Η ακτή… Τίποτα δε θύμιζε το έρημο σημείο που είχαν διαλέξει, Γιώργος και Θάνος, για να ξεφορτωθούν το πτώμα. Εκεί που υπήρχε φως μόνον από το φεγγάρι, τώρα, αν και θα ξημέρωνε σε λίγο, η περιοχή λουζόταν στο φως. Ισχυροί προβολείς αλογόνου, τοποθετημένοι πάνω σε τρίποδες, άλλαζαν το τοπίο. Η ακτή θύμιζε περισσότερο πλατό φωτογράφησης, παρά παραλία.
Ήταν όλα εκεί: Οι προβολείς, οι ανακλαστήρες, οι φωτογράφοι (της σήμανσης), οι φωτογραφικές μηχανές. Ένας κόσμος ολόκληρος κινούνταν γύρω από το μοντέλο.
Ήταν μια σουρεαλιστική φωτογράφηση μόδας. Γιατί, το μοντέλο, ήταν ξαπλωμένο στην άμμο, εκεί που έπεφταν, μαζικά, οι δέσμες των προβολέων. Εκεί όπου συναντιόταν η λάμψη τους. Τα ρούχα της, η τελευταία λέξη της μόδας. Σχισμένα, λερωμένα, βρεγμένα, αλλά η τελευταία λέξη της μόδας. Τα πόδια της…
Εκεί ήταν το πρόβλημα. Τα πόδια της είχαν κάτι το αφύσικο. Λύγιζαν σε περίεργα σημεία. Και, κάτω, αντί για παπούτσια, υπολείμματα λάσπης. Μιας λάσπης γκρίζας.
Ο Παντάκης έσκυψε πάνω της. Κάθισε ανακούρκουδα και πήρε λίγη από την γκρίζα λάσπη με το αριστερό του χέρι.
«Τσιμέντο»…
Στράφηκε να δει ποιος μίλησε. Δίπλα του στεκόταν ο ιατροδικαστής, Κώστας Ναστούλης. Φαινόταν λες και είχε κοιμηθεί δέκα ώρες. Φρέσκος – φρέσκος, πριν το χάραμα, μέσα στο παλιομοδίτικο κοστούμι του, με το γιλέκο και το χρωματιστό μαντήλι. Στα ίδια χρώματα με τη γραβάτα. Ο Μίλτος ήθελε να τον ρωτήσει από πότε είχε αυτό το κοστούμι και τη γραβάτα, αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Κι ο Ναστούλης, λες και δεν είχε τίποτε άλλο σημασία, συνέχισε:
«Τσιμέντωσαν τα πόδια της και την έριξαν στη θάλασσα. Δεν τα είχαν υπολογίσει, όμως, καλά. Το σκοτάδι δεν τους βοήθησε. Και το τσιμέντο, το ίδιο. Χειρότερη ποιότητα δεν έχω δει. Είχε πήξει επιφανειακά και μέσα ήταν υγρό. Φούσκωσε και το πτώμα, μέσα σε λίγες ώρες, ανέβηκε στην επιφάνεια, αφού δεν το κρατούσε τίποτα…»
«Πνιγμός»;
«Όχι. Ήταν νεκρή όταν την πέταξαν στη θάλασσα. Δεν είμαι σίγουρος πριν πόσες ώρες έγινε το έγκλημα, αλλά είμαι σίγουρος για την αιτία του θανάτου: Τη μαχαίρωσαν τέσσερις φορές, στο στήθος, την πλάτη, την κοιλιά και την καρδιά. Αυτό που δεν μπορώ να εξηγήσω, προς το παρόν, είναι κάποιες εκδορές και τα κατάγματα. Θα έπαιρνα όρκο ότι όλα τα υπόλοιπα θυμίζουν τροχαίο»…
«Δρεπανηφόρο την πάτησε»;
Ο Ναστούλης άφησε να του φύγει ένα γάργαρο γέλιο:
«Σε καλό σου Παντάκη! Πού τα βρίσκεις; Να σου πω την αλήθεια, μου είναι, ακόμη, μυστήριο. Θα την πάρω στο εργαστήριο και, κατά το μεσημεράκι, πέρνα να στα πω. Αν έχω βρει άκρη, δηλαδή, γιατί πνιγμός, τροχαίο και μαχαίρωμα, είναι τρία διαφορετικά πράγματα που δε δένουν με τίποτα… Ρώσικη σαλάτα»…
Ο Παντάκης έκανε μια βόλτα γύρω από το πτώμα. Αργά. Σα να έψαχνε να βρει κάτι στην άμμο. Έπειτα συνέχισε τους κύκλους του, ανοίγοντας όλο και περισσότερο τη διάμετρο. Στο τέλος είχε απομακρυνθεί αρκετά από το σημείο όπου βρισκόταν το πτώμα. Κοιτούσε συνέχεια κάτω. Από μακριά, τον είδε ο φωτογράφος της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών. Ήξερε τη ρουτίνα. Έκανε να πλησιάσει.
«Τι κάνει»;
Τον ρωτούσε ένας νεαρός αστυφύλακας. Τον κοίταξε. Εκείνος ξαναρώτησε:
«Τι κάνει; Βόλτα»;
«Του αρέσει να έχει μια γενική άποψη της σκηνής του εγκλήματος. Θα πάει και μακρύτερα. ΚΙ ύστερα, θέλει φωτογραφίες».
Έδειξε την κάμερα στον «μικρό» κι απομακρύνθηκε. Πλησίασε τον Παντάκη.
«Αποστόλου, πίστευα ότι δε θα ΄ρθεις ποτέ. Λουφάρεις»;
«Έπεσε πολλή δουλειά κάτω, κύριε διευθυντά…»
«Καλά, καλά… Για τράβα, λίγο, εδώ… Ίχνη από ρόδες, έτσι δεν είναι»;
«Τρακτέρ ολόκληρο… Σίγουρα 4 επί 4. Θα έρχονται πολλά εδώ. Είναι ό,τι πρέπει για άγριες διαδρομές. Νεροφαγώματα, σκόνη, λάσπη με τις βροχές…»
«Αν ήθελα ταξιδιωτικό οδηγό, θα έβλεπα το Τράβελ Τσάνελ…»
Ο Αποστόλου χαμογέλασε κι άρχισε να φωτογραφίζει. Ξάφνου σταμάτησε…
«Τι έγινε ρε»;
«Κύριε διευθυντά… Αυτή η γραμμή, στη μέση από τις ρόδες…»
«Ε, τι»;
Σα να έσερνε κάτι αυτό το όχημα»…
«Λες να έσερνε ως εδώ το πτώμα, ρε Αποστόλου; Δε θα της είχε μείνει δέρμα της καημένης…»
«Όχι το πτώμα… Ίσως κάποιο εξάρτημα, ίσως να του κρέμεται το καζανάκι της εξάτμισης, ο καταλύτης…»
«Τα τζιπάκια είναι ψηλά, ρε Αποστόλου! Πού να χτυπήσουν αυτά στο χώμα»…
«Κι αν δε χτύπησαν στο χώμα»;
Ο Παντάκης γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Ο Αποστόλου συνέχισε:
«Λέω… Επειδή άκουσα και τον ιατροδικαστή… Είπε για τροχαίο. Αν τη χτύπησε αυτό το όχημα;»
«Όπως το είπες προηγουμένως Αποστόλου, εδώ έρχονται δεκάδες κάθε βράδυ, αλλά και τη μέρα. Κάνουν αυτοσχέδιους αγώνες, μπαντιές, ό,τι σκατά θες. Το ίχνος μπορεί να ΄ναι από οποιοδήποτε τζιπάκι»…
«Χθες φυσούσε βαρδάρης, κύριε διευθυντά. Κι έβρεχε. Η βροχή κι ο αέρας, έχουν σβήσει τα πάντα. Δε βλέπετε ότι έχουν μείνει μόνον αυτά»;
Ο Παντάκης χαμογέλασε…
«Κι έτσι να ΄ναι, Αποστόλου, ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα. Το μόνο που ξέρουμε, είναι πως έχουμε να κάνουμε με ένα τζιπάκι. Ξέρεις πόσα τζιπάκια φοράνε τέτοια λάστιχα; Γι αυτό, τράβα καλές φωτογραφίες κι έλα μαζί μου».
Ο Αποστόλου συνέχισε. Δεν του το έβγαζε, όμως, κανείς από το μυαλό, ότι κι ο διευθυντής του είχε κάνει τις ίδιες σκέψεις. Πάντως, σε ένα είχε δίκιο: Το μισό Πανόραμα κυκλοφορούσε με τέτοια SUV. Ψύλλους στα άχυρα έψαχναν…
----------------
Ο Θάνος είχε ξεπουλήσει μέσα σε μισή ώρα.
«Σαν τις μέλισσες κάνουν»…
Το έλεγε συχνά αυτό. Ότι τα πρεζάκια κάνουν σαν τις μέλισσες, γύρω του. Του άρεζε η ιδέα ότι είναι ένα λουλούδι.
«Ασφόδελος»…
Δεν είχε ιδέα τι ήταν ένας ασφόδελος. Αλλά γούσταρε το όνομα. Αναρωτήθηκε:
«Πώς στον πούτσο είναι ένας ασφόδελος»;
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ενώ οδηγούσε. Έτρεχε σαν τρελός. Η κόκα, έβραζε το αίμα του κι ανέβαινε στον εγκέφαλο με ταχύτητα Κεντέρη. Γέλασε.
«Το γέλιο του τρελού. Το γέλιο του τρελού ασφόδελου».
Γέλασε πιο δυνατά. Λες και είχε πει το καλύτερο ανέκδοτο. Πάτησε κι άλλο το γκάζι. Πλησίαζε στη στροφή για Ελαιώνες. Έβλεπε τη διασταύρωση. Ερχόταν πάνω του με ταχύτητα. Την κατάλληλη στιγμή πάτησε συμπλέκτη, τράβηξε χειρόφρενο και μπήκε με θόρυβο, αφήνοντας τη γόμα του πάνω στην άσφαλτο, στη στροφή.
Σε λίγα λεπτά ήταν στο σπίτι του Θάνου. Ένα σπίτι απομακρυσμένο. Χαμένο μέσα σε μια έκταση με ελιές, πεύκα και κυπαρίσσια. Παράτησε το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο στα χαλίκια της αυλής. Ανεβαίνοντας στην κύρια είσοδο έβγαλε σακάκι και γραβάτα. Χτύπησε το κουδούνι.
Του άνοιξε η κοντή. Με το σκούρο κραγιόν. Γυμνή, με ένα ποτήρι καλούα στο χέρι.
«Τι έχουμε εδώ; Καλούα; Μη ξεράσω! Γυναικεία ποτά… Φέρε το Καρντού γλυκειά μου…»
Εκείνη ξεκαρδίστηκε και περπάτησε προς τα μέσα. Τώρα δεν έκρυβε το στόμα της. Το περιέφερε σ όλο το σπίτι, σα μια σάπια πληγή. Το περπάτημά της, το περπάτημα του μεθυσμένου. Εδώ πατούσε, εκεί βρισκόταν. Μέσα σε χάχανα, έκανε πως πειράχτηκε:
«Βάλε μόνος σου! Τι με πέρασες»;
«Πουτάνα… Τι να σε περάσω. Πόρνη! Πόρνη του θανάτου»!
Γέμισε το ποτήρι του. Έπιασε με το χέρι δύο παγάκια και τα πέταξε κι αυτά μέσα. Φώναζε, έκανε πως είχε προσβληθεί, για πλάκα. Με το ποτήρι στο χέρι προσπαθούσε να βγάλει το παντελόνι του, μπλεκόταν με τις μπότες, βλαστήμησε…
«Άντε γαμώ το παντελόνι μου, γαμώ! Φούστες ρε πούστη μου! Θα φοράω φούστες. Κάτι ξέρουν οι γκόμενες»…
Φώναξε για να ακουστεί στον πάνω όροφο:
«Κάτι ξέρετε! Φοράτε φούστες κι όταν είναι να γαμηθείτε, απλά ανοίγετε τα πόδια σας. Εμείς, κατέβασε φερμουάρ, κατέβασε παντελόνι, βγάλε παπούτσια, ολόκληρη διαδικασία»!
Είχε καταφέρει να βγάλει και το παντελόνι. Περπάτησε με το ποτήρι στο χέρι, με το πουκάμισο, τις κάλτσες και το σλιπ. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.
«Θάνο! Πού είσαι ρε μαλάκα»!
Από την κρεβατοκάμαρα του ήρθε η απάντηση:
«Σε ένα μουνί μέσα»!
Έσκυψε να δει από την πόρτα. Ο Θάνος είχε χωθεί στα μπούτια της ψηλής. Εκείνη είχε λιγωθεί, είχε το χέρι με την παλάμη προς τα έξω πάνω στο μέτωπό της, μισόκλειστα μάτια κι ορθάνοιχτα πόδια. Τα στήθη της ανεβοκατέβαιναν στο ρυθμό των βογγητών της. Η κοντή καθόταν ολόγυμνη, με το ένα πόδι στο πάτωμα και το άλλο ανεβασμένο στην πολυθρόνα της κρεβατοκάμαρας. Στο χέρι το ποτήρι με το καλούα. Έβλεπε τη φίλη της να λιώνει κάτω από τη γλώσσα του Θάνου και είχε βάλει το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της.
«Τι έγινε, ρε; Ακόμα στα προκαταρκτικά»;
Ο Θάνος σήκωσε κεφάλι. Γύρισε και τον κοίταξε.
«Τρελός είσαι; Οι γκόμενες είναι αχόρταγες. Ειδικά εκείνη η σουπιά, η κοντή. Πρώτη πίπα η κυρία… Δε μου σηκώνεται άλλο και το έριξα στα γλειφιτζούρια. Καλά που ήρθες»…
Ο Γιώργος γύρισε και κοίταξε την κοντή.
«Λέει αλήθεια, μωρή; Είσαι και η πρώτη πίπα»;
Δεν απάντησε. Σηκώθηκε. Παράτησε το ποτό της στη συρταριέρα της κρεβατοκάμαρας. Τον πλησίασε αργά. Ακριβώς μπροστά του, έκανε μια απότομη κίνηση κι έπεσε στα γόνατα. Του τράβηξε, βίαια, το σλιπ, κάτω. Σε δυο δευτερόλεπτα είχε παραδοθεί στον καλύτερο πεοθηλασμό που του είχαν κάνει ποτέ.
Ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόταν: Πως η κοντή, με το σκούρο κραγιόν, είχε ένα στόμα κόλαση. Έπειτα ο Θάνος έφερε ένα δίσκο σκόνη. Κι από εκεί κι έπειτα, σιωπή. Όλα λευκά. Απόλυτο κενό.
Έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Πίεσε τα μηνίγγια του. Έτριψε τα μάτια του. Ανασηκώθηκε στα μπράτσα του και διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας. Δίπλα του ο δίσκος. Η σκόνη είχε γίνει καπνός… Ο Θάνος κοιμόταν του καλού καιρού. Η ξανθιά δίπλα του, μπρούμυτα, να φαίνεται το τατού. Μια νεράιδα. Το τατού, όχι εκείνη.
«Πού είναι η άλλη»;
Μόνος ρωτούσε, κανείς δεν απαντούσε. Πήγε να φωνάξει το όνομά της. Πώς την έλεγαν, να δεις… Χαμπάρι δεν είχε.
Σηκώθηκε. Κατέβηκε τις σκάλες. Τη βρήκε στο σαλόνι. Έβλεπε τηλεόραση.
«Πρωινή σε βλέπω…»
«Κατέβηκα για νερό, μ΄ έπιασε το στομάχι μου, ξέρασα και έβαλα τηλεόραση για να ζαλιστώ λίγο… Πειράζει»;
«Όχι… Κάνε ό,τι θες… Ειδήσεις βλέπεις»;
«Ναι»…
«Ανώμαλη είσαι»;
«Σκοτώθηκε μια κοπέλα…»
«Σώώώπα. Τι μου λες…»
«Μην κοροϊδεύεις. Εδώ έγινε»…
Για λίγο σταμάτησε. Είχε πλάτη στην τηλεόραση. Έκανε να γυρίσει. Το μετάνοιωσε. Σιγά μην…
«Εδώ…»;
«Θεσσαλονίκη»!
«Πού την βρήκαν»;
«Δε λένε… Στην ΕΡΤ3 λένε πως ήταν ατύχημα. Τροχαίο».
Γύρισε αργά προς την τηλεόραση. Η χοντρή παρουσιάστρια κάτι έλεγε. Δεν μπορούσε να καταλάβει. Ζαλιζόταν. Το στομάχι του είχε φθάσει στον οισοφάγο. Διάβασε στην οθόνη, στο σούπερ: «Νεκρή η κόρη βουλευτή». Το στόμα του γέμισε ξινά υγρά. Έτρεξε στο νιπτήρα. Ξέρασε.
«Τι έχεις; Κι εσένα το στομάχι σου»;
Δεν της απάντησε.
«Δεν την σηκώνεις την πρέζα κι εσύ»;
Μωρέ τη σηκώνει την πρέζα. Σηκώνει τόση που εσύ δε θα δεις σ ολόκληρη τη ζωή σου. Εκείνος μπορεί να τη σνιφάρει σε ένα βράδυ. Να γίνει ο εγκέφαλός του ζελέ, να χαθεί, να υψωθεί, να τρέξει, να σπιντάρει. Αλλά τώρα… Τώρα αν έβλεπε μπροστά του μια γραμμή κόκα, θα έπεφτε ξερός.
«Έφυγες»!
Έφτυσε. Η άλλη τον κοίταξε περίεργα. Λες και δεν είχε μιλήσει ελληνικά.
«Τι πράγμα»;
«Έφυγες! Φύγατε! Πάρε και την άλλη και κάντε την»…
«Κάτσε ρε φίλε… Πώς να φύγουμε; Είμαστε στην ερημιά. Και τι θες, δηλαδή; Να περπατήσουμε ως το Πανόραμα»;
«Θα σας καλέσω ένα ταξί»…
Σταμάτησε. Το ξανασκέφτηκε. Δυο γκόμενες άγνωστες. Τις πότισαν ό,τι οινόπνευμα είχε το σπίτι, της έδωσαν κόκα άριστης ποιότητας, τις έφτιαξαν, τις γάμισαν. Και τώρα, θα τις στείλει πίσω με ταξί; Να λένε δεξιά κι αριστερά ότι «το βαποράκι φρίκαρε απ τις ειδήσεις και μας έστειλε»; Θα το μάθει όλη η πιάτσα…
«Έχεις δίκιο… Πού να πάτε τώρα. Αλλά κλείσ’ την ρε παιδί μου και πάνε για ύπνο»…
«Εσύ…»;
«Τι, εγώ»;
«Θα ΄ρθεις»;
«Άκου να σου πω, ο πούτσος μου είναι, ακόμη, μουδιασμένος. Στο πάνω συρτάρι στο δεξί κομοδίνο έχει κάτι δονητές»…
«Το ξέρω, ρε μαλάκα, πού είναι οι δονητές… Όλο το βράδυ τι κάναμε»;
Τι κάνανε; Μήπως θυμόταν;
«Καλά, θα ΄ρθω»…
Η άνεσή του είχε εξατμιστεί.
«Σε λίγο»…
Σωριάστηκε στον καναπέ. Εκείνη ανέβηκε πάνω, ανασηκώνοντας τους ώμους. Ούτε ήξερε, ούτε την ένοιαζε τι είχε πάθει αυτός ο μαλάκας. Θα κοιμόταν δυο-τρεις ώρες ακόμη, θα ξυπνούσαν με την κολλητή, θα έπιναν έναν καφέ με τους δυο γαμιάδες και θα τους ζητούσαν να τις κατεβάσουν ως τη Χαριλάου. Ταξί και σπίτι… Και τέρμα η πρέζα. Θα την έκοβε…
Ο Γιώργος είχε καρφωθεί στην τηλεόραση. Τώρα, ένας ρεπόρτερ ήταν στο ένα παράθυρο. «Απευθείας σύνδεση – Κερασιά» έγραφε το σούπερ. Ανέβασε φωνή…
«Για έναν περίεργο λόγο, οι αστυνομικοί κρατούν κλειστό το στόμα τους. Ενώ επιβεβαιώνουν με ευκολία ότι πρόκειται για τροχαίο ατύχημα, δεν δίνουν καμία εξήγηση για ποιον λόγο το πτώμα βρέθηκε στην ακτή, αφού ο πιο κοντινός δρόμος απέχει δυο με τρία χιλιόμετρα. Θα μπορούσε, κανείς, να υποθέσει ότι ο δράστης του τροχαίου πέταξε το πτώμα σε αυτό το σημείο, για να μην το βρει η αστυνομία. Δεν επιβεβαιώνεται, όμως, ότι πέταξε το πτώμα στη θάλασσα. Αλλά κι έτσι αν είχε συμβεί, τα κύματα θα ξέβραζαν το πτώμα της άτυχης Παπαθεοδώρου, λίγα μέτρα πιο πέρα».
Παρενέβη η χοντρή από το στούντιο:
«Μόνον κάποιος χαζός θα πετούσε εκεί το πτώμα, Κώστα»…
Ο ρεπόρτερ συνέχισε ενοχλημένος:
«Ή κάποιος απελπισμένος, Μελίνα. Πάντως, η αστυνομία δε δίνει καμία εξήγηση. Ούτε, όμως, δίνει στοιχεία για το τροχαίο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δίνει τα πάντα, για να εντοπιστεί ο ασυνείδητος οδηγός από μαρτυρίες. Έχουμε να κάνουμε με μυστήριο».
Μυστήριο… Σκατά μυστήριο, σκέφτηκε. Την πάτησε, χωρίς να καταλάβει πώς, αφού ήταν φίσκα στην κόκα. Την τσιμέντωσαν και την πέταξαν στην Κερασιά. Αλλά πώς βρέθηκε το πτώμα στην ακτή; Μήπως δεν ήταν η δικιά τους; Αλλά δυο πτώματα στην Κερασιά, σε ένα βράδυ, ήταν κομματάκι πολλά, ακόμη και για τη Θεσσαλονίκη.
Σηκώθηκε όρθιος. Έψαξε και βρήκε το τηλεκοντρόλ. Άλλαξε κανάλι. Τίποτα. Πρωινές εκπομπές, χαρούμενα πρόσωπα, μία σιτεμένη έλεγε τα ζώδια, αλλού μοντέλα επιδείκνυαν εσώρουχα, η χαρά του ηδονοβλεψία. Σε άλλο κανάλι μια κατήγγειλε το σύζυγό της, ότι τα έφτιαξε με την καλύτερη φίλη της και τώρα θέλουν να τους παντρέψει κι από πάνω. Αλλά για το πτώμα τους, τίποτα.
Έπρεπε να το πει στο Θάνο…
Συνεχίζεται…
ΥΓ. Ο πίνακας είναι του Ιταλού Μάριο Ανιτσίνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου