρωπο».
«…»
«Έτσι δεν είναι»;
«Άσε το παρελθόν να γίνει παρελθόν, Μίλτο. Δεν μπορείς να το αλλάξεις».
«Κοινοτυπία, Κατερίνα. Κλισέ»…
«Κλισέ, ξεκλισέ, δεν ξέρω… Ζήσε το παρόν».
«Δεν υπάρχει παρόν, Κατερίνα. Υπάρχει μόνον παρελθόν κι άγνωστο μέλλον. Το παρόν είναι μια στιγμή. Ήδη, αυτό που σου είπα, ανήκει στο παρελθόν. Πατάμε στο παρελθόν, για να ζήσουμε το μέλλον. Όλοι αυτοί που μας σπρώχνουν στο να ζήσουμε τη στιγμή, είναι καιροσκόποι. Διαφημιστές κι άνθρωποι του μάρκετινγκ».
«Όπα! Δεν το ΄ξερα ότι το σώμα απέκτησε υποδιεύθυνση Φιλοσοφίας»!
Ο Παντάκης συνέλαβε τον εαυτό του να γελά. Ένα σύντομο, αλλά αυθεντικό γέλιο. Είχε πολύ καιρό να γελάσει.
------------
Η Τίνα καθόταν στον καναπέ. Είχε μαζέψει τα πόδια της πάνω και θύμιζε γάτα. Μια γάτα που, μόλις είχε κάνει τη ζημιά και μαζεύεται σε ένα μέρος, για να γλιτώσει την κατσάδα. Ο Θάνος καθόταν με τα χέρια στα γόνατα, σκυμμένος μπροστά, με τις παλάμες ενωμένες. Φορούσε το σακάκι του, μάλλον για να κρύβει το αγαπημένο του 45άρι, που φορούσε πάντα κάτω από τη μασχάλη. Εκείνο το κατάμαυρο κολτ. Ο Γιώργος ήταν όρθιος, δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα. Κοιτούσε, υποτίθεται αδιάφορα, την πόλη, στο φως του απογεύματος. Είχε τα χέρια στις τσέπες και τα αυτιά-ραντάρ.
Στην πολυθρόνα, άνετος, με το ένα πόδι κάτω και το άλλο μαζεμένο σε μια αρχή σταυροποδιού, το θύμα.
Ο Νίκος. Γόνος καλής οικογενείας. Η έκφραση βγήκε ειδικά γι αυτόν. Στην εγκυκλοπαίδεια, δίπλα στο λήμμα, έχει τη φωτογραφία του. Κωλοπαίδι από τα λίγα. Κακομαθημένος. Πατέρας επιχειρηματίας και, συνεχώς, απών. Μάνα τέρας αδηφάγο, που πρώτα κατάπιε το σύζυγο, μετά το γιο κι αφού τους ευνούχισε, άρπαξε τις πιστωτικές του άντρα και ξεχύθηκε στην αγορά να κορέσει την κάψα της για σεξ. Κι αφού ο σύζυγος αρνείται να της καθίσει εδώ και χρόνια, εκείνη ψωνίζει. Ψωνίζει ασταμάτητα.
Ο Νίκος έχει ό,τι ζητήσει. Στα 18 του, ζήτησε Σουμπαρού Ιμπρέσα. Και το πήρε. Το παίζει ανεξάρτητος. Δε ζητάει χρήματα, χαρτζιλίκι δηλαδή, για να μην του την πει ο γέρος κι αρχίσει το κήρυγμα, να πάει να δουλέψει στην επιχείρησή του. Ό,τι λεφτά έχει, ή τα κλέβει από το πορτοφόλι της μάνας του, ή τα κερδίζει στις κόντρες. Γιατί ο Νίκος, είναι κοντράκιας. Κοντράκιας και κάγκουρας. Έχει φορτώσει στο Ιμπρέσα την Άρτα και τα Γιάννενα. Αεροτομές, φτερά, φώτα, προβολείς, σποτάκια, σκατάκια… Τα πάντα.
Κάθεται απέναντί τους, στην πολυθρόνα, άνετος. Παίζει τα κλειδιά του Ιμπρέσα και τους κοιτάζει με ύφος «με έχετε ανάγκη, τσογλάνια. Και θα πληρώσετε».
Τη σιωπή έσπασε ο Θάνος.
«Και θες δέκα χιλιάρικα, φιλαράκι»;
«Μμμμ»!
«Μάλιστα… Για δουλειά μιας ώρας»;
«Μμμμ»!
«Δηλαδή, για να το καταλάβω, επειδή είμαι και λίγο μπούφος: Θα πάρεις το αυτοκίνητο που θα σου δώσουμε, για να πας από το λιμάνι στη Χαλκιδική, στην Καλλιθέα, να κάνεις τη βόλτα σου, να δεις ήλιο και θάλασσα –και να γυρίσεις. Και γι αυτό μας ζητάς δέκα χιλιάρικα»;
«Μμμμ»!
«Μη μου μουγκανίζεις σαν το βόδι, εμένα»!
Δεν φώναξε ο Θάνος. Ούτε έσβησε το χαμόγελο από τα χείλη του. Σιγά το είπε. Θα μπορούσες να πεις, ότι μίλησε ευγενικά. Είχε κάτι το μάτι του, όμως, μια λάμψη περίεργη, που έδειχνε στον άλλον ότι αν ξαναμουγκάνιζε, σαν το βόδι, δε θα του δινόταν, ξανά, η ευκαιρία, να μιλήσει.
Ο Νίκος ανακάθισε. Πήγε να κοιτάξει τον Θάνο στα μάτια, αλλά χαμήλωσε το βλέμμα. Με τα μάτια καρφιά στο πάτωμα, άρχισε να μιλάει:
«Κοίτα, ρε φίλε… Καταλαβαίνω ότι δεν είναι απλή βόλτα. Έχει τα ρίσκα της… Ε, να μην έχω μια ασφάλεια κι εγώ»;
«Μα εσύ, αδελφέ, δε θες να έχεις μια ασφάλεια… Θες να εξασφαλίσεις τα γηρατειά σου»!
«Δεν είναι πολλά τα δέκα, ρε Θάνο».
«Κύριε Θάνο»!
«…»
Ο Θάνος χαμογέλασε πλατειά:
«Είμαι μεγαλύτερός σου, αδελφέ… Να σέβεσαι τους μεγαλύτερους»…
«Κύριε Θάνο… Δεν είναι πολλά τα δέκα»…
«Αντιθέτως, τα βλέπω υπερβολικά πολλά. Δέκα δεν πιάνουν άλλοι σε έναν χρόνο. Κι εσύ θα τα πιάσεις σε μία ώρα… Τέλος πάντων»…
«…Δηλαδή»;
«Εντάξει ρε φιλαράκι… Αφού θες να γδάρεις τους κολλητούς σου… Δέκα»!
Ο άλλος ήταν έτοιμος να πεταχθεί όρθιος και να αρχίσει να ουρλιάζει. Συγκρατήθηκε, όμως. Σηκώθηκε όρθιος, κάνοντας κάτι κινήσεις σα να τον είχαν πυροβολήσει με ΄κείνα τα ειδικά πιστόλια που βγάζουν ηλεκτρικό ρεύμα κι έχουν, για προστασία, οι γκόμενες. Με μια κίνηση σπαστικού, άπλωσε το χέρι του στο Θάνο.
Εκείνος κοίταξε, για λίγο, την απλωμένη παλάμη, που βρισκόταν σε απόσταση πέντε εκατοστών από τη μύτη του. Ο Γιώργος, έκανε μια κίνηση, σα να ήθελε να προλάβει κάτι. Αντίθετα, ο Θάνος σηκώθηκε κι έδωσε το χέρι του στο Νίκο.
«Έγινε φιλαράκι»!
«Εντάξει το ντιλ, λοιπόν»;
«Τζάμι»!
«Και δε σου φαίνονται πολλά τα δέκα»;
«Καθόσον σε κοζάρισα για εντάξει πέρσον»!
«Έγινε ρε Θάνο»!
«Άντε τώρα! Τηγκανόπουλος»!
«Ναι, γεια»!
Γύρισε προς την πόρτα. Με το που έφτασε εκεί, στράφηκε στην Τίνα:
«Την κάνω, θα ΄ρθεις»;
«Γεια χαράδρα, Νίκο. Θα κάτσω, λίγο, με τα παιδιά».
Άνοιξε την πόρτα, έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα απαλά πίσω του.
«Θα τον καθαρίσετε, έ»;
Ο Θάνος γύρισε απότομα προς το μέρος της:
«Σκάσε, μη σου γαμίσω το ταμτιριρί»!
Ο Γιώργος τον πλησίασε:
«Ρε Θάνο, μπορεί να μας κάνει και για άλλο ντίλι»…
«Για να μας πάρει άλλα δέκα; Για μαλάκες ψάχνει ο τύπος! Με κόβεις για μαλάκα; Ε; Έχω κάνα μι, στο μέτωπο; Ε»;
Γύρισε απότομα στην Τίνα:
«Κι εσύ, αν ξαναμιλήσεις, θα γίνει της αρκούδας»!
Κι έπειτα, στράφηκε στον Γιώργο:
«Κι εσύ! Μεγαλομαλάκα! Τι θα κάνεις με το τζιπ; Τι περιμένεις; Να κερδίσεις το τζόκερ για να πάρεις άλλο»;
«Δεν κατάλαβα… Μου τη λες»;
«Ναι, ρε! Σου τη λέω! Έπρεπε να το έχεις τελειώσει το θέμα από την πρώτη στιγμή»!
Η Τίνα μπήκε στην κουβέντα:
«Γιατί; Τι έπαθε το τζιπ»;
Δεν κατάλαβε από πού της ήρθε. Ο Θάνος την είχε χτυπήσει με την ανάποδη του χεριού του. Τα μαλλιά της ανακατεύτηκαν κι από τη μύτη της έτρεξε αίμα. Άρχισε να κλαίει.
«Σκάσε μωρή ηλίθια! Σου είπα, να το βουλώσεις, μη δεις το Χριστό φαντάρο»!
Ο Γιώργος είχε κολλήσει στη θέση του. Δίστασε, αλλά τελικά, είπε:
«Πάω να το κανονίσω τώρα»!
Ο άλλος ηρέμησε. Έγινε με μιας, άλλος άνθρωπος:
«Μπράβο το αγόρι μου… Άντε, πήγαινε».
Στράφηκε στην Τίνα:
«Κι εσύ… Πήγαινε πλύσου κι ηρέμησε. Δες λίγη τηλεόραση, άκου μουσική. Θα λείψω για λίγο. Περίμενέ μας εδώ».
Έφυγαν και οι δύο.
Συνεχίζεται…
Η φωτογραφία είναι της Darlene Shiels
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου