Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής λέει στο διευθυντή Ασφαλείας, ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Η αστυνομία δεν κοινοοποιεί το γεγονός ούτε στον πατέρα του θύματος. Γιώργος και Θάνος, χωρίς να γνωρίζουν ότι η κοπέλα ήταν νεκρή πριν το ατύχημα, αποφασίζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι. Θα τους βοηθήσει η φίλη του πρώτου, Τίνα, που κυκλοφορεί και γνωρίζει πολύ κόσμο. Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος πρέπει να βρει αυτοκίνητο για τη μεταφορά μιας νέας παρτίδας κοκαΐνης και θυμάται την παλιά του αγάπη, την Άννα.
Κατέβηκε από το ταξί. Με αυτήν την ιστορία δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει με το τζιπ. Αλλά, ακόμη, δεν είχε βρει τρόπο ούτε να το ξεφορτωθεί. Προχώρησε προς την είσοδο του κλαμπ. Οι πορτιέρηδες του άνοιξαν διάπλατα. Χαιρέτησε με ένα κλείσιμο του ματιού και μπήκε μέσα.
Κατευθύνθηκε στο τραπέζι του Θάνου. Το κολλητάρι ήταν εκεί. Δίπλα του η Τίνα. Η μικρή φαινόταν σκεφτική. Βυθίστηκε στον καναπέ.
«Τι έχουμε»;
«Φαγούρα στα αρχίδια μας»…
Ο Θάνος είχε κέφια. Καλό αυτό. Γέλασαν και οι δύο με το αστείο. Η Τίνα, μούγκα.
«Η ξανθιά δε λέει πολλά σήμερα. Θα ξέχασε κανέναν πούτσο στο στόμα της από χθες»!
Ξαναγέλασαν. Ο Γιώργος έσπρωξε την Τίνα, ελαφρά, σα να έπαιζε.
«Εεεε! Μικρή… Τι έγινε; Μίλα μας κι ας μη μας αγαπάς».
«Μου είπε ο Θάνος ότι θέλετε ένα θύμα».
«Όπα! Η σφίγξ ομίλησε»!
«Έλα ρε Θάνο! Τις ξέρω τις δουλειές σας. Θα τον θέλεις να κουβαλήσει το πράμα, χωρίς να έχει ιδέα. Και πώς θες να ΄μαι; Χαρούμενη; Αφού κανένας φούλης θα την πληρώσει. Κανένας αδέκαρος, που θα του γυαλίσουν τα ευρώπουλά σου».
«Γι αυτό, μωρό μου, βρες κανέναν ξένο. Κανέναν γκαούγκαλο, κανέναν πουθενά. Δεν είναι ανάγκη να φέρεις τον φούλη σου να μας κάνει τη δουλειά. Άλλους συγγενείς δεν έχεις; Κανέναν τριτοτέταρτο ξάδελφο»;
«Καλά σου λέει, ρε Τίνα. Τι πυροβολημένη είσαι, ώρες – ώρες. Δε χρειάζεται να είναι και κανένας παλιός γνωστός, ή οικογενειακός φίλος… Κανένας ξέμπαρκος να είναι, με ανάγκες. Δεν έχεις κανέναν κάγκουρα, από Πανόραμα μεριά, να θέλει να αλλάξει αεροτομή στο Ιμπρέσα του; Κανέναν τρελαμένο κοντράκια, που να έχει χάσει τα σώβρακά του τελευταία; Δεν είναι ανάγκη να τον ξέρεις… Αν έχεις ακούσει τίποτα να κυκλοφορεί στην πιάτσα».
«Ρε συ, Γιώργο… Θα σας φέρω το θύμα κι εσείς είστε ικανοί να τον φυτέψετε σε καμία ερημιά, αφού σας κάνει τη δουλειά…»
«Σαν πολλά δε μας τα ΄πες, κυρα-Τίνα; Για μάζεψε τη γλωσσίτσα σου, μη σου την κόψω. Κατάλαβες»;
Κάτι πήγε να πει η μικρή, αλλά ο Θάνος δεν τα σήκωνε τα πολλά-πολλά. Άνοιξε, με τρόπο, το σακάκι του κι άφησε να γυαλίσει ένα ξυράφι που είχε, πάντα, μαζί του. Η Τίνα μαζεύτηκε, σαν τη γάτα στον καναπέ. Μπήκε στη μέση ο Γιώργος:
«Εντάξει ρε Θάνο. Αφού την ξέρεις. Είναι σπασαρχίδω, αλλά θα την κάνει τη δουλειά»…
«Να μη μου τα ζαλίζει. Ακούς; Μάζεψέ τηνα, να μην τη μαζέψω εγώ. Κι αν τη μαζέψω εγώ, δε θα βρει ο παπάς να θάψει».
