Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

Γυναικείες ψυχές

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος κι ο Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών, τσιμεντάρουν μια κοπέλα που σκότωσε ο πρώτος, οδηγώντας το αυτοκίνητό του φορτωμένο κόκα. Η νεκρή είναι κόρη του βουλευτή Παπαθεοδώρου και το πτώμα της εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής λέει στο διευθυντή Ασφαλείας, ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα, πριν το τροχαίο. Γιώργος και Θάνος, χωρίς να γνωρίζουν ότι η κοπέλα ήταν νεκρή πριν το ατύχημα, αποφασίζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι. Αλλά πρώτα, να βρουν τι συνέβη και έχει ξεσηκωθεί όλη η αστυνομία.

Πήγαινε πάνω – κάτω στο δωμάτιο. Όποτε ήθελε να σκεφτεί ο Θάνος, έκανε την ίδια διαδρομή: Βορεινός τοίχος, νότιος τοίχος, σε πέντε βήματα. Κι έπειτα, όταν είχε βρει τη λύση, στεκόταν στη μέση του δωματίου, κοιτούσε στα μάτια όποιον βρισκόταν απέναντί του κι έλεγε:

«Ζάχαρη»!

Είχαν περάσει δύο ώρες και η μαγική λέξη δεν είχε βγει από τα χείλη του. Ο Γιώργος ανησυχούσε ιδιαίτερα. Μπορεί ο Θάνος να ήταν πιο σωματώδης από αυτόν, να μπαινόβγαινε στα γυμναστήρια, να έκανε δυο ώρες διάδρομο τη μέρα και δεν ξέρω ΄γω πόσες φορές τη βδομάδα πάουερ πλέιτ, όμως ήταν κι αυτός που διέθετε το μυαλό. Ο Γιώργος, με το που περνούσαν τέσσερις – πέντε ώρες χωρίς να σνιφάρει λίγο, ήταν σα χαμένος.

Τέσσερις; Πέντε; Και πολλές είπα… Ήδη ήθελε να πέσει με τα μούτρα σε ένα βουνό κόκα. Όπως ο Πατσίνο, στο «Σημαδεμένο». Να μπορούσε, τώρα, αυτήν τη στιγμή, να γίνει ο Τόνι Μοντάνα! Με το οπλοπολυβόλο στο χέρι, να αδειάσει δυο κιλά κόκα στο γραφείο του και να βουτήξει όπως το μωρό στη φρουτόκρεμα.

Τα χέρια του ίδρωναν, οι πόνοι στο στομάχι γίνονταν πιο ισχυροί. Σουβλιές που έρχονταν κι έφευγαν. Το κεφάλι γύριζε. Έπρεπε να σνιφάρει για να ησυχάσει. Και μόνον ένας τρόπος υπήρχε: Να βρουν τη λύση στο πρόβλημά τους.

«Αν ρωτούσαμε την Τίνα…»

Ο Θάνος σταμάτησε απότομα τη διαδρομή τοίχος – τοίχος και τον κοίταξε με το βλέμμα του βελισσοράπτορα στο Τζουράσικ Παρκ.

«Η Τίνα… Ναι… Πώς δεν το είχα σκεφτεί; Αυτή η καριόλα μένει Πανόραμα. Πήγαινε στο κολλέγιο. Κόβω τ’ αρχίδια μου ότι και η άλλη η σκρόφα πήγαινε στο ίδιο κολλέγιο. Ή, θα ήταν γραμμένες στην ίδια μασονική οργάνωση… Μπράβο ρε Τζώρτζη»!

Ξαφνικά, από μαλάκας και μουνί, είχε γίνει, πάλι ο Τζώρτζης. Δεν ήταν, όμως, καθόλου σίγουρος ότι η λύση «Τίνα» ήταν η καλύτερη. Ο Θάνος, σε τέτοιες ιστορίες, ήταν αδίστακτος. Ξεφορτωνόμαστε όποιον μας γίνεται βάρος. Αν η Τίνα τους βοηθούσε, ηθελημένα ή άθελά της, όλα καλά. «Ζάχαρη»! Αν έκανε χικ, μικ, θα τη βρίσκανε κι αυτήν σε κανένα χαντάκι… Και η μικρή τον γούσταρε. Μοίραζε κόκα μαζί του. Του έβρισκε πελάτες. Ήταν η ίδια, η καλύτερη πελάτισσα, για να μοιράζει στα γρήγορα το εμπόρευμα ο ίδιος. Ακόμη κι αν της έλεγε να πηδηχτεί με κάποιο ματσό πρεζόνι, θα το έκανε. Το είχε, ήδη, μετανοιώσει. Είχε πετάξει το όνομα για να σταματήσουν να σκέφτονται και να σνιφάρουν σαν άνθρωποι. Αλλά…

«Μήπως, όμως, μπλέκονται πολλοί, έτσι ρε Θάνο»;

«Το καβλάκι είναι τυφλό για σένα, φιλαράκι. Και στη φωτιά να της πεις να πηδήξει, θα το κάνει. Και δεν πρόκειται να βγάλει μιλιά, γιατί ξέρει ότι, διαφορετικά, θα σε δει πίσω από τα σίδερα. Η, στο χώμα. Για διάλεξε…»

«Κανείς δε θέλει να πεθάνει, Θάνο»…

«Όπα το αγόρι μου! Αυτό λέω κι εγώ. Έλα, τσάκω…»

Έβγαλε από τη συρταριέρα της κρεβατοκάμαρας ένα φιξάκι και του το πέταξε. Ο Γιώργος το ΄πιασε στον αέρα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά, για κανέναν καθρέπτη. Βρήκε αυτόν που είχαν χρησιμοποιήσει το βράδυ με τις γκόμενες. Άδειασε την κόκα στον καθρέπτη κι έκανε τρεις γραμμές, με την πιστωτική του. Στα γρήγορα έστριψε, καλαμάκι, ένα 5άευρω. Ρούφηξε τις δύο γραμμές κι έδωσε την τρίτη στο Θάνο.

«Δικές σου, ρε. Και οι τρεις. Άντε! Σου ΄φεξε».

Ρούφηξε και την τρίτη…

-----------------------

Ο Παντάκης είχε πλησιάσει την Πρήχα, λες και ήθελε να την φιλήσει. Ακουμπούσε με το χέρι του στον τοίχο κι είχε γύρει προς το αυτί της. Εκείνη είχε σταυρώσει τα χέρια κι ακουμπούσε στον τοίχο με τον δεξιό της ώμο. Τον άκουγε προσεκτικά και τον κοιτούσε στα μάτια. «Ερωτική σκηνή», θα μπορούσες να υποθέσεις. Ναι, αν ήταν διαφορετικό το ύφος τους: Το βλέμμα τους ήταν σκοτεινό. Κι αν ήταν διαφορετικό το μέρος. Ποιος μπορεί να δει τον άλλον ερωτικά στους διαδρόμους του νεκροτομείου;

«Γι αυτό σου λέω… Πάνε στο βουλευτή και πες τα»…

«Να πω τι, ρε Μίλτο; Τι από όλα; Ότι, ξέρετε, η κόρη σας ήταν ένα πρεζόνι; Ότι τη σκότωσαν με τρεις μαχαιριές; Ότι τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο, μάλλον suv; Ότι δεν ξέρουμε ούτε τον προμηθευτή της, ούτε το δολοφόνο της, ούτε το μαλάκα που τη χτύπησε; Ότι όλη η φάση θυμίζει μαφία; Τι να πω σε έναν πολιτικό από όλα αυτά»;

«Ξέρω ΄γω… Δεν ξέρω ρε Κατερίνα. Έχει, όμως, δικαίωμα να μάθει τι έγινε με την κόρη του»…

«Και ποιος μου λέει ότι δεν είναι μπλεγμένος κάπου; Όλη η ιστορία θυμίζει μαφία».

«Κοίταξέ τον…»

Η Πρήχα γύρισε με τρόπο. Ο Θεόφιλος Παπαθεοδώρου καθόταν, ήσυχα, κοιτάζοντας τον πράσινο τοίχο απέναντί του, στην πλαστική καρέκλα του διαδρόμου. Δίπλα του στεκόταν όρθιος ο αστυνομικός-φρουρός του. Μια ντουλάπα κοντά δύο μέτρα κι 140 κιλά. Ο βουλευτής φαινόταν συντετριμμένος. Ο Παντάκης συνέχισε:

«Είναι κομμάτια. Αν ήταν άλλος, θα είχε ξεσηκώσει τον κόσμο. Δυο ώρες τώρα κάνουμε νεκροτομή στην κόρη του. Την κόψαμε κομματάκια. Θα του δώσουμε, πίσω, ένα κορμί ραμμένο σαν τη νύφη του Φρανκενστάιν. Κι αυτός δεν έχει βγάλει κουβέντα. Τον κόβεις για μαφιόζο»;

«Η όλη φάση μου κάνει για κάτι οργανωμένο, Μίλτο. Φόνος, μόλις τρεις μαχαιριές… Μετά τσιμεντάρισμα, στο ενδιάμεσο ένα τροχαίο. Τι σου φαίνεται λογικό από όλα αυτά; Αν ήταν φόνος ανάμεσα σε πρεζόνια, οι μαχαιριές θα ήταν αδύναμες. Αν ήταν φόνος μεταξύ εραστών, οι μαχαιριές θα ήταν περισσότερες. Το τσιμεντάρισμα το κάνουν τα συνδικάτα του εγκλήματος…»

«Ποιο τσιμεντάρισμα ρε συ, Κατερίνα; Αυτοί δεν ήξεραν τι έκαναν… Το τσιμέντο διαλύθηκε σε λίγες ώρες και το πτώμα επέπλεε στο Θερμαϊκό μαζί με τα αστικά λύματα. Τι μαφία μου λες τώρα… Ήθελαν να σκεπάσουν το έγκλημα…»

«Και το τροχαίο; Γιατί τον άκουσες τον ιατροδικαστή. Πρώτα τη σκότωσαν με το μαχαίρι και, νεκρή, την πέταξαν στις ρόδες του τζιπ»…

«Δεν ξέρω! Αν τα ήξερα όλα αυτά, θα είχα συλλάβει και τους δολοφόνους»!

«Τους… Είδες; Κι εσύ βάζεις πληθυντικό. Γι αυτό σου λέω: Τι στο διάολο να του πω»;

«Πες ό,τι θες. Εσύ είσαι η γενική αστυνομική διευθύντρια»…

«Λες μαλακίες. Τώρα το θυμήθηκες ότι είμαι ανώτερή σου; Γιατί σε άλλες στιγμές»…

«Στιγμές αδυναμίας»!

«Στιγμές μαλακίας! Και μην τολμήσεις να ξαναχτυπήσεις την πόρτα μου για υπόθεση προσωπική! Κατάλαβες; Κάλεσε τώρα τον Σταύρου»!

«Γιατί τον Σταύρου»;

«Ψυχολόγος είναι, αυτός ξέρει τι θα πει»!

Του γύρισε την πλάτη και κίνησε προς την έξοδο. Προς την κατεύθυνση του βουλευτή. Εκείνος σηκώθηκε αργά. Την πλησίασε. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα.

«Κυρία Πρήχα…»

Τον έκοψε απότομα:

«Ναι, κύριε Παπαθεοδώρου… Καταλαβαίνω την αγωνία σας, αλλά ο ιατροδικαστής δεν έχει ολοκληρώσει, ακόμη. Δεν έχει σαφή άποψη, καταλάβατε»;

«Μα, άλλα μου είπε εκείνος… Μου είπε ότι θα με ενημερώσετε εσείς»…

«Σας είπε ότι θα σας ενημερώσει η αστυνομία. Θα σας ενημερώσουμε, λοιπόν, σύντομα. Το πολύ σε μισή ώρα, θα είναι εδώ ο αστυνόμος Α Σταύρου. Αυτός θα σας τα πει».

«Καλώς»…

Χώθηκε, πάλι, στον πόνο του. Σωριάστηκε στο πλαστικό κάθισμα και κάρφωσε το βλέμμα στον πράσινο τοίχο. Η ντουλάπα στα αριστερά του, κινήθηκε πίσω από την Πρήχα.

«Κυρία γενικέ»…

Βρίσκονταν, ήδη, στο προαύλιο. Η Πρήχα γύρισε και κοίταξε τον σωματοφύλακα. Ο Μάκης Τριάδης ήταν παλιός της γνωστός, από την εποχή των ΜΑΤ.

«Έλα ρε Μάκη…»

«Κυρία γενικέ, έχει δικαίωμα να μάθει… Ήταν η κόρη του»!

«Ναι, ρε Μάκη. Έχεις δίκιο. Έχει δίκιο. Αλλά να μάθει τι; Μήπως ξέρουμε τι έγινε»;

«Τι θέλετε να πείτε»;

«Πάνε μίλησε με τον Παντάκη. Αυτός έχει την έρευνα. Διαφορετικά, περίμενε τον ψυχολόγο»…

«Ο Παντάκης δε μιλάει ούτε στον εαυτό του. Τι να λέμε, τώρα»…

«Ίσως σε αυτήν τη φάση να μιλήσει, Τριάδη. Ίσως»…

Μπήκε στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο κι έφυγε… Η ντουλάπα ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα…

--------------------

Νύχτωνε. Ο Γιώργος, στο σπίτι του, μια μεζονέτα στο δρόμο που συνδέει την Περαία με τον Τρίλοφο, μέσα στις ερημιές, ετοιμαζόταν. Θα πήγαιναν στο κλαμπ. Θα έβρισκαν την Τίνα. Είχε πάρει μια μυτιά, είχε αλλάξει ρούχα. Τα άλλα, εκείνα που είχε χρησιμοποιήσει στο τσιμεντάρισμα της μικρής, τα είχε κάψει, σε ένα βαρέλι, στην αυλή. Γείτονες δεν υπήρχαν σε απόσταση αρκετών εκατοντάδων μέτρων, για να διαμαρτυρηθούν. Η διπλανή μεζονέτα ήταν, ακόμη, απούλητη. Δεν τον είχε δει κανείς. Κανείς δεν ήξερε ποιος έμενε σ εκείνο το σπίτι. Μόνον ότι οδηγούσε ένα suv.

«Γαμώ το»!

Έπρεπε να το ξεφορτωθεί αυτό το αυτοκίνητο. Αλλά πώς; Και με ποιο αυτοκίνητο θα έκανε τη μεταφορά; Περίμεναν φορτίο. Τότε σκέφτηκε την Άννα. Έβγαλε το κινητό του και σχημάτισε τον αριθμό.

«Ναι…»

Όποτε άκουγε τη φωνή της, του κόβονταν τα πόδια. Όσο ερωτευμένη ήταν η Τίνα με αυτόν, τόσο και περισσότερο ερωτευμένος ήταν εκείνος με την Άννα.

«Άννα…»

Την άκουσε να ξεφυσάει. Δε μίλησε…

«Όχι πάλι, ρε Γιώργο…»

«Θέλω να σε δω…»

«Τα ΄χουμε πει αυτά…»

«…»

«Γιώργο»;

«…»

«Μην κάνεις σαν παιδί»…

«Εσύ με κάνεις παιδί, Άννα. Μαζί σου, νοιώθω παιδί. Ακόμη κι όταν μιλάμε στο τηλέφωνο, νοιώθω παιδί. Νοιώθω πως δεν έγινε τίποτα, πως ζούμε, ακόμη, στο Λιτόχωρο και τρέχουμε, χέρι – χέρι, προς το φαράγγι του Ενιπέα και μας κυνηγάει η μάνα σου…»

«Σταμάτα»…

«Κι ύστερα κόβει μια βίτσα από ένα δένδρο και παίρνει το δρόμο για τον μύλο…»

«Σταμάτα… σταμάτα…»

«Κι εκεί, σκύβω, σε φιλάω…»

«Σταμάτα, Γιώργο, σε παρακαλώ»…

«…και σου λέω: Δε θα σ αφήσω ποτέ. Εσύ»;

«Γιώργο… Μην κολλάς»…

«Είχες πει ότι κι εσύ δε θα μ΄ άφηνες, Άννα»…

«Γιώργο»…

«Δεν το ΄κανες, όμως»…

«Γιώργο, δεν είναι ώρα…»

«Θέλω μια ώρα αθωότητας, Άννα»…

«Σε…»

«Μπορώ»;

«Σε παρακαλώ»…

«Μισή… Μισή ώρα. Έτσι. Να κάτσουμε ο ένας απέναντι στον άλλον και να βλέπω τα μάτια σου. Όπως την άλλη φορά»…

«Ξέρεις ότι όλο αυτό δε βγάζει πουθενά»…

«Έχω ανάγκη το βλέμμα σου»…

«…»

«Άννα»;

«…»

«Τι…»

«Σε μισή ώρα να είσαι εδώ. Για ένα μισάωρο, ακούς; Θα φύγεις μόνος σου σε ένα μισάωρο. Και δε θα πούμε κουβέντα»!

«Ναι! Ναι, Άννα… Όπως την άλλη φορά»…

«Δεν σου κάνει καλό, αυτό, ρε Γιώργο…»

«Δεν πειράζει… Για μισή ώρα. Έρχομαι».

«Καλά. Γεια».

Έκλεισε με μια αργή κίνηση το κινητό. Βυθίστηκε στην πολυθρόνα. Σε μισή ώρα θα ήταν στης Άννας. Για μισή ώρα. Κι έπειτα; Είχε δίκιο η Άννα, το ΄ξερε καλά. Δεν του έκανε καλό όλη αυτή η ιστορία. Είχε πάρει το θάρρος που χρειαζόταν. Το αποφάσισε: Δε θα πήγαινε από της Άννας. Θα πήγαινε, γραμμή στο κλαμπ.


Συνεχίζεται…



O πίνακας Soul of a Woman, είναι του Aμερικανού Albert Fennel

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Διάβασε πριν αντιγράψεις:

Ήρθαν...