Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Παλιοί λογαριασμοί

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Πίσω από το εμπόριο ναρκωτικών φέρεται αναμεμιγμένος ο πολιτικός εχθρός του βουλευτή, επιχειρηματίας Κώστας Χατζηαναγνώστου, ο οποίος συνδιαλέγεται με το Θάνο. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ με το οποίο παρέσυρε την κοπέλα, την ίδια στιγμή που ο επιθεωρητής Παντάκης αναζητά στοιχεία στο περιβάλλον της και ανακαλύπτει ότι ήταν υιοθετημένη.


Αισθανόταν ανάλαφρος. Σα να περπατούσε πάνω σε σύννεφα. Είχε φύγει αυτό το βάρος από πάνω του. Είχε δώσει το τζιπ στο Γύφτο και, πλέον, οι σχέσεις του με το Θάνο θα ήταν, πάλι, μέλι και ζάχαρη. Χαμογελούσε. Περπατούσε στους δρόμους του Δενδροποτάμου και χαμογελούσε. Οι τσιγγάνοι κοιτούσαν τον μπαλαμό με το ακριβό κοστούμι και το χαμόγελο. Έσκυβαν, ο ένας στον άλλον και ψιθύριζαν.
Κάποια τσιγγανόπουλα έπαιζαν με ένα ξεχαρβαλωμένο ποδήλατο. Ένα καθόταν στη σκωροφαγωμένη σέλα και τα άλλα το έσπρωχναν. Το ποδήλατο δεν είχε πετάλια, ούτε αλυσίδα. Μόνο ρόδες και σκελετό.

Από μια παράγκα ακουγόταν τσιφτετέλια. Ξεχώρισε τη φωνή του Παϊτέρη, από το cd player. Θυμήθηκε τον πατέρα του. Εκείνος, βέβαια, άκουγε Αγγελόπουλο. Τον μεγάλο, τον Μανώλη. Όχι το γιο. «Τα μαύρα μάτια σου», και κάτι άλλα, «ψυχοπονιάρικα», όπως τα έλεγε ο γέρος του.
Έξω από την παράγκα, δυο κορίτσια, ντυμένα με τα τσιγγάνικα, πολύχρωμα φορέματα, χόρευαν. Το ένα θα ήταν δε θα ήταν δώδεκα χρονών, αλλά κουνιόταν υπέροχα. Καθώς περπατούσε, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της.
Μια γριά τσιγγάνα, στην είσοδο της παράγκας, τον κοίταξε άγρια. Στράφηκε αλλού, του έφυγε και το χαμόγελο και τάχυνε το βήμα του.
Τότε κατάλαβε πού βρισκόταν.
Σε λίγο είχε βγει από τις παράγκες και βάδιζε στους δρόμους με τα σπίτια. Εδώ έμεναν άλλου είδους τσιγγάνοι. Σπιτωμένοι. Με δουλειές –του ποδαριού, βέβαια, αλλά δουλειές. Με παιδιά σε σχολεία. Αυτοί που ίδρυσαν συλλόγους, ομάδες, που παίρνουν μέρος στις εκλογές, που φωνάζουν για γκετοποίηση και ίσα δικαιώματα.
Σε αυτά τα σπίτια μένει κι ο Θανάσης, ο Γύφτος, που είχε ανοίξει τις δουλειές με τους Βούλγαρους, με τα αυτοκίνητα μαϊμούδες. Όμως οι ρίζες του ήταν στις σκηνές και τις παράγκες κι εκεί είχε το μαγαζί του. Εκεί που η αστυνομία έμπαινε δύσκολα. Και για να μπει, περνούσε πρώτα από χαρακώματα και φυλάκια.

Την ώρα που περνούσε από ένα φυλάκιο –μια καβάτζα δίπλα σε μια αυλή, με μια πολυθρόνα γραφείου, μαζεμένη από τα σκουπίδια, ένα τραπεζάκι και ένα τασάκι πάνω του, ο φρουρός –ένα αγόρι γύρω στα δέκα- έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο από την τσέπη και σχημάτισε έναν αριθμό. Έδωσε αναφορά στον αρχηγό της συμμορίας του, ότι ο μπαλαμός, που είχε φέρει το τζιπ, έφευγε από την περιοχή τους.

Ο Γιώργος βγήκε στον κεντρικό δρόμο. Βρήκε, αμέσως, ταξί. Μπήκε μέσα:

«Ελαιώνες»!

Σε κανένα 20λεπτο θα ήταν στο σπίτι του Θάνου. Επιτέλους, είχε ξεφορτωθεί το τζιπ και μπορούσαν να αρχίσουν την επιχείρηση.

---------------------

Ο Παντάκης στεκόταν σαστισμένος. Είχε, μπροστά του, ένα χαρτί και το κοιτούσε, ξανά και ξανά. Εκείνη την ώρα μπήκε στο γραφείο του η Πρήχα.
«Τι έγινε»;

«Δε χτυπάς ποτέ, εσύ»;

«Όταν μπαίνω στο γραφείο κάποιου ανώτερού μου… Λοιπόν»;
«Λοιπόν, μπλέξαμε…»
«Τι ενοείς»;

«Δες και μόνη σου»!
Της πρότεινε το χαρτί. Εκείνη το πήρε, με μια απότομη κίνηση κι άρχισε να διαβάζει μουρμουρίζοντας ακατάληπτα. Σε κάποια στιγμή, είπε δυνατά:
«Ωραία! Ο μισός επιχειρηματικός κόσμος της Θεσσαλονίκης και το ένα τρίτο της Βουλής και της κυβέρνησης»!
«Τι περίμενες»;
«Μα καλά, έναν φίλο εκτός πολιτικής, εκτός επιχειρήσεων, δεν είχε αυτό το κορίτσι»;
«Και να είχε, κυρία γενικe, δε μας το λένε»…
«Πιστεύεις ότι κάτι κρύβουν»;

«Ίσως ναι. Ίσως, πάλι, δε θέλουν δημοσιότητα. Να μαθευτεί ότι ένας κυβερνητικός βουλευτής, είχε μια κόρη υιοθετημένη, χωρίς να το ξέρει κανείς –ή σχεδόν κανείς- και κάποιος τη μαχαίρωσε, την έσερνε με ένα αυτοκίνητο κι έπειτα την πέταξε στη θάλασσα με τσιμενταρισμένα άκρα. Για μπες στη θέση τους»…

«Δεν ξέρω, Μίλτο. Εγώ στη θέση τους θα σκύλιαζα, για να βρω ποιος σκότωσε το παιδί μου».
«Το υιοθετημένο σου παιδί»;

«Ναι, γιατί όχι; Για να υιοθετήσει, κάποιος, Παντάκη, πάει να πει ότι θέλει να γίνει γονιός. Ότι δεν έγινε από τύχη, μια νύχτα που τους είχαν κόψει το φως, ή, επειδή δεν έβρισκε προφυλακτικά. Αλλά έγινε γονιός επειδή το ήθελε και δεν είχε άλλον τρόπο»!
«Εντάξει, εντάξει… Με έπεισες. Αλλά πες μου, τώρα, εσύ, έναν τρόπο να αρχίσω»…

«Γι αυτό πληρώνεσαι από τον δημόσιο κορβανά, Παντάκη! Για να βρεις έναν τρόπο να αρχίσεις, να συνεχίσεις και να τελειώσεις»!

«Κοίτα, Κατερίνα… Θα πρέπει να ενοχλήσω διάφορους»…

«Ενόχλησε όποιον θέλεις. Ο υπουργός είναι ενημερωμένος. Και ζήτησε…»
«…ξέρω, ξέρω… Να μπει το μαχαίρι στο κόκαλο, να χυθεί άπλετο φως, να λάμψει η αλήθεια… Έχω κι εγώ τηλεόραση στο σπίτι μου, κυρία γενικέ»…
«Δεν περίμενα ότι την ανοίγεις, Παντάκη»…

«Καμιά φορά… Όταν είμαι μόνος τις νύχτες»…

«Δηλαδή, δεν την κλείνεις και ποτέ σου»…

«Μμμμ! Μ αρέσει! Δηλητήριο! Είχα καιρό να το νοιώσω»…

«Άσε τους θεατρινισμούς! Ως το βράδυ θέλω κάτι. Ακούς»;

«Όπως διατάξατε»!
«Αδιόρθωτος… Σαν τον»…
Σταμάτησε απότομα. Σαν τον Κώστα, θα έλεγε. Αλλά αυτή ήταν μια ιστορία που την πονούσε. Μια ιστορία που πονούσε, ακόμη περισσότερο τον Μίλτο.
Σαν τον Κώστα, θα έλεγε. Ο Μίλτος είδε να περνάει από μπροστά του, μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, όλη εκείνη η νύχτα: Η Ελένη, ο Κώστας, εκείνος ο ψυχασθενής που είχε μακελέψει ό,τι έβρισκε σε θηλυκό, η αυτοκτονία, η εισβολή, ο βίαιος θάνατος ενός δολοφόνου… Φωνές, φασαρία, πυροβολισμοί, ένα ταχύπλοο του λιμενικού με πάνοπλους άνδρες των ΕΚΑΜ, το πτώμα της Ελένης με τα μάτια ορθάνοιχτα στο κενό, το διάτρητο πτώμα του δολοφόνου, η τρύπα στον κρόταφο του Κώστα, το ξεραμένο αίμα…
«Παντάκη, περιμένω αποτελέσματα»…

Η φωνή της Κατερίνας δεν ήταν σκληρή. Αντίθετα. Σα να έτρεμε.
Ο Μίλτος πήρε το χαρτί και βγήκε στο διάδρομο. Στην ανοιχτή πόρτα του γραφείου του, η γενική διευθύντρια της αστυνομίας τον παρακολουθούσε με το βλέμμα της. Της φώναξε:

«Σε τέσσερις ωρίτσες θα έχεις ό,τι θες! Παίρνω τον Θεοδοσίου μαζί μου»!

Άνοιξε μια πόρτα στο διάδρομο. Η επιγραφή έγραφε: Υποδιεύθυνση Εγκλημάτων Κατά της Ζωής. Ο Θεοδοσίου, ένας νεαρός, ψηλός, μελαχροινός, με μυώδες κορμί, είχε τα πόδια του πάνω στο γραφείο και διάβαζε εφημερίδα. Τινάχθηκε όρθιος με το που είδε τον προϊστάμενό του. Ο Παντάκης τον κοίταξε κι έπειτα έκανε, δήθεν αυστηρά:

«Παντελή, τσακίσου! Φόρα πιστόλι, σακάκι και πίσω μου»!

«Μάλιστα»!

Ο νεαρός ασφαλίτης πήρε το πιστόλι του, που ήταν περασμένο σε μια πλαστική θήκη με σκρατς και λουριά και το φόρεσε, κάτω από τη μασχάλη του. Με γρήγορες κινήσεις άρπαξε το σακάκι του και ακολούθησε τον προϊστάμενό του στο διάδρομο.


---------------

Ο Θάνος μόλις είχε γυρίσει στο σπίτι. Βρήκε την Τίνα να κοιμάται στον καναπέ του σαλονιού, με μια μικροσκοπική φούστα και μια μπλούζα που άφηνε να φαίνεται ο αφαλός της. Έβγαλε σακάκι και παντελόνι, με αργές κινήσεις. Ύστερα πλησίασε την μικρή. Τη γύρισε μπρούμυτα. Εκείνη ήταν πολύ μαστουρωμένη για να αντιδράσει.
Ο Θάνος κοίταξε αριστερά του, στο τραπεζάκι του σαλονιού. Υπήρχαν, ακόμη, υπολείμματα κόκας. Χαμογέλασε. Της κατέβασε το εσώρουχο. Η Τίνα καταλάβαινε, πια, τι γινόταν. Προσπάθησε να συγκρατήσει το εσώρουχό της. Δεν είχε δύναμη. Ο Θάνος της το έσχισε βίαια. Το πέταξε στο πάτωμα κι έβγαλε και το δικό της εσώρουχο.
Εκείνη προσπαθούσε, πλέον, να τον χτυπήσει. Μάταια. Δεν είχε την παραμικρή αντοχή. Δεν μπορούσε, καν, να σφίξει τις γροθιές της.

«Κάτσε ήσυχη, μωρή πουτάνα»!

Τη χτύπησε στο κεφάλι. Η Τίνα ζαλίστηκε περισσότερο. Τα πάντα σκοτείνιασαν. Τα χέρια της παράλυσαν κι έπεσαν στο πλάι. Ο Θάνος της ανασήκωσε τους μηρούς. Μπήκε βίαια μέσα της, φωνάζοντας:

«Έτσι»!


--------------

Το ταξί του Γιώργου σταματούσε έξω από το σπίτι του Θάνου, στους Ελαιώνες. Ο Γιώργος κατέβηκε κι είδε την μπέμπα του Θάνου παρκαρισμένη όπως – όπως, από έξω. Ανέβηκε σιγά τα σκαλιά κι άνοιξε με τα κλειδιά του. Πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, άκουσε φασαρία από το σαλόνι:
«Κάτσε ήσυχα μωρή πουτάνα»!

Ήταν η φωνή του Θάνου. Πλησίασε αργά, προς το σαλόνι. Πάγωσε…

Συνεχίζεται…



Ο πίνακας Gypsy Lady είναι του Giuseppe Tampieri

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...