«Ήρεμα, ρε συ. Χαλάρωσε… Κι εσύ, μωρή, τι μαλακίες λες; Βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και, ό,τι σου ΄ρχεται από ΄κει, το λες από το στόμα! Εδώ μοιράζεις κόκα στα πιτσιρίκια και τα στέλνεις βουρ στα θυμαράκια… Τι θα πάθει ένας κάγκουρας σε πείραξε»;
«Εντάξει ρε Γιώργο… Μη μου σπάτε τα αρχίδια τώρα… Θα σας τον βρω τον μαλάκα σας…»
«Άντε μπράβο. Σπάσε, τώρα. Πάνε Πανόραμα μεριά, να βρεις το θύμα».
Η Τίνα σηκώθηκε απρόθυμα. Στράφηκε στο Γιώργο.
«Θα με πας»;
«Δεν έχω ρόδα»…
«Τι έγινε το τζιπ»;
«Λάστιχο…»
«Ναι, καλά… Το φάγαμε»…
Έφυγε. Ο Γιώργος προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του Θάνου. Είχε κάτι σκληρό. Ατσάλι σκέτο. Βυθιζόταν στο κρανίο σου και σ ανάγκαζε να τα ξεχάσεις όλα. Άσε που σου έκοβε τα γόνατα…
«Να ξεκόψεις από αυτήν»…
Με σκυμμένο κεφάλι, ο Γιώργος απάντησε:
«Είναι εντάξει παιδί»…
«Ακούς τι σου λέω; Μας έχει γίνει κολτσίδα. Θα της ξεφύγει τίποτα σε καμία από τις σπερματοσυλλέκτριες που έχει για φίλες και θα την πουτσίσουμε. Δεν είναι ώρα, τώρα, να φεύγουν πράματα»…
«Εντάξει, ρε Θάνο»…
«Τι έκανες με το τζιπ»;
«Τίποτα»…
«Τι τίποτα ρε μαλάκα; Ακόμη στην αυλή σου το ΄χεις; Γιατί δεν πας ρε, να το παρκάρεις έξω από την Αστυνομική διεύθυνση; Να μην τους κουράζεις κι όλας. Πάν’ το στο σπίτι αυτηνής της Πρήχας, πώς την λένε την καριόλα… Κόρναρέ της, να κατέβει, να σε πιάσει, δώσε και ΄μένα…»
«Δεν είμαι Αρτέμης, εγώ…»
«Αρτέμης δεν είσαι, αλλά είσαι και ο πρώτος μαλάκας… Αύριο να το ΄χεις ξεφορτωθεί το καρούλι σου. Και, δεν ξέρω τι θα κάνεις, να βρεις άλλο τετρακούνητο».
«Νταξ’»…
-----------
Ο Παντάκης είχε βουλιάξει στην πολυθρόνα του γραφείου του. Είχε κυλήσει προς τα κάτω, λες και ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Έβλεπε, έξω από τα τζάμια, ανάμεσα από τις αλουμινένιες γρίλιες, τον Θεόφιλο Παπαθεοδώρου, να περιμένει ήσυχος, αξιοπρεπής, κάποιο νέο για το θάνατο της κόρης του και ήθελε να εξατμιστεί. Να ανοίξουν την πόρτα του γραφείου του και να βρουν μόνον ένα συννεφάκι λευκού καπνού. Κι ο ίδιος να μην είναι πουθενά. Να βρίσκεται δίπλα στο φιλαράκι του, τον Θεοδώρου, που είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, επειδή δεν είχε καταφέρει να προστατέψει μια γκόμενα, από έναν ψυχασθενή.
Τέτοιες στιγμές, που άνθρωποι – καλαμιές, μοναχικοί από ένα χτύπημα της μοίρας, τον κοίταζαν κατάματα και περίμεναν να ακούσουν «τον πιάσαμε», ήθελε να κάνει άλλο επάγγελμα. Γιατί δεν μπορούσε να τους πει αυτό το «τον πιάσαμε». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός που μαχαίρωσε την Ντίνα. Που την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Ήταν τυχαίο; Προμελετημένο; Έστυβε το μυαλό του, αλλά δεν του ερχόταν τίποτα…
Το τηλέφωνο χτύπησε. Από το ένα, μακρόσυρτο, χτύπημα, κατάλαβε ότι ήταν εσωτερικό. Κοίταξε την οθόνη, πριν το σηκώσει. Η Πρήχα… Το σήκωσε…
«Κυρία γενικέ…»
«Κεριά και λιβάνια, Παντάκη! Ο Παπαθεοδώρου είναι ακόμη, έξω από το γραφείο σου. Τι περιμένεις για να του μιλήσεις; Να μπει μέσα ουρλιάζοντας; Από όσο τον ξέρω, δεν θα το κάνει»!
«Μάζευα τις σκέψεις μου»…
«Ελπίζω να τέλειωσες. Γιατί θέλω τώρα, κατάλαβες; Τώρα! Να ανοίξεις την πόρτα σου και να του πεις, παρακαλώ περάστε. Και ύστερα, να του μιλήσεις για τη δολοφονία της κόρης του».
«Κι όταν θα με ρωτήσει ποιος είναι ο δράστης, τι θα του πω Κατερίνα»;
«Ότι βρισκόμαστε στα ίχνη του κι ότι πολύ σύντομα θα έχεις νέα».
«Ωραία… Τι καλές που είστε, εσείς οι γυναίκες, στα ψέματα»…
«Κι εσείς οι άνδρες, δεν πάτε πίσω»…
«Δεν σου είχα πει ποτέ ψέματα, Κατερίνα».
«Όσο ήμασταν παντρεμένοι»…
«Φυσικά»…
«Κι ο Κώστας»;
«…»
«Λέω, κι ο Κώστας»;
«Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, Κατερίνα κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους»…
«Μάλιστα. Σήκω, τώρα κι άνοιξε στον άνθρωπο που περιμένει»…
«Μάλιστα»!
Ο Παντάκης έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Περπάτησε προς την πόρτα του γραφείου του. Διόρθωσε, χωρίς λόγο, την καρέκλα επισκέπτη. Την τράβηξε λίγο πιο μακριά από το γραφείο του. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα, κοίταξε τον Παπαθεοδώρου και του είπε:
«Περάστε σας παρακαλώ»…
Ο Παπαθεοδώρου φαινόταν δέκα χρόνια πιο γέρος, από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στη Βουλή. Ο Παντάκης προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε απασχολήσει τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών. Δεν του ερχόταν, όμως, το παραμικρό. Θα ήταν καμία ηλίθια ερώτηση προς κάποιον υπουργό, που στάθηκε αφορμή να γίνει κανένας καβγάς. Διαφορετικά, τα κανάλια δεν θα έκαναν τον κόπο να δείξουν ούτε πέντε δευτερόλεπτα από τη Βουλή… Έδειξε στον βουλευτή την καρέκλα επισκέπτη και ο ίδιος κατευθύνθηκε στην καρέκλα του γραφείου του.
Πλέον, ο Παπαθεοδώρου τον κοιτούσε κατάματα. Τη γνώριζε αυτήν την έκφραση. Ήταν αυτό που φοβόταν… Σαν να το άκουγε:
«Τι νέα έχουμε»;
«Τίποτα. Δεν έχουμε ιδέα ποιον ψάχνουμε, αν ο δολοφόνος είναι ένας, αν είναι δύο, αν άλλος τη μαχαίρωσε, άλλος την πέταξε στο δρόμο, άλλος την παρέσυρε με το αυτοκίνητο, άλλος την τσιμέντωσε και την πέταξε στη θάλασσα. Ή, αν όλα αυτά, τα έκανε ο ίδιος άνθρωπος»…
Θα μπορούσε να τα είχε πει αυτά, αν ο Παπαθεοδώρου τον είχε ρωτήσει «τι νέα έχουμε». Αλλά ο βουλευτής, δεν είχε βγάλει άχνα. Καθόταν εκεί, μικροσκοπικός μέσα σε ένα τεράστιο κοστούμι, ζαρωμένος, ανίσχυρος, με μάτια θολά και υγρά, με μύτη κόκκινη, με τα χέρια δεμένα στα γόνατα, ελαφρά σκυφτός, να τον κοιτάζει στα μάτια χωρίς να μιλάει. Έπρεπε να ανοίξει εκείνος την κουβέντα:
«Κύριε Παπαθεοδώρου, τα συλληπητήριά μου, κατ αρχήν…»
«Ευχαριστώ…»
Η φωνή του βουλευτή ίσα που ακούγονταν. Έσβηνε μετά την πρώτη συλλαβή.
«Ξέρω ότι σας είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να σας ενημερώσω κι έπειτα θα ήθελα να απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις»…
Του είπε ό,τι γνώριζε. Όσα του είχε πει ο ιατροδικαστής. Ότι αναζητούσαν ένα αυτοκίνητο, ένα μαχαίρι, το κατάστημα από όπου είχαν προμηθευτεί οι δράστες το τσιμέντο… Απέφυγε να του πει ότι δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους, αλλά δεν είπε πως, ήταν θέμα ημερών, η σύλληψη των δραστών. Προσπάθησε να είναι όσο ειλικρινής γινόταν. Όταν τελείωσε με τα λιγοστά στοιχεία που είχε να πει, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Θα ήθελα να μου πείτε τους εχθρούς σας, κύριε Παπαθεοδώρου»…
«Πιστεύετε ότι η δολοφονία της κόρης μου έχει σχέση με ΄μένα»;
«Δεν πιστεύω τίποτα. Ερευνώ… Γι αυτό, αν θέλετε… Αν μπορείτε…»
«Ναι, φυσικά… Κοιτάξτε… Όπως είναι φυσικό, ένας βουλευτής έχει και φίλους, έχει και αντιπάλους…»
«Σίγουρα, όμως, δε θα έφθαναν στο φόνο οι πολιτικοί σας αντίπαλοι… Ενώ κάποιος άλλος…»
«Ναι… Σωστά. Κοιτάξτε… Τελευταία μου είχαν γίνει καταγγελίες ότι επιχειρηματίας, φίλος υπουργού, είχε χρηματοδοτήσει την προεκλογική του εκστρατεία…»
«Ναι, αλλά είστε κυβερνητικός βουλευτής…»
«Κυβερνητικός, δε λέω… Αλλά και πρώην πρόεδρος της επιτροπής διαφάνειας του κόμματος. Δε θα δεχόμουν παράσιτα στην κυβέρνηση, κύριε Παντάκη»…
«Επιθεωρητής…»
«Ναι, συγνώμην. Επιθεωρητά… Δε θα δεχόμουν παράσιτα πουθενά…»
«Αυτή, ήταν, λοιπόν, η ερώτηση που καταθέσατε…»
«Επερώτηση…»
«Ναι, συγνώμην… Η επερώτηση που καταθέσατε; Αφορούσε τα χρήματα που δόθηκαν στον υπουργό, από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία»;
«Μάλιστα»…
«Και τι έγινε»;
«Ορίστε»;
«Λέω… Πού το μεμπτόν; Όλοι έχετε φίλους που σας δίνουν χρήματα κι έπειτα ζητούν χάρες»…
«Σας παρακαλώ! Δε σας επιτρέπω»!
«Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Και συγνώμην, αν έγινε κάτι τέτοιο. Όμως, ο κόσμος, η κοινή γνώμη, έχει τέτοια εντύπωση».
«Άλλο είναι να σου προσφέρει, κάποιος επιχειρηματίας, έναν χώρο να κάνεις μια ομιλία σου, να σου τυπώσει δωρεάν τις αφίσες σου, να σε βοηθήσει με τέτοιον τρόπο κι άλλο να ξεπλύνει χρήμα, κύριε Παντάκη. Συγνώμην… Επιθεωρητά Παντάκη»…
«Δηλαδή ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας ξέπλενε χρήμα, μέσω του υπουργού»;
«Είχα αυτές τις καταγγελίες»…
«Και ποιος είναι ο υπουργός και ποιος ο επιχειρηματίας»;
«Ο Μαρίνος Κωνσταντίνου κι ο Κώστας Χατζηαναγνώστου. Ο υπουργός Δασών και Περιβάλλοντος και ο γνωστός επιχειρηματίας».
«Ο γνωστός επιχειρηματίας, με τις άγνωστες επενδύσεις…»
«Βλέπω ότι είστε καλά πληροφορημένος»…
«Ε, δεν είναι και κάτι που το ξέρουν λίγοι… Ο Χατζηαναγνώστου είναι ιδιοκτήτης ομάδας και σε κόντρα με τους οργανωμένους φιλάθλους. Από τη μέρα που ανέλαβε τον Ανίκητο, μας απασχολεί συνεχώς»…
«Η αλήθεια είναι ότι οι φίλαθλοι του Ανίκητου τον αγαπούν και τον λατρεύουν σα Θεό…»
«Δεν είναι και λίγο για αυτούς να βλέπουν αστέρια του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου στην ομάδα τους… Ο Χατζηαναγνώστου δε λυπήθηκε τα έξοδα, για να φέρει πρώτα ονόματα στη Θεσσαλονίκη»…
«Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα»…
«Ναι, σίγουρα. Όμως, αναρωτιέμαι: Τι στοιχεία έχετε»;
«Την καταγγελία του…»
«Δε με καταλάβατε… Για να πλησιάσω αυτόν τον άνθρωπο, θέλω στοιχεία. Δεν έχω βουλευτική ασυλία εγώ, να τον κατηγορώ και να μη μου κάνουν τίποτα»…
«Κύριε Παντάκη, τι παραπάνω να κάνουν σε σας, από αυτό που έκαναν σε ΄μένα; Σκότωσαν το παιδί μου»…
Εκεί ήταν που ο Παντάκης ήθελε να ανοίξει η γη, να τον καταπιεί…
Συνεχίζεται…
Κατέβηκε από το ταξί. Με αυτήν την ιστορία δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει με το τζιπ. Αλλά, ακόμη, δεν είχε βρει τρόπο ούτε να το ξεφορτωθεί. Προχώρησε προς την είσοδο του κλαμπ. Οι πορτιέρηδες του άνοιξαν διάπλατα. Χαιρέτησε με ένα κλείσιμο του ματιού και μπήκε μέσα.
Κατευθύνθηκε στο τραπέζι του Θάνου. Το κολλητάρι ήταν εκεί. Δίπλα του η Τίνα. Η μικρή φαινόταν σκεφτική. Βυθίστηκε στον καναπέ.
«Τι έχουμε»;
«Φαγούρα στα αρχίδια μας»…
Ο Θάνος είχε κέφια. Καλό αυτό. Γέλασαν και οι δύο με το αστείο. Η Τίνα, μούγκα.
«Η ξανθιά δε λέει πολλά σήμερα. Θα ξέχασε κανέναν πούτσο στο στόμα της από χθες»!
Ξαναγέλασαν. Ο Γιώργος έσπρωξε την Τίνα, ελαφρά, σα να έπαιζε.
«Εεεε! Μικρή… Τι έγινε; Μίλα μας κι ας μη μας αγαπάς».
«Μου είπε ο Θάνος ότι θέλετε ένα θύμα».
«Όπα! Η σφίγξ ομίλησε»!
«Έλα ρε Θάνο! Τις ξέρω τις δουλειές σας. Θα τον θέλεις να κουβαλήσει το πράμα, χωρίς να έχει ιδέα. Και πώς θες να ΄μαι; Χαρούμενη; Αφού κανένας φούλης θα την πληρώσει. Κανένας αδέκαρος, που θα του γυαλίσουν τα ευρώπουλά σου».
«Γι αυτό, μωρό μου, βρες κανέναν ξένο. Κανέναν γκαούγκαλο, κανέναν πουθενά. Δεν είναι ανάγκη να φέρεις τον φούλη σου να μας κάνει τη δουλειά. Άλλους συγγενείς δεν έχεις; Κανέναν τριτοτέταρτο ξάδελφο»;
«Καλά σου λέει, ρε Τίνα. Τι πυροβολημένη είσαι, ώρες – ώρες. Δε χρειάζεται να είναι και κανένας παλιός γνωστός, ή οικογενειακός φίλος… Κανένας ξέμπαρκος να είναι, με ανάγκες. Δεν έχεις κανέναν κάγκουρα, από Πανόραμα μεριά, να θέλει να αλλάξει αεροτομή στο Ιμπρέσα του; Κανέναν τρελαμένο κοντράκια, που να έχει χάσει τα σώβρακά του τελευταία; Δεν είναι ανάγκη να τον ξέρεις… Αν έχεις ακούσει τίποτα να κυκλοφορεί στην πιάτσα».
«Ρε συ, Γιώργο… Θα σας φέρω το θύμα κι εσείς είστε ικανοί να τον φυτέψετε σε καμία ερημιά, αφού σας κάνει τη δουλειά…»
«Σαν πολλά δε μας τα ΄πες, κυρα-Τίνα; Για μάζεψε τη γλωσσίτσα σου, μη σου την κόψω. Κατάλαβες»;
Κάτι πήγε να πει η μικρή, αλλά ο Θάνος δεν τα σήκωνε τα πολλά-πολλά. Άνοιξε, με τρόπο, το σακάκι του κι άφησε να γυαλίσει ένα ξυράφι που είχε, πάντα, μαζί του. Η Τίνα μαζεύτηκε, σαν τη γάτα στον καναπέ. Μπήκε στη μέση ο Γιώργος:
«Εντάξει ρε Θάνο. Αφού την ξέρεις. Είναι σπασαρχίδω, αλλά θα την κάνει τη δουλειά»…
«Να μη μου τα ζαλίζει. Ακούς; Μάζεψέ τηνα, να μην τη μαζέψω εγώ. Κι αν τη μαζέψω εγώ, δε θα βρει ο παπάς να θάψει».
«Ήρεμα, ρε συ. Χαλάρωσε… Κι εσύ, μωρή, τι μαλακίες λες; Βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και, ό,τι σου ΄ρχεται από ΄κει, το λες από το στόμα! Εδώ μοιράζεις κόκα στα πιτσιρίκια και τα στέλνεις βουρ στα θυμαράκια… Τι θα πάθει ένας κάγκουρας σε πείραξε»;
«Εντάξει ρε Γιώργο… Μη μου σπάτε τα αρχίδια τώρα… Θα σας τον βρω τον μαλάκα σας…»
«Άντε μπράβο. Σπάσε, τώρα. Πάνε Πανόραμα μεριά, να βρεις το θύμα».
Η Τίνα σηκώθηκε απρόθυμα. Στράφηκε στο Γιώργο.
«Θα με πας»;
«Δεν έχω ρόδα»…
«Τι έγινε το τζιπ»;
«Λάστιχο…»
«Ναι, καλά… Το φάγαμε»…
Έφυγε. Ο Γιώργος προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα του Θάνου. Είχε κάτι σκληρό. Ατσάλι σκέτο. Βυθιζόταν στο κρανίο σου και σ ανάγκαζε να τα ξεχάσεις όλα. Άσε που σου έκοβε τα γόνατα…
«Να ξεκόψεις από αυτήν»…
Με σκυμμένο κεφάλι, ο Γιώργος απάντησε:
«Είναι εντάξει παιδί»…
«Ακούς τι σου λέω; Μας έχει γίνει κολτσίδα. Θα της ξεφύγει τίποτα σε καμία από τις σπερματοσυλλέκτριες που έχει για φίλες και θα την πουτσίσουμε. Δεν είναι ώρα, τώρα, να φεύγουν πράματα»…
«Εντάξει, ρε Θάνο»…
«Τι έκανες με το τζιπ»;
«Τίποτα»…
«Τι τίποτα ρε μαλάκα; Ακόμη στην αυλή σου το ΄χεις; Γιατί δεν πας ρε, να το παρκάρεις έξω από την Αστυνομική διεύθυνση; Να μην τους κουράζεις κι όλας. Πάν’ το στο σπίτι αυτηνής της Πρήχας, πώς την λένε την καριόλα… Κόρναρέ της, να κατέβει, να σε πιάσει, δώσε και ΄μένα…»
«Δεν είμαι Αρτέμης, εγώ…»
«Αρτέμης δεν είσαι, αλλά είσαι και ο πρώτος μαλάκας… Αύριο να το ΄χεις ξεφορτωθεί το καρούλι σου. Και, δεν ξέρω τι θα κάνεις, να βρεις άλλο τετρακούνητο».
«Νταξ’»…
-----------
Ο Παντάκης είχε βουλιάξει στην πολυθρόνα του γραφείου του. Είχε κυλήσει προς τα κάτω, λες και ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Έβλεπε, έξω από τα τζάμια, ανάμεσα από τις αλουμινένιες γρίλιες, τον Θεόφιλο Παπαθεοδώρου, να περιμένει ήσυχος, αξιοπρεπής, κάποιο νέο για το θάνατο της κόρης του και ήθελε να εξατμιστεί. Να ανοίξουν την πόρτα του γραφείου του και να βρουν μόνον ένα συννεφάκι λευκού καπνού. Κι ο ίδιος να μην είναι πουθενά. Να βρίσκεται δίπλα στο φιλαράκι του, τον Θεοδώρου, που είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, επειδή δεν είχε καταφέρει να προστατέψει μια γκόμενα, από έναν ψυχασθενή.
Τέτοιες στιγμές, που άνθρωποι – καλαμιές, μοναχικοί από ένα χτύπημα της μοίρας, τον κοίταζαν κατάματα και περίμεναν να ακούσουν «τον πιάσαμε», ήθελε να κάνει άλλο επάγγελμα. Γιατί δεν μπορούσε να τους πει αυτό το «τον πιάσαμε». Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν αυτός που μαχαίρωσε την Ντίνα. Που την πέταξε στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Ήταν τυχαίο; Προμελετημένο; Έστυβε το μυαλό του, αλλά δεν του ερχόταν τίποτα…
Το τηλέφωνο χτύπησε. Από το ένα, μακρόσυρτο, χτύπημα, κατάλαβε ότι ήταν εσωτερικό. Κοίταξε την οθόνη, πριν το σηκώσει. Η Πρήχα… Το σήκωσε…
«Κυρία γενικέ…»
«Κεριά και λιβάνια, Παντάκη! Ο Παπαθεοδώρου είναι ακόμη, έξω από το γραφείο σου. Τι περιμένεις για να του μιλήσεις; Να μπει μέσα ουρλιάζοντας; Από όσο τον ξέρω, δεν θα το κάνει»!
«Μάζευα τις σκέψεις μου»…
«Ελπίζω να τέλειωσες. Γιατί θέλω τώρα, κατάλαβες; Τώρα! Να ανοίξεις την πόρτα σου και να του πεις, παρακαλώ περάστε. Και ύστερα, να του μιλήσεις για τη δολοφονία της κόρης του».
«Κι όταν θα με ρωτήσει ποιος είναι ο δράστης, τι θα του πω Κατερίνα»;
«Ότι βρισκόμαστε στα ίχνη του κι ότι πολύ σύντομα θα έχεις νέα».
«Ωραία… Τι καλές που είστε, εσείς οι γυναίκες, στα ψέματα»…
«Κι εσείς οι άνδρες, δεν πάτε πίσω»…
«Δεν σου είχα πει ποτέ ψέματα, Κατερίνα».
«Όσο ήμασταν παντρεμένοι»…
«Φυσικά»…
«Κι ο Κώστας»;
«…»
«Λέω, κι ο Κώστας»;
«Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς, Κατερίνα κι οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους»…
«Μάλιστα. Σήκω, τώρα κι άνοιξε στον άνθρωπο που περιμένει»…
«Μάλιστα»!
Ο Παντάκης έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Περπάτησε προς την πόρτα του γραφείου του. Διόρθωσε, χωρίς λόγο, την καρέκλα επισκέπτη. Την τράβηξε λίγο πιο μακριά από το γραφείο του. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα, κοίταξε τον Παπαθεοδώρου και του είπε:
«Περάστε σας παρακαλώ»…
Ο Παπαθεοδώρου φαινόταν δέκα χρόνια πιο γέρος, από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στη Βουλή. Ο Παντάκης προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε απασχολήσει τα ρεπορτάζ των τηλεοπτικών σταθμών. Δεν του ερχόταν, όμως, το παραμικρό. Θα ήταν καμία ηλίθια ερώτηση προς κάποιον υπουργό, που στάθηκε αφορμή να γίνει κανένας καβγάς. Διαφορετικά, τα κανάλια δεν θα έκαναν τον κόπο να δείξουν ούτε πέντε δευτερόλεπτα από τη Βουλή… Έδειξε στον βουλευτή την καρέκλα επισκέπτη και ο ίδιος κατευθύνθηκε στην καρέκλα του γραφείου του.
Πλέον, ο Παπαθεοδώρου τον κοιτούσε κατάματα. Τη γνώριζε αυτήν την έκφραση. Ήταν αυτό που φοβόταν… Σαν να το άκουγε:
«Τι νέα έχουμε»;
«Τίποτα. Δεν έχουμε ιδέα ποιον ψάχνουμε, αν ο δολοφόνος είναι ένας, αν είναι δύο, αν άλλος τη μαχαίρωσε, άλλος την πέταξε στο δρόμο, άλλος την παρέσυρε με το αυτοκίνητο, άλλος την τσιμέντωσε και την πέταξε στη θάλασσα. Ή, αν όλα αυτά, τα έκανε ο ίδιος άνθρωπος»…
Θα μπορούσε να τα είχε πει αυτά, αν ο Παπαθεοδώρου τον είχε ρωτήσει «τι νέα έχουμε». Αλλά ο βουλευτής, δεν είχε βγάλει άχνα. Καθόταν εκεί, μικροσκοπικός μέσα σε ένα τεράστιο κοστούμι, ζαρωμένος, ανίσχυρος, με μάτια θολά και υγρά, με μύτη κόκκινη, με τα χέρια δεμένα στα γόνατα, ελαφρά σκυφτός, να τον κοιτάζει στα μάτια χωρίς να μιλάει. Έπρεπε να ανοίξει εκείνος την κουβέντα:
«Κύριε Παπαθεοδώρου, τα συλληπητήριά μου, κατ αρχήν…»
«Ευχαριστώ…»
Η φωνή του βουλευτή ίσα που ακούγονταν. Έσβηνε μετά την πρώτη συλλαβή.
«Ξέρω ότι σας είναι δύσκολο, αλλά πρέπει να σας ενημερώσω κι έπειτα θα ήθελα να απαντήσετε σε κάποιες ερωτήσεις»…
Του είπε ό,τι γνώριζε. Όσα του είχε πει ο ιατροδικαστής. Ότι αναζητούσαν ένα αυτοκίνητο, ένα μαχαίρι, το κατάστημα από όπου είχαν προμηθευτεί οι δράστες το τσιμέντο… Απέφυγε να του πει ότι δεν είχαν τίποτα στα χέρια τους, αλλά δεν είπε πως, ήταν θέμα ημερών, η σύλληψη των δραστών. Προσπάθησε να είναι όσο ειλικρινής γινόταν. Όταν τελείωσε με τα λιγοστά στοιχεία που είχε να πει, άρχισε τις ερωτήσεις.
«Θα ήθελα να μου πείτε τους εχθρούς σας, κύριε Παπαθεοδώρου»…
«Πιστεύετε ότι η δολοφονία της κόρης μου έχει σχέση με ΄μένα»;
«Δεν πιστεύω τίποτα. Ερευνώ… Γι αυτό, αν θέλετε… Αν μπορείτε…»
«Ναι, φυσικά… Κοιτάξτε… Όπως είναι φυσικό, ένας βουλευτής έχει και φίλους, έχει και αντιπάλους…»
«Σίγουρα, όμως, δε θα έφθαναν στο φόνο οι πολιτικοί σας αντίπαλοι… Ενώ κάποιος άλλος…»
«Ναι… Σωστά. Κοιτάξτε… Τελευταία μου είχαν γίνει καταγγελίες ότι επιχειρηματίας, φίλος υπουργού, είχε χρηματοδοτήσει την προεκλογική του εκστρατεία…»
«Ναι, αλλά είστε κυβερνητικός βουλευτής…»
«Κυβερνητικός, δε λέω… Αλλά και πρώην πρόεδρος της επιτροπής διαφάνειας του κόμματος. Δε θα δεχόμουν παράσιτα στην κυβέρνηση, κύριε Παντάκη»…
«Επιθεωρητής…»
«Ναι, συγνώμην. Επιθεωρητά… Δε θα δεχόμουν παράσιτα πουθενά…»
«Αυτή, ήταν, λοιπόν, η ερώτηση που καταθέσατε…»
«Επερώτηση…»
«Ναι, συγνώμην… Η επερώτηση που καταθέσατε; Αφορούσε τα χρήματα που δόθηκαν στον υπουργό, από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία»;
«Μάλιστα»…
«Και τι έγινε»;
«Ορίστε»;
«Λέω… Πού το μεμπτόν; Όλοι έχετε φίλους που σας δίνουν χρήματα κι έπειτα ζητούν χάρες»…
«Σας παρακαλώ! Δε σας επιτρέπω»!
«Δεν ήθελα να σας προσβάλω. Και συγνώμην, αν έγινε κάτι τέτοιο. Όμως, ο κόσμος, η κοινή γνώμη, έχει τέτοια εντύπωση».
«Άλλο είναι να σου προσφέρει, κάποιος επιχειρηματίας, έναν χώρο να κάνεις μια ομιλία σου, να σου τυπώσει δωρεάν τις αφίσες σου, να σε βοηθήσει με τέτοιον τρόπο κι άλλο να ξεπλύνει χρήμα, κύριε Παντάκη. Συγνώμην… Επιθεωρητά Παντάκη»…
«Δηλαδή ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας ξέπλενε χρήμα, μέσω του υπουργού»;
«Είχα αυτές τις καταγγελίες»…
«Και ποιος είναι ο υπουργός και ποιος ο επιχειρηματίας»;
«Ο Μαρίνος Κωνσταντίνου κι ο Κώστας Χατζηαναγνώστου. Ο υπουργός Δασών και Περιβάλλοντος και ο γνωστός επιχειρηματίας».
«Ο γνωστός επιχειρηματίας, με τις άγνωστες επενδύσεις…»
«Βλέπω ότι είστε καλά πληροφορημένος»…
«Ε, δεν είναι και κάτι που το ξέρουν λίγοι… Ο Χατζηαναγνώστου είναι ιδιοκτήτης ομάδας και σε κόντρα με τους οργανωμένους φιλάθλους. Από τη μέρα που ανέλαβε τον Ανίκητο, μας απασχολεί συνεχώς»…
«Η αλήθεια είναι ότι οι φίλαθλοι του Ανίκητου τον αγαπούν και τον λατρεύουν σα Θεό…»
«Δεν είναι και λίγο για αυτούς να βλέπουν αστέρια του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου ποδοσφαίρου στην ομάδα τους… Ο Χατζηαναγνώστου δε λυπήθηκε τα έξοδα, για να φέρει πρώτα ονόματα στη Θεσσαλονίκη»…
«Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα»…
«Ναι, σίγουρα. Όμως, αναρωτιέμαι: Τι στοιχεία έχετε»;
«Την καταγγελία του…»
«Δε με καταλάβατε… Για να πλησιάσω αυτόν τον άνθρωπο, θέλω στοιχεία. Δεν έχω βουλευτική ασυλία εγώ, να τον κατηγορώ και να μη μου κάνουν τίποτα»…
«Κύριε Παντάκη, τι παραπάνω να κάνουν σε σας, από αυτό που έκαναν σε ΄μένα; Σκότωσαν το παιδί μου»…
Εκεί ήταν που ο Παντάκης ήθελε να ανοίξει η γη, να τον καταπιεί…
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου