Ήταν, ήδη, φτιαγμένος. Μια μυτιά, που είχε πάρει στο μπάνιο, τον είχε φέρει εκεί. Έβαλε τα φιξάκια στις εσωτερικές τσέπες του μπουφάν και πήγε να πάρει το τζιπ. Τον περίμεναν. Γύρισε το κλειδί στη μηχανή.
Χαμογελούσε. Κοιτάχτηκε στο καθρεπτάκι, πριν βάλει όπισθεν. Είχε γένια τριών ημερών -έτσι ήταν πάντα, άλλωστε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα -αλλά και πότε δεν ήταν;
Χαμογελούσε. Το παρατήρησε και πάλι. Ναι, αυτό σίγουρα του συνέβαινε για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Ίσως από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει με τον Κωνσταντίνο.
Πάτησε γκάζι. Βγήκε, μαλακά, στο δρόμο. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, φύγαμε...
Ψαχούλεψε τις εσωτερικές του τσέπες. Του φάνηκε πως δεν είχε τίποτα μέσα... Πανικοβλήθηκε. Έχασε το χαμόγελό του. Γύρισε να κοιτάξει. Λάθος... Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό.
Ακούστηκε σα γδούπος. Ένας πνιχτός θόρυβος κι ύστερα, σα να έσερνε κάτι με το αυτοκίνητο. Ώσπου να καταλάβει τι γινόταν, έκανε αρκετά μέτρα. Πάτησε φρένο απότομα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, με έναν θόρυβο. Κοιτούσε ίσια μπροστά. Ήταν... Μήπως... Ο καλύτερος τρόπος για να δει τι είχε γίνει, ήταν να βγει από το αυτοκίνητο. Όμως, εδώ και χρόνια απέφευγε τους εφιάλτες του όπως ο διάολος το λιβάνι. Τώρα να βγει, να κοιτάξει. Κι αν...
Κοίταξε, πρώτα, το καθρεπτάκι. Ο δρόμος ήταν το ίδιο άδειος, πίσω του, όσο και μπρος του. Μια απόφαση ήταν...
Άνοιξε την πόρτα. Ακούμπησε το κεφάλι στο προσκέφαλο της πολυθρόνας του οδηγού. Έκλεισε τα μάτια. Πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε έξω.
Ήταν εκεί. Ακίνητη. Το αριστερό της πόδι είχε πάρει μια περίεργη θέση. Αφύσικη. Μπορούσες να δεις το κόκαλο να εξέχει από τη σάρκα. Τα χέρια της , ανοιχτά, δεξιά κι αριστερά, έμοιαζε με την κυρά των όφεων. Ειδικά όπως είχαν τραβηχτεί τα ρούχα της προς τα κάτω. Το στήθος της είχε χυθεί έξω. Ήταν βρόμικο, λασπωμένο. Δεν μπορούσε να δει το κεφάλι της. Είχε γδαρθεί, σε διάφορα μέρη. Έτρεχε αίμα.
Έσκυψε πάνω της. Την έπιασε από τα πόδια. Τα παράτησε. Μετά από τα ρούχα. Προσπάθησε να τη σύρει. Είχε σφηνωθεί κάτω από το αυτοκίνητό του.
Πανικοβλήθηκε. Σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε δεξιά αριστερά. Κανείς. Ερημιά. Έβγαλε, από την εσωτερική τσέπη, ένα φιξάκι. Σνιφάρισε στα γρήγορα κι έτριψε, με ό,τι απέμεινε, τα δόντια του.
Προσπάθησε να την τραβήξει, και πάλι, από το κάτω μέρος του τζιπ. Τίποτα... Έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε το νούμερο της Άννας.
-Έλα...
-Γιώργο;
-Ναι, εγώ.
-Τι έγινε;
Μιλούσε απότομα. Το καταλάβαινε. Δεν μπορούσε, όμως, να το αλλάξει.
-Κοίτα, ξεκίνησα για εκεί.
-Αχ, ρε Γιώργο. Πάλι τα ίδια... Πάλι;
-Άννα, άσε τα, τώρα, αυτά. Άκου με...
-Πάλι, πάλι, πάλι... Πότε θα το κόψεις; Τζάμπα πήγαν τόσες μέρες στην κλινική;
-Άννα, άκου με...
-Δεν το μπορώ άλλο, Γιώργο. Μην ξαναπάρεις.
Έκλεισε. Είχε μείνει με το τηλέφωνο στο αυτί, να την παρακαλάει να τον ακούσει. Αλλά η Άννα είχε κλείσει. Χτύπησε, με το κινητό του, το κεφάλι του. Μια, δυο, τρεις φορές. Έσκυψε. Σφίχτηκε. Νόμιζε ότι θα κλάψει. Τελικά, του έφυγε ένας αναστεναγμός.
Σχημάτισε άλλον αριθμό.
-Ναι;
-Θάνο;
-Έλα ρε Γιώργο! Τι έγινε;
-Χτύπησα μια γυναίκα.
Πέρασαν κάτι δευτερόλεπτα. Κανείς δε μιλούσε. Μίλησε εκείνος.
-Μ' ακούς; Χτύπησα μια γυναίκα.
-Τι... Πως.. Πώς τη χτύπησες;
-Με το αυτοκίνητο...
-Έχεις το τζιπ;
-Ναι...
-Πού βρίσκεσαι;
-Στο δρόμο για την πόλη. Ξέρεις... Αμέσως μετά το σπίτι...
-Έχει... Έχει αστυνομία;
-Όχι. Είμαι μόνος... Δηλαδή με αυτήν...
-Είναι καλά;
-Τι καλά, ρε; Είναι νεκρή!
-Κάτσε, κάτσε... Ηρέμησε. Είσαι σίγουρος;
-Απόλυτα... Είναι ακίνητη, κάτω από το αυτοκίνητό μου.
-...
-Θάνο;
-Έλα...
-Θάνο, τι θα κάνω;
-Ηρέμησε. Ηρέμησε αγόρι μου... Κοίτα, πρώτα να βεβαιωθείς ότι δε ζει. Μήπως έχει χτυπήσει η γυναίκα και πρέπει να καλέσεις ασθενοφόρο...
-Τι ασθενοφόρο ρε μαλάκα! Είμαι φτιαγμένος. Έχω πάνω μου τα φιξάκια. Ερχόμουν εκεί, αν το ξέχασες...
-Εντάξει, εντάξει... Μαλακία είπα. Λοιπόν... Ηρεμία! Δες, πρώτα, αν ζει.
-Πώς;
-Πως... Τι πώς; Αν αναπνέει, αν χτυπάει η καρδιά της, βάλε ένα καθρεφτάκι, κάτι... Κάνε κάτι!
Με το τηλέφωνο στο αυτί κοίταξε, νευρικά, δεξιά - αριστερά. Έπειτα έσκυψε κι έβαλε το χέρι του στο στήθος της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί την καρδιά της. Τίποτα. Έπειτα ψαχούλεψε το χέρι της. Έψαξε το σφυγμό της. Πάλι τίποτα. Προσπάθησε να βάλει το χέρι του στο λαιμό της, αλλά δεν έφθανε, έτσι όπως είχε σφηνώσει κάτω από το τζιπ.
-Νεκρή είναι...
-Γαμώ το... Ρε συ, μπας και κάνεις λάθος;
-Τι λάθος, ρε! Σου είπα! Δεν αναπνέει, δεν χτυπάει η καρδιά της, δεν έχει σφυγμό. Είναι τόσο νεκρή, όσο κι η γιαγιά μου, που πέθανε πριν δέκα χρόνια! Θα βοηθήσεις, ή θα συνεχίσεις να ρωτάς μαλακίες;
-Εντάξει, εντάξει... Τώρα είσαι μέσα στη μέση του δρόμου;
-Ναι, είπαμε! Κι αυτή, κάτω από τις ρόδες. Εντάξει; Το κατάλαβες; Μήπως θες να στο γράψω και σε ες εμ ες;
-Κοίτα... Ξεκινάω για εκεί. Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί, θα τη βγάλουμε μαζί. Στο μεταξύ, κάνε μια προσευχή να μην περάσει κανείς και, αν μπορείς, σπρώξ΄την πιο κάτω από το τζιπ. Μετά μπες μέσα, κλείσε την πόρτα και... και κάνε ότι είσαι με γκόμενα! Ερημιά είναι εκεί, λογικό να σταμάτησες να χαλβαδιάσεις. Και να περάσει κανένας, δε θα σταματήσει...
-Κοίτα κάνε γρήγορα...
-Εντάξει.
-Λοιπόν, τα λέμε...
-Κάτσε, Γιώργο... Περίμενε! Δε μου λες...
-Ναι;
-Μίλησες σε κανέναν άλλον;
Ίσως θα ήταν καλύτερα να του πει. Ίσως, πάλι, όχι. Εκείνη τη στιγμή, όμως, αποφάσισε να μη μιλήσει για την Άννα.
-Όχι...
-Εντάξει. Μην πεις σε κανέναν τίποτα. Δεν ξέρεις, ποτέ... Έρχομαι.
Ο Θάνος είχε κλείσει το τηλέφωνο. Κι εκείνος, έσπρωξε, κάτω από το τζιπ, την άγνωστη της νύχτας και μπήκε μέσα.
----------
Είκοσι λεπτά μετά, το αυτοκίνητο του Θάνου σταματούσε πίσω από το δικό του. Χωρίς αλάρμ. Μόνον τότε κατάλαβε ότι, όλη αυτήν την ώρα, είχε τα αλάρμ ανοικτά. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε περάσει κάποιος, αλλά δεν τα κατάφερνε. Νόμιζε πως όχι...
Ο Θάνος του χτύπησε το παράθυρο. Ψηλός, με μαύρα ρούχα, όπως πάντα, πουκάμισο, παντελόνι, δερμάτινο μπουφάν. Είχε ψύχωση με αυτό το χρώμα. Κατέβασε το τζάμι.
-Ήρθες;
-Μη ρωτάς μαλακίες. Κατέβα να τελειώνουμε...
Κατέβηκε.
-Πιάσε το άλλο πόδι...
Του είχε αφήσει το σπασμένο. Είχε πάρει, όμως, άλλο ένα φιξάκι και δεν τον ένοιαζε. Άρπαξε το πόδι.
-Με το τρία, τραβάμε. Ένα... δύο... τρία!
Τράβηξαν. Ακούστηκε να σπάει ένα κόκαλο και να ξεκολλάει μια λαμαρίνα.
-Όχι ρε πούστη μου!
-Πρόσεχε, ρε μαλάκα!
-Εγώ, ή εσύ;
-Έλα, δεν είναι ώρα τώρα...
-Εγώ φταίω, που ήρθα τρέχοντας. Έπρεπε να σ αφήσω να τα βγάλεις πέρα μόνος σου...
-Ναι... Τι ωραία που τα λες! Με τόσα φιξάκια πάνω μου, με όλο το πράμα στο σπίτι... Και, μετά, οι πελάτες σου, να σου χτυπούν την πόρτα και να φεύγουν... Να πηγαίνουν στο Μαύρο για τη δόση τους. Δεν τα αντέχεις αυτά...
-Δε σκας, λέω εγώ! Άσχημα σου πέφτει. Λίγα βγάζεις;
-Καλά, τα λέμε καμία άλλη ώρα...
-Δώσε μια μυτιά...
-Κλεβόμαστε και μεταξύ μας, τώρα;
-Ρε μαλάκα, τόσες έκανες! Άσε. Σήμερα είναι νύχτα χασούρας. Θα τα βγάλουμε προσεχώς...
Έβγαλε και έδωσε στο Θάνο μια δόση. Τη σνίφαρε στα γρήγορα. Έτριψε και τα δόντια του...
-Καλό πράμα...
-Δε μου λες, θα μείνουμε εδώ, με ένα πτώμα ξαπλωμένο στο δρόμο κι εμάς να σνιφάρουμε, σαν τους πρεζάκηδες; Σε φώναξα για να βοηθήσεις, όχι να με γαμήσεις... Μπορούσα και μόνος μου!
-Ναι αγάπη μου; Αλλά το ξένο είναι πιο γλυκό!
-Άσε τις μαλακίες και λέγε. Τι κάνουμε τώρα;
-Τώρα τη φορτώνουμε στο πίσω κάθισμα του 4Χ4, βρίσκουμε μια ερημιά και τη θάβουμε. Ή, αν προτιμάς, τη ρίχνουμε και στη θάλασσα, που είναι πιο κοντά.
-Πάμε Ακτή Κερασιάς;
-Πάμε Ακτή Κερασιάς!
-Σύνεργα;
-Τα ΄φερα όλα. Τι είμαι εγώ, ρε! Κανένας φρέσκος; Παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι!
-Φύγαμε!
Φτιαγμένος ή όχι, ο Γιώργος άρπαξε το πτώμα από τις μασχάλες. Ο Θάνος από τα πόδια και τη στρίμωξαν στο πίσω κάθισμα του τζιπ. Λίγα λεπτά μετά, ήταν σε μια ερημική παραλία κι ο Γιώργος έσερνε την άγνωστη νεκρή στα βότσαλα, κρατώντας την απ τις μασχάλες. Ο Θάνος κουβαλούσε έναν κουβά, μισό σακί τσιμέντο κι ένα φτυάρι...
Ξάπλωσαν το πτώμα δίπλα εκεί που έσκαγε το κύμα. Πρώτος μίλησε ο Θάνος:
-Ρε συ, ομορφούλα είναι!
-Έχεις καιρό να γαμήσεις, μου φαίνεται...
-Δες την καλά!
-Τι να δω... Το ένα μάτι της βλέπει όρτσα, το κεφάλι της είναι ανοιχτό και χύνονται έξω τα μυαλά, έχει σπάσει χέρι και πόδι, τα βυζιά της είναι μέσ στη γρατζουνιά κι εσύ, που έγινες λιώμα με δυο σνιφαρίσματα, βρήκες τον έρωτα της ζωής σου! Ίσα ρε λιγούρη! Άντε, φτιάχνε τσιμέντο, να τελειώνουμε...
-Ήρεμαααα...
-Δε μου λες... Σε πόση ώρα πήζει αυτή η μαλακία που έφερες;
-Κατ΄ αρχήν, δεν το έφερα. Το είχα. Από τότε που στείλαμε στον πάτο εκείνο τον μαλάκα από τη Γεωργία...
-Από τη Μολδαβία...
-Το ίδιο είναι! Ανατολικός ο ένας, ανατολικός κι ο άλλος.
-Αυτοί, ρε, είναι πιο δυτικοί από εσένα κι εμένα!
-Στα τέτοια μου! Δε θα λύσω, τέτοια ώρα, πολιτικά θέματα! Να τελειώνουμε και να φεύγουμε. Έχουμε να πάμε σ ένα πάρτι!
-Τώρα το πάρτι; Σχόλασε!
-Θα πάμε για ξεκάρφωμα, ρε! Είναι τόσο φτιαγμένοι, που δε θα θυμούνται τι ώρα πήγαμε, τι ώρα φύγαμε. Αλλά θα μας έχουν δει όλοι!
-Σωστός, ο νέος! Λοιπόν, ανακάτευε!
Βάλθηκαν να φτιάχνουν το χαρμάνι. Σε δέκα λεπτά το είχαν έτοιμο. Γέμισαν τον κουβά και έβαλαν τα πόδια της μέσα. -Σε δυο λεπτά θα ΄χει πήξει... Χρειάστηκαν δέκα, παρά τις διαβεβαιώσεις του Θάνου. Έβαλαν και στοίχημα. Ο ένας έλεγε πως την προηγούμενη φορά το τσιμέντο είχε πήξει πιο γρήγορα. Ο άλλος ότι έκανε την ίδια ώρα. Σε κάποια στιγμή, ο Θάνος, δοκίμασε με το δάχτυλο το τσιμέντο στον κουβά.
-Έτοιμο είναι!
Τη σήκωσαν με τον ίδιο τρόπο: Ο ένας από τις μασχάλες κι ο άλλος από τα πόδια. Την έβαλαν σε μια βάρκα και ξανοίχτηκαν.
Όταν έφθασαν στα βαθιά, πέταξαν το πτώμα, με τα τσιμεντωμένα πόδια, στη θάλασσα. Έπιασαν τα κουπιά και γύρισαν πίσω. Πήδηξαν στην ακτή.
-Τιγκανά;
-Τιγκανά!
Μπήκαν στο τζιπ κι ο Γιώργος πάτησε γκάζι.
Χαμογελούσε. Κοιτάχτηκε στο καθρεπτάκι, πριν βάλει όπισθεν. Είχε γένια τριών ημερών -έτσι ήταν πάντα, άλλωστε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα -αλλά και πότε δεν ήταν;
Χαμογελούσε. Το παρατήρησε και πάλι. Ναι, αυτό σίγουρα του συνέβαινε για πρώτη φορά εδώ και καιρό. Ίσως από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει με τον Κωνσταντίνο.
Πάτησε γκάζι. Βγήκε, μαλακά, στο δρόμο. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, φύγαμε...
Ψαχούλεψε τις εσωτερικές του τσέπες. Του φάνηκε πως δεν είχε τίποτα μέσα... Πανικοβλήθηκε. Έχασε το χαμόγελό του. Γύρισε να κοιτάξει. Λάθος... Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό.
Ακούστηκε σα γδούπος. Ένας πνιχτός θόρυβος κι ύστερα, σα να έσερνε κάτι με το αυτοκίνητο. Ώσπου να καταλάβει τι γινόταν, έκανε αρκετά μέτρα. Πάτησε φρένο απότομα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, με έναν θόρυβο. Κοιτούσε ίσια μπροστά. Ήταν... Μήπως... Ο καλύτερος τρόπος για να δει τι είχε γίνει, ήταν να βγει από το αυτοκίνητο. Όμως, εδώ και χρόνια απέφευγε τους εφιάλτες του όπως ο διάολος το λιβάνι. Τώρα να βγει, να κοιτάξει. Κι αν...
Κοίταξε, πρώτα, το καθρεπτάκι. Ο δρόμος ήταν το ίδιο άδειος, πίσω του, όσο και μπρος του. Μια απόφαση ήταν...
Άνοιξε την πόρτα. Ακούμπησε το κεφάλι στο προσκέφαλο της πολυθρόνας του οδηγού. Έκλεισε τα μάτια. Πήρε βαθιά ανάσα και βγήκε έξω.
Ήταν εκεί. Ακίνητη. Το αριστερό της πόδι είχε πάρει μια περίεργη θέση. Αφύσικη. Μπορούσες να δεις το κόκαλο να εξέχει από τη σάρκα. Τα χέρια της , ανοιχτά, δεξιά κι αριστερά, έμοιαζε με την κυρά των όφεων. Ειδικά όπως είχαν τραβηχτεί τα ρούχα της προς τα κάτω. Το στήθος της είχε χυθεί έξω. Ήταν βρόμικο, λασπωμένο. Δεν μπορούσε να δει το κεφάλι της. Είχε γδαρθεί, σε διάφορα μέρη. Έτρεχε αίμα.
Έσκυψε πάνω της. Την έπιασε από τα πόδια. Τα παράτησε. Μετά από τα ρούχα. Προσπάθησε να τη σύρει. Είχε σφηνωθεί κάτω από το αυτοκίνητό του.
Πανικοβλήθηκε. Σηκώθηκε όρθιος. Κοίταξε δεξιά αριστερά. Κανείς. Ερημιά. Έβγαλε, από την εσωτερική τσέπη, ένα φιξάκι. Σνιφάρισε στα γρήγορα κι έτριψε, με ό,τι απέμεινε, τα δόντια του.
Προσπάθησε να την τραβήξει, και πάλι, από το κάτω μέρος του τζιπ. Τίποτα... Έβγαλε το κινητό του. Σχημάτισε το νούμερο της Άννας.
-Έλα...
-Γιώργο;
-Ναι, εγώ.
-Τι έγινε;
Μιλούσε απότομα. Το καταλάβαινε. Δεν μπορούσε, όμως, να το αλλάξει.
-Κοίτα, ξεκίνησα για εκεί.
-Αχ, ρε Γιώργο. Πάλι τα ίδια... Πάλι;
-Άννα, άσε τα, τώρα, αυτά. Άκου με...
-Πάλι, πάλι, πάλι... Πότε θα το κόψεις; Τζάμπα πήγαν τόσες μέρες στην κλινική;
-Άννα, άκου με...
-Δεν το μπορώ άλλο, Γιώργο. Μην ξαναπάρεις.
Έκλεισε. Είχε μείνει με το τηλέφωνο στο αυτί, να την παρακαλάει να τον ακούσει. Αλλά η Άννα είχε κλείσει. Χτύπησε, με το κινητό του, το κεφάλι του. Μια, δυο, τρεις φορές. Έσκυψε. Σφίχτηκε. Νόμιζε ότι θα κλάψει. Τελικά, του έφυγε ένας αναστεναγμός.
Σχημάτισε άλλον αριθμό.
-Ναι;
-Θάνο;
-Έλα ρε Γιώργο! Τι έγινε;
-Χτύπησα μια γυναίκα.
Πέρασαν κάτι δευτερόλεπτα. Κανείς δε μιλούσε. Μίλησε εκείνος.
-Μ' ακούς; Χτύπησα μια γυναίκα.
-Τι... Πως.. Πώς τη χτύπησες;
-Με το αυτοκίνητο...
-Έχεις το τζιπ;
-Ναι...
-Πού βρίσκεσαι;
-Στο δρόμο για την πόλη. Ξέρεις... Αμέσως μετά το σπίτι...
-Έχει... Έχει αστυνομία;
-Όχι. Είμαι μόνος... Δηλαδή με αυτήν...
-Είναι καλά;
-Τι καλά, ρε; Είναι νεκρή!
-Κάτσε, κάτσε... Ηρέμησε. Είσαι σίγουρος;
-Απόλυτα... Είναι ακίνητη, κάτω από το αυτοκίνητό μου.
-...
-Θάνο;
-Έλα...
-Θάνο, τι θα κάνω;
-Ηρέμησε. Ηρέμησε αγόρι μου... Κοίτα, πρώτα να βεβαιωθείς ότι δε ζει. Μήπως έχει χτυπήσει η γυναίκα και πρέπει να καλέσεις ασθενοφόρο...
-Τι ασθενοφόρο ρε μαλάκα! Είμαι φτιαγμένος. Έχω πάνω μου τα φιξάκια. Ερχόμουν εκεί, αν το ξέχασες...
-Εντάξει, εντάξει... Μαλακία είπα. Λοιπόν... Ηρεμία! Δες, πρώτα, αν ζει.
-Πώς;
-Πως... Τι πώς; Αν αναπνέει, αν χτυπάει η καρδιά της, βάλε ένα καθρεφτάκι, κάτι... Κάνε κάτι!
Με το τηλέφωνο στο αυτί κοίταξε, νευρικά, δεξιά - αριστερά. Έπειτα έσκυψε κι έβαλε το χέρι του στο στήθος της. Προσπάθησε να αφουγκραστεί την καρδιά της. Τίποτα. Έπειτα ψαχούλεψε το χέρι της. Έψαξε το σφυγμό της. Πάλι τίποτα. Προσπάθησε να βάλει το χέρι του στο λαιμό της, αλλά δεν έφθανε, έτσι όπως είχε σφηνώσει κάτω από το τζιπ.
-Νεκρή είναι...
-Γαμώ το... Ρε συ, μπας και κάνεις λάθος;
-Τι λάθος, ρε! Σου είπα! Δεν αναπνέει, δεν χτυπάει η καρδιά της, δεν έχει σφυγμό. Είναι τόσο νεκρή, όσο κι η γιαγιά μου, που πέθανε πριν δέκα χρόνια! Θα βοηθήσεις, ή θα συνεχίσεις να ρωτάς μαλακίες;
-Εντάξει, εντάξει... Τώρα είσαι μέσα στη μέση του δρόμου;
-Ναι, είπαμε! Κι αυτή, κάτω από τις ρόδες. Εντάξει; Το κατάλαβες; Μήπως θες να στο γράψω και σε ες εμ ες;
-Κοίτα... Ξεκινάω για εκεί. Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί, θα τη βγάλουμε μαζί. Στο μεταξύ, κάνε μια προσευχή να μην περάσει κανείς και, αν μπορείς, σπρώξ΄την πιο κάτω από το τζιπ. Μετά μπες μέσα, κλείσε την πόρτα και... και κάνε ότι είσαι με γκόμενα! Ερημιά είναι εκεί, λογικό να σταμάτησες να χαλβαδιάσεις. Και να περάσει κανένας, δε θα σταματήσει...
-Κοίτα κάνε γρήγορα...
-Εντάξει.
-Λοιπόν, τα λέμε...
-Κάτσε, Γιώργο... Περίμενε! Δε μου λες...
-Ναι;
-Μίλησες σε κανέναν άλλον;
Ίσως θα ήταν καλύτερα να του πει. Ίσως, πάλι, όχι. Εκείνη τη στιγμή, όμως, αποφάσισε να μη μιλήσει για την Άννα.
-Όχι...
-Εντάξει. Μην πεις σε κανέναν τίποτα. Δεν ξέρεις, ποτέ... Έρχομαι.
Ο Θάνος είχε κλείσει το τηλέφωνο. Κι εκείνος, έσπρωξε, κάτω από το τζιπ, την άγνωστη της νύχτας και μπήκε μέσα.
----------
Είκοσι λεπτά μετά, το αυτοκίνητο του Θάνου σταματούσε πίσω από το δικό του. Χωρίς αλάρμ. Μόνον τότε κατάλαβε ότι, όλη αυτήν την ώρα, είχε τα αλάρμ ανοικτά. Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε περάσει κάποιος, αλλά δεν τα κατάφερνε. Νόμιζε πως όχι...
Ο Θάνος του χτύπησε το παράθυρο. Ψηλός, με μαύρα ρούχα, όπως πάντα, πουκάμισο, παντελόνι, δερμάτινο μπουφάν. Είχε ψύχωση με αυτό το χρώμα. Κατέβασε το τζάμι.
-Ήρθες;
-Μη ρωτάς μαλακίες. Κατέβα να τελειώνουμε...
Κατέβηκε.
-Πιάσε το άλλο πόδι...
Του είχε αφήσει το σπασμένο. Είχε πάρει, όμως, άλλο ένα φιξάκι και δεν τον ένοιαζε. Άρπαξε το πόδι.
-Με το τρία, τραβάμε. Ένα... δύο... τρία!
Τράβηξαν. Ακούστηκε να σπάει ένα κόκαλο και να ξεκολλάει μια λαμαρίνα.
-Όχι ρε πούστη μου!
-Πρόσεχε, ρε μαλάκα!
-Εγώ, ή εσύ;
-Έλα, δεν είναι ώρα τώρα...
-Εγώ φταίω, που ήρθα τρέχοντας. Έπρεπε να σ αφήσω να τα βγάλεις πέρα μόνος σου...
-Ναι... Τι ωραία που τα λες! Με τόσα φιξάκια πάνω μου, με όλο το πράμα στο σπίτι... Και, μετά, οι πελάτες σου, να σου χτυπούν την πόρτα και να φεύγουν... Να πηγαίνουν στο Μαύρο για τη δόση τους. Δεν τα αντέχεις αυτά...
-Δε σκας, λέω εγώ! Άσχημα σου πέφτει. Λίγα βγάζεις;
-Καλά, τα λέμε καμία άλλη ώρα...
-Δώσε μια μυτιά...
-Κλεβόμαστε και μεταξύ μας, τώρα;
-Ρε μαλάκα, τόσες έκανες! Άσε. Σήμερα είναι νύχτα χασούρας. Θα τα βγάλουμε προσεχώς...
Έβγαλε και έδωσε στο Θάνο μια δόση. Τη σνίφαρε στα γρήγορα. Έτριψε και τα δόντια του...
-Καλό πράμα...
-Δε μου λες, θα μείνουμε εδώ, με ένα πτώμα ξαπλωμένο στο δρόμο κι εμάς να σνιφάρουμε, σαν τους πρεζάκηδες; Σε φώναξα για να βοηθήσεις, όχι να με γαμήσεις... Μπορούσα και μόνος μου!
-Ναι αγάπη μου; Αλλά το ξένο είναι πιο γλυκό!
-Άσε τις μαλακίες και λέγε. Τι κάνουμε τώρα;
-Τώρα τη φορτώνουμε στο πίσω κάθισμα του 4Χ4, βρίσκουμε μια ερημιά και τη θάβουμε. Ή, αν προτιμάς, τη ρίχνουμε και στη θάλασσα, που είναι πιο κοντά.
-Πάμε Ακτή Κερασιάς;
-Πάμε Ακτή Κερασιάς!
-Σύνεργα;
-Τα ΄φερα όλα. Τι είμαι εγώ, ρε! Κανένας φρέσκος; Παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι!
-Φύγαμε!
Φτιαγμένος ή όχι, ο Γιώργος άρπαξε το πτώμα από τις μασχάλες. Ο Θάνος από τα πόδια και τη στρίμωξαν στο πίσω κάθισμα του τζιπ. Λίγα λεπτά μετά, ήταν σε μια ερημική παραλία κι ο Γιώργος έσερνε την άγνωστη νεκρή στα βότσαλα, κρατώντας την απ τις μασχάλες. Ο Θάνος κουβαλούσε έναν κουβά, μισό σακί τσιμέντο κι ένα φτυάρι...
Ξάπλωσαν το πτώμα δίπλα εκεί που έσκαγε το κύμα. Πρώτος μίλησε ο Θάνος:
-Ρε συ, ομορφούλα είναι!
-Έχεις καιρό να γαμήσεις, μου φαίνεται...
-Δες την καλά!
-Τι να δω... Το ένα μάτι της βλέπει όρτσα, το κεφάλι της είναι ανοιχτό και χύνονται έξω τα μυαλά, έχει σπάσει χέρι και πόδι, τα βυζιά της είναι μέσ στη γρατζουνιά κι εσύ, που έγινες λιώμα με δυο σνιφαρίσματα, βρήκες τον έρωτα της ζωής σου! Ίσα ρε λιγούρη! Άντε, φτιάχνε τσιμέντο, να τελειώνουμε...
-Ήρεμαααα...
-Δε μου λες... Σε πόση ώρα πήζει αυτή η μαλακία που έφερες;
-Κατ΄ αρχήν, δεν το έφερα. Το είχα. Από τότε που στείλαμε στον πάτο εκείνο τον μαλάκα από τη Γεωργία...
-Από τη Μολδαβία...
-Το ίδιο είναι! Ανατολικός ο ένας, ανατολικός κι ο άλλος.
-Αυτοί, ρε, είναι πιο δυτικοί από εσένα κι εμένα!
-Στα τέτοια μου! Δε θα λύσω, τέτοια ώρα, πολιτικά θέματα! Να τελειώνουμε και να φεύγουμε. Έχουμε να πάμε σ ένα πάρτι!
-Τώρα το πάρτι; Σχόλασε!
-Θα πάμε για ξεκάρφωμα, ρε! Είναι τόσο φτιαγμένοι, που δε θα θυμούνται τι ώρα πήγαμε, τι ώρα φύγαμε. Αλλά θα μας έχουν δει όλοι!
-Σωστός, ο νέος! Λοιπόν, ανακάτευε!
Βάλθηκαν να φτιάχνουν το χαρμάνι. Σε δέκα λεπτά το είχαν έτοιμο. Γέμισαν τον κουβά και έβαλαν τα πόδια της μέσα. -Σε δυο λεπτά θα ΄χει πήξει... Χρειάστηκαν δέκα, παρά τις διαβεβαιώσεις του Θάνου. Έβαλαν και στοίχημα. Ο ένας έλεγε πως την προηγούμενη φορά το τσιμέντο είχε πήξει πιο γρήγορα. Ο άλλος ότι έκανε την ίδια ώρα. Σε κάποια στιγμή, ο Θάνος, δοκίμασε με το δάχτυλο το τσιμέντο στον κουβά.
-Έτοιμο είναι!
Τη σήκωσαν με τον ίδιο τρόπο: Ο ένας από τις μασχάλες κι ο άλλος από τα πόδια. Την έβαλαν σε μια βάρκα και ξανοίχτηκαν.
Όταν έφθασαν στα βαθιά, πέταξαν το πτώμα, με τα τσιμεντωμένα πόδια, στη θάλασσα. Έπιασαν τα κουπιά και γύρισαν πίσω. Πήδηξαν στην ακτή.
-Τιγκανά;
-Τιγκανά!
Μπήκαν στο τζιπ κι ο Γιώργος πάτησε γκάζι.
(Συνεχίζεται...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